FreeCinema

Follow us

Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΚΑΛΙΑΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ «ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ».


Δεν τον έβαλα να μιλήσει απέναντι σε μια κάμερα. Επίτηδες. Καλός ή κακός, είναι και ηθοποιός. Δεν ξέρω αν αυτή η κουβέντα που κάναμε ήταν τόσο αληθινή όσο μου φάνηκε. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για κάτι τέτοιο. Αλλά η πρώτη φορά που συνάντησα στη ζωή μου τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη μου θύμισε πολλά πράγματα… από τον εαυτό μου! Γιατί σέβεται αυτό που κάνει. Και τα δίνει όλα σε αυτό.

Αρχικά, με πήρε τηλέφωνο. Χωρίς κάποια προειδοποίηση. Από μόνος του. Πήρε να με ευχαριστήσει για την κριτική που έγραψα για το «Ένας Άλλος Κόσμος». Δεν είμαι συνηθισμένος σε τέτοια. Συνήθως με παίρνουν στο τηλέφωνο για να με βρίσουν, να διαμαρτυρηθούν, να μου πουν πως ήμουν πολύ σκληρός και άδικος ή λανθασμένος στην κρίση μου. Να μου επιτεθούν, βασικά. Στ’ αρχίδια μου, αλλά λέμε τώρα… Του απάντησα πως δεν χρειάζεται να με ευχαριστήσει. Η δική μου η δουλειά είναι να βρίσκω καλές ταινίες και να οδηγώ τον θεατή προς αυτές. Η δική του δουλειά, στο σινεμά, είναι να κάνει καλές ταινίες. Το «Ένας Άλλος Κόσμος» ήταν μια πολύ καλή ταινία. Και οι δύο κάναμε σωστά τη δουλειά μας. Χωρίς «ευχαριστώ».

Από αυτό που θα διαβάσεις παρακάτω, θα «καταλάβεις» αυτό που εσύ θέλεις να καταλάβεις. Ο καθένας από εσάς. Άλλος θα «δει» μια… «αγιογραφία» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Άλλος θα πει ότι η κουβέντα αυτή μοιάζει με ένα «συγχωροχάρτι», ένα χτύπημα στην πλάτη, ότι μπορεί να συνεχίσει την πορεία του, έχοντας «ξεπλύνει» δημιουργικά τις παλιές του «αμαρτίες», στην τηλεόραση, στον χώρο των showbiz, στο πανηγύρι τού lifestyle. Εγώ δεν θα προσπαθήσω να μεταπείσω κανέναν από εσάς. Όλοι μπορεί να έχετε δίκιο. Ή και λάθος. Η φήμη είναι αυτό που κερδίζει στο τέλος, συνήθως.

Η συνάντηση αυτή έγινε με αφορμή μια ταινία που είδα και μου άρεσε. Γι’ αυτό που ήταν. Για εμένα ως θεατή. Ήταν το πιο δυνατό έργο που παρακολούθησα μέσα από το… εμπορικό ελληνικό σινεμά εδώ και δεκαετίες. Δεν ξέρω πώς το κατάφερε αυτό ο Παπακαλιάτης, με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του. Το θαύμασα ως αποτέλεσμα. Τίμια. Πριν πατήσω το rec, του είπα πως θα κάνουμε μια «φραγκουλική κουβέντα» και όχι μια συνέντευξη. Φάνηκε ψύχραιμος, μου απάντησε «Ωραία» και μου έδωσε να καταλάβω πως ήταν έτοιμος ν’ ακούσει τα πάντα. Και εγώ ήξερα πως υπάρχουν και όρια σε μια κουβέντα και εκείνος κατάλαβε πως δεν θα τα ξεπεράσω… αδιακρίτως. Υπήρχε μια αίσθηση σεβασμού, ισορροπημένη.

