SCREAM 2 (1997)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γουές Κρέιβεν
- ΚΑΣΤ: Νεβ Κάμπελ, Ντέιβιντ Αρκέτ, Κόρτνεϊ Κοξ, Σάρα Μισέλ Γκέλαρ, Τζέιμι Κένεντι, Τζέρι Ο’Κόνελ, Λιβ Σράιμπερ, Χέδερ Γκρέιαμ, Τζόσουα Τζάκσον, Γουόλτερ Φρανκς, Τίμοθι Όλιφαντ, Τζέιντα Πίνκετ, Λόρι Μέτκαλφ, Λουκ Γουίλσον, Τόρι Σπέλινγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Κι όμως, είναι αντάξιο του πρώτου! Ο Γουές Κρέιβεν ξαναχτυπά μ’ ένα sequel πιο έξυπνο κι από έναν ορκισμένο horror freak! Θα νομίζετε ότι σας κοροϊδεύω, η ταινία όμως προηγήθηκε σ’ αυτό…
Βλέποντας το «Scream» (1996), ομολόγησα ότι αυτή η ταινία ήταν πιο έξυπνη από εμένα! Μιλάω ως fan του είδους και δεν ντρέπομαι να πω ότι σήκωσα τα χέρια ψηλά μπροστά στο δημιούργημα του Κρέιβεν και του σεναριογράφου Κέβιν Γουίλιαμσον. Τι θέλησαν να κάνουν με την πρώτη ταινία; Να αποκωδικοποιήσουν και να καταργήσουν τους κανόνες του είδους, να… κλείσουν το μάτι στον τρόμο με μια υποψία χιούμορ. Στο φινάλε, να απομυθοποιήσουν τη συνταγή που αναμάσησαν όλοι μετά τη «Νύχτα με τις Μάσκες» (1978) του Τζον Κάρπεντερ και να κοροϊδέψουν εμάς, τους fans, που καταναλώσαμε χαριτωμένες σφαγές και προβλέψιμη δράση, νομίζοντας ότι μάθαμε τα πάντα. Η «ιερόσυλη» μαγκιά του Κρέιβεν, να ανατρέψει τους κανόνες… χρησιμοποιώντας τους, δεν είχε προηγούμενο, γι’ αυτό και θεωρείται σταθμός, μία ριζοσπαστική επιτομή για το θρίλερ τρόμου στη δεκαετία του ’90. Τα κακά μαντάτα ήρθαν με το άκουσμα της λέξης… sequel! Πέρα από το λογικό ερώτημα, πώς θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο, υπήρχε και η καχυποψία (όπως λέει κι ένας από τους πρωταγωνιστές του «Scream 2», «sequels suck»…). Ο ορισμός του sequel υπαγορεύει εκμετάλλευση για τα φράγκα, με κατώτερο προϊόν. Ο κανόνας, όμως, δεν είναι πάντα η αρχή…
Ξεχάστε την αρχική σεκάνς του «Scream», με το φόνο της Ντρου Μπάριμορ! Το sequel ξεκινά με μία… politically correct σκηνή ανθολογίας: ζευγάρι κόβει εισιτήρια για τον κινηματογράφο, η ταινία που θα δουν είναι το «Stab» (βασισμένη στα γεγονότα που συνέβησαν στην «πραγματικότητα» του «Scream»!), εκείνη του κάνει ολόκληρη «διάλεξη» για το «απεχθές» αυτό είδος και η αίθουσα είναι γεμάτη από θεατές που φοράνε τη μάσκα του δολοφόνου από το πρώτο φιλμ. Όλοι κρατούν ψεύτικα, φωσφορίζοντα μαχαίρια, στην οθόνη παρακολουθούμε την αναπαράσταση του φόνου της Μπάριμορ, το πανηγύρι εντείνεται και πάνω στη χαρά για το πρώτο θύμα στο πανί, έχουμε και τα πρώτα θύματα του sequel! Το κοινό της ταινίας παγώνει μπροστά στη σύγκριση: αυτή τη φορά οι σταγόνες αίματος είναι αληθινές και πέφτουν πάνω τους. Τώρα όλοι σιωπούν, κατεβάζουν τα «μαχαίρια» και βγάζουν τις μάσκες. Είναι κι αυτοί δολοφόνοι, είμαστε κι εμείς «συνεργοί». Ακούγεται συντηρητικό. Η συνέχεια, όμως, χτυπάει σαν boomerang αυτούς που ζητάνε τέτοιου είδους «ασφάλεια»…
Η έξοδος του (φανταστικού) «Stab» στις αίθουσες σηματοδοτεί την ύπαρξη ενός νέου δολοφόνου (ή μήπως περισσότερων;), ο οποίος έχει σαν στόχο τους πρωταγωνιστές – επιζώντες του «Scream» και την παρέα τους. Η συνέχεια είναι ευκόλως εννοούμενη και κατά τους κανόνες έχουμε περισσότερα θύματα, περισσότερο αίμα… Η αγωνία υπάρχει, αλλά αυτή τη φορά είμαστε περισσότερο υποψιασμένοι κι απαιτητικοί. Θέλουμε να εκδικηθούμε (!) το πρώτο φιλμ, αναζητώντας ανόητα κλισέ, αδυναμίες, και την ταυτότητα του μασκοφόρου δολοφόνου. Αυτή τη φορά δεν θα πιαστούμε κορόιδα… Λάθος!
Πρώτο και σημαντικότερο: τι σημαίνει reality στο «Scream 2»; Τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φιλμικού κόσμου έχουν διαταραχθεί τόσο πολύ, σε σημείο να πιστεύω ότι στο τρίτο φιλμ (γιατί θα υπάρξει και τέτοιο) θα σκοτώνουν… το διπλανό μας! Ο Κρέιβεν μας κάνει συμμέτοχους ενός φαύλου κύκλου που ειρωνεύεται όχι μόνο το είδος των ταινιών τρόμου ή το σινεμά, αλλά και τη ζωή την ίδια. Το καστ κι εμείς γνωρίζουμε τους κανόνες, έχουμε «εισπράξει» το αίμα… με το κουτάλι, αλλά, διάβολε, εμείς είμαστε αληθινοί! Δεν είναι δυνατόν να παγιδευόμαστε από ένα κινηματογραφικό σενάριο με τόσο αληθοφανείς ήρωες που ζουν και σκέφτονται όπως εμείς, βλέποντας τις τραυματικές τους εμπειρίες να γίνονται ταινία… μέσα στην ταινία!
Κι αυτή η εκδίκηση του θεατή που λέγαμε… στράφι. Σταδιακά, κάθε πρόθεση ή προσπάθειά μας καταρρέει, μπροστά σε άφθονα ξαφνιάσματα (θα τιναχτείτε – θέλοντας και μη – από το κάθισμα καμιά ντουζίνα φορές…) κι ένα διασυρμό του έμπειρου horror freak, ο οποίος πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η ταινία είναι παρωδία και μάλιστα… politically incorrect (γιατί πάντα πρέπει να υπάρχει η… λύτρωση). Να σας αποκαλύψω το «κίνητρο» του (;) δολοφόνου: θέλει να… τον συλλάβουν, να δικαστεί μέσω εθνικού τηλεοπτικού δικτύου και να πουληθεί ως θέμα σε talk-show υψηλής θεαματικότητας! Η ηδονή ενός serial killer σήμερα δεν είναι το έγκλημα, αλλά η δημοσιότητα. Ψυχοπάθεια; Κάντε ένα zapping και θα ανακαλύψετε ταυτόσημες «αξίες»…
Τελικά, πού οδηγείται ο Κρέιβεν με το «Scream 2»; Σε μία «ανήθικη» κατάργηση του είδους που υπηρέτησε πιστά σε ολόκληρη την καριέρα του; Και πού οδηγείται το είδος; Σε έναν ασταμάτητο κανιβαλισμό που «τιμωρεί»… ψυχοθεραπευτικά το fun των διψασμένων για αίμα; Δεν μπορώ να φανταστώ πού θα καταλήξει αυτή η τριλογία, χαίρομαι το παρόν, αλλά φοβάμαι τη σύγχυση που Θα προκαλέσει στο μέλλον, μέσω κακών μιμητών ή κάποιας δήθεν μόδας (προϊόν αυτής το «Ι Know What You Did Last Summer», από σενάριο του Γουίλιαμσον). Ακούγομαι αρνητικός; Μην το κάνουμε θέμα. Το «Scream 2» είναι ο ορισμός του μεταμοντέρνου σινεμά τρόμου, ένα πολύπλοκο και ιδιοφυώς μελετημένο inside joke, προορισμένο για την απόλυτη διασκέδαση και τις ατελείωτες συζητήσεις των fans, οι οποίοι θα χρειαστεί να το δουν πάνω από μία φορά για να ομολογήσουν ότι… έπεσαν κι αυτοί θύματα!