SCREAM (2022)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ματ Μπετινέλι-Όλπιν, Τάιλερ Τζιλέτ
- ΚΑΣΤ: Μελίσα Μπαρέρα, Τζακ Κουέιντ, Νεβ Κάμπελ, Κόρτνεϊ Κοξ, Ντέιβιντ Αρκέτ, Τζένα Ορτέγκα, Μάρλεϊ Σέλτον, Ντίλαν Μινέτ, Μίκι Μάντισον, Τζάσμιν Σαβόι Μπράουν, Μέισον Γκούντινγκ, Σόνια Αμάρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 114'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Δυο δεκαετίες και βάλε μετά το μακελλειό που έπνιξε στο αίμα την πόλη του Γούντσμπορο, ένας άγνωστος φοράει ξανά τη μάσκα του Ghostface, κραδαίνει τη φονική λεπίδα και σφάζει με agenda που πίσω της κρύβει μυστήριο από το παρελθόν ή κάτι… «σινεφιλικό»;
Είναι πολύ ιδιαίτερη περίπτωση για το σινεμά τρόμου το «Scream». Ολόκληρο το franchise, για την ακρίβεια, το οποίο δημιούργησε ο Γουές Κρέιβεν, ο σεναριογράφος Κέβιν Γουίλιαμσον, αλλά και οι θεατές που αγαπούν το genre και μετέτρεψαν το original φιλμ του 1996 σε τεράστια εμπορική επιτυχία. Ποτέ ξανά δεν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο στον κινηματογράφο, ένα έργο του είδους αυτού να τολμά και να «καθρεφτίζει» τα κλισέ έως και τις αδυναμίες που εξέλιξε μέσα από σειρά δεκαετιών, αντανακλώντας με σαρκασμό την αιμοσταγή του σάτιρα επάνω στο ίδιο το κοινό που μέχρι τότε θεωρούσε πως μπορεί να είναι (ή να το «παίζει») πιο έξυπνο κι από όλες τις ταινίες τρόμου τις οποίες είχε καταναλώσει μέχρι τότε! Με έναν παράδοξο τρόπο, το «Scream» του ’96 δεν χρειάστηκε να «χτίσει» ένα είδος «fourth wall» επικοινωνίας με τους θεατές που βρίσκονταν μπροστά από τη μεγάλη οθόνη. Κατάφερε κάτι ακόμη πιο ουσιαστικό: τους έκανε «συμπρωταγωνιστές»! Και πέτυχε να ακυρώσει και τον κανόνα του «sequels suck», τουμπάροντας τα πάντα και τους πάντες για ακόμη μια φορά, με το επίσης ευφυές «Scream 2», το 1997! Οι δύο επόμενες συνέχειες υπήρξαν ελαφρώς κατώτερες (ειδικά το «Scre4m» του 2011), χωρίς όμως να αστοχούν πραγματικά. Απλά, πόσες φορές μπορεί ένα concept να γυρίσει προς τον εαυτό του και… να τον ξεγελάσει κοροϊδευτικά, εξακολουθώντας να προσφέρει κάτι καινούργιο και πιο… meta;
Ειλικρινά, δεν είχα προσδοκίες ή απαιτήσεις από το φετινό «Scream» των Ματ Μπετινέλι-Όλπιν και Τάιλερ Τζιλέτ, του σκηνοθετικού διδύμου που το 2019 μας είχε δώσει το (άθλιο) «Είσαι Έτοιμος;». Το φιλμ ξεκινά με την κλασική σεκάνς του τηλεφωνήματος… σε «σταθερό» (σοκ και δέος!). Η άγνωστη φωνή κάνει την αναμενόμενη ερώτηση περί αγαπημένης ταινίας τρόμου και η νεαρά απαντά με αυθάδικο τρόπο: το «The Babadook» (2014)! Ήδη ξέρεις πως αυτό που ακολουθεί θα… «σπέρνει»!
Όπως μας συστήνεται και το ίδιο το «Scream» του σήμερα, πρόκειται για ένα requel, ένα «νέο» είδος reboot που πατάει στις (γερές) βάσεις του original, λειτουργώντας ταυτόχρονα και σαν sequel. Ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν είχε διαπρέψει με αυτή τη λογική το 2018, σκηνοθετώντας μια συνέχεια της «Νύχτας με τις Μάσκες», η οποία (όχι άδικα) δεν αναγνώριζε καν την ύπαρξη των sequels του φιλμ του 1978! Το σκηνοθετικό team τούτου του πέμπτου «Scream» δεν λειτουργεί τόσο… ελιτίστικα, διότι οι συνέχειες του franchise του Κρέιβεν ήταν σεβαστές και εξίσου ανατρεπτικές, φτάνοντας να κανιβαλίζουν με μοναδικό τρόπο τα όρια μεταξύ φιλμικού «ρεαλισμού» και… φιλμικής μυθοπλασίας (!), ειδικά όταν το «Stab», το φιλμ που βασιζόταν στους φόνους του… πρωτότυπου έργου, διέγραφε υπερβατικά τα όποια σύνορα του ευρήματος της ταινίας μέσα στην ταινία, επιτρέποντας και στο κοινό να αισθάνεται πως αποτελεί μέρος της δράσης, ένας (σχεδόν) συνεργός στο έγκλημα… εξαιτίας των γνώσεών του στο σινεμά τρόμου! Beat that στην ανάλυση κι ύστερα μιλήστε μου για «art-house» και μαλακίες!