Papakaliatis14

Ας ξεκινήσουμε από αυτό. Εγώ δεν σε ήξερα καθόλου. Δηλαδή, ήξερα πως ο Παπακαλιάτης είναι αυτός ο πιτσιρικάς, ο τύπος λίγο ΒουΠου που έβγαινε στους «Μήτσους»…

Πριν 25 χρόνια! (γέλια)

Ναι… Μετά έχασα επαφή, παρακολουθούσα ότι υπάρχεις στο MEGA μέσα από εκείνες τις σειρές, δεν τις είδα ποτέ, δεν ήμουν «το κοινό» τους, δεν με αφορούσαν, δεν βλέπω και τηλεόραση… Κατάλαβα, όμως, ότι δημιουργήθηκε μια «τυπολογία» των serials του Παπακαλιάτη, η οποία σχεδόν σε βασανίζει μέχρι σήμερα. Μιλώντας σε έναν άνθρωπο που δεν ξέρει ποια είναι αυτή η «τυπολογία», εξήγησέ μου τι ήταν αυτές οι σειρές. Δηλαδή, υπήρχε μια κάποια «συνταγή» ή την έχει δημιουργήσει αποκλειστικά και μόνο ο κόσμος σαν φήμη; Υπήρχαν στερεότυπα; Ποια ήταν, τέλος πάντων, αυτή η τηλεοπτική «συνταγή» του Παπακαλιάτη; Με τα δικά σου λόγια…

Με τα δικά μου λόγια, δεν υπήρχε μια συγκεκριμένη «συνταγή». Φτιάχτηκε, αφού τελείωσε όμως η εποχή που τα έφτιαχνα εγώ (τα serials). Δηλαδή, ουσιαστικά για μένα, αυτό που έκανα στην τηλεόραση ήταν ερωτικές ιστορίες με κάποια ακραία γεγονότα, κατά καιρούς, αλλά το «ακραίο» δεν ήταν αυτοσκοπός, το χρησιμοποιούσα σαν όχημα προκειμένου να αφηγηθώ κάτι, να υπάρχει πλοκή, να εξελίσσεται η πλοκή. Γιατί είναι τελείως διαφορετικό να γράφεις ένα τηλεοπτικό σενάριο και τελείως διαφορετικό να γράφεις ένα κινηματογραφικό σενάριο.

Χαίρομαι που το ακούω αυτό.

Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Οπότε, την πρώτη φορά που έκανα δικό μου σενάριο, που ξεκίνησα να κάνω δικές μου δουλειές, ήμουν 24ων. Και ξεκίνησα καθαρά σαν θεατής. Μου άρεσε πάρα πολύ να φτιάχνω κόσμους. Και να ζω μέσα σ’ αυτούς. Και στην τηλεόραση υπάρχει κάτι που συναισθηματικά, τουλάχιστον εμένα σαν Χριστόφορο, μου άρεσε, εξ ου και ποτέ δεν το έχω «φτύσει», το έχω αγαπήσει πάρα πολύ. Μου άρεσε η διάρκεια που σου δίνει ένα σενάριο και το γύρισμα κι αυτό που φτιάχνεις, που μεγαλώνει και γίνεται συνήθεια. Αυτό συναισθηματικά ήταν κάτι… μακριά από το σινεμά αλλά κάτι πολύ ωραίο. «Άλλο» αλλά ωραίο άλλο, όμως. Οπότε, εμένα από πιτσιρίκι μου άρεσε να γράφω ιστορίες για τον έρωτα, κάποιες φορές αυτές οι ιστορίες να είναι ακραίες, κάποιες άλλες όχι, κάποιες να προκαλούν, κάποιες να μην… Δεν ήταν αυτοσκοπός τίποτα. Ούτε το ακραίο, ούτε η πρόκληση, ούτε το να φτιαχτεί ένα «στιλ Παπακαλιάτη». Φτιάχτηκε, όμως, έγινε. Μην ξεχνάς, ήταν και μια εποχή, η δεκαετία του 2000, που οι άνθρωποι, κάθε Δευτέρα βράδυ, καθόντουσαν στην τηλεόραση για να δουν το serial. Το οποίο, κι αυτό κιόλας, το ραντεβού με τους θεατές, Δευτέρα βράδυ, που δεν υπήρχε το internet, δεν υπήρχε αυτό με το downloading, δεν υπήρχαν όλα αυτά που υπάρχουν σήμερα ως συνήθειες… Τότε, με τη σειρά, δίνανε ραντεβού. Κάθε βδομάδα. Περιμέναν να δουν τι θα γίνει την άλλη