Οι κυνικοί θα πουν πως οι Μπετινέλι-Όλπιν και Τζιλέτ, απλά, «ανακυκλώνουν» το υλικό και τις ιδέες του Γουίλιαμσον, και μας τις σερβίρουν σαν ακόμη μία στουντιακή «αρπαχτή» που ξεζουμίζει για πολλοστή φορά ένα πετυχημένο franchise του παρελθόντος. Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο! Αντιθέτως, μετά από τόση επανάληψη και «γυριστή» στη «γυριστή» της «γυριστής» του Κρέιβεν (και της αρχικής τριλογίας, τουλάχιστον), θέλει πολλά κότσια για να επιζήσεις μιας εκσυγχρονιστικής απόπειρας «ανάστασης» φιλμικού project που γεννήθηκε πριν και από το βασικό ηλικιακό (target) group θεατών στους οποίους απευθύνεται (την horror freak νεολαία των multiplex)! Ενός project που συνομιλεί με το κοινό του. Που το είχε πετύχει το 1996 («προϊστορικό» event…) και αποτολμά να το ξανακάνει για την Generation Z. Σε μία κοινωνία που έχει μεταλλαχθεί (κυριολεκτικά) από τα κινητά τηλέφωνα και τα social, και κάθε επόμενη μέρα νομίζει πως είναι εξυπνότερη… από χθες! Πόσω μάλλον στο fanbase του horror, που (πλέον) μπορεί να σνομπάρει το original «Scream» επειδή (νομίζει) πως είναι ξεπερασμένο, σε σχέση με ταινίες όπως το «Σε Ακολουθεί» (2015), «The VVitch: A New-England Folktale» (2015) και «Η Διαδοχή» (2018), αλλά και με τα φιλμ του Τζόρνταν Πιλ (γίνονται λεκτικές αναφορές σε όλα αυτά εδώ!). Κι όμως, το «plot twist» γίνεται!
Το πέμπτο «Scream», κατά τρόπο οργανικό, παίρνει όσα ξέραμε από το franchise του Κρέιβεν, αλλά και τους… επιζώντες του, ξαναγράφει την «ίδια» ιστορία και σου πουλάει μούρη με το μυστήριό του, διότι έρχεται καλά διαβασμένο. Ξέρει ότι είσαι γνώστης του genre και δεν παύει ποτέ να σε «τρολάρει» γι’ αυτό, αυτοσαρκάζοντας πάνω στην ύπαρξη των sequels, στα στερεότυπα των «μπου!» (αποθέωση η σκηνή στο πατρικό του ήρωα που υποδύεται ο Ντίλαν Μινέτ, όπου «αποδομείται» χιουμοριστικά έως και το χιτσκοκικό «Ψυχώ») και στις γνωστές μεθόδους σεναριακής ανάπτυξης του είδους, με όλους αυτούς τους «κανόνες» που μετράνε ανθρώπινες απώλειες. Εδώ, βέβαια, μπορεί να ισχύουν, όσο και μπορεί να… μην ισχύουν! Κι έχει πλάκα αυτή η «ανατροπή», η meta-«κοροϊδία» που σου στήνουν οι Μπετινέλι-Όλπιν και Τζιλέτ, μέχρι το τελικό «ρίχνε τους στο κεφάλι, γιατί μπορεί να σηκωθούν ξανά». Πάνω απ’ όλο αυτό το fun παιχνίδισμα, τούτο το «Scream» σέβεται και τη γενναία δοσολογία σε αίμα, με λεπίδες μαχαιριών να διαπερνούν τη σάρκα in your face, χαρίζοντας άφθονες σκηνές γαλαρίας, ένα γνήσιο party (φόνων) προς τιμήν του μακαρίτη Γουές (έως και literally συμβαίνει κάτι τέτοιο στο έργο!). Ναι, ο νέος horror master Τζόρνταν Πιλ «fucking rules» και το (υπο)είδος του elevated horror έχει και τα καλά του, όμως, πρέπει και να γυρνάς την πλάτη σου (με την καλή έννοια) προς τις θαυμαστές ρίζες και το παρελθόν του φιλμικού ουρλιαχτού από τρόμο, γιατί… ξέρεις τι γίνεται συνήθως αν δεν κοιτάξεις πίσω σου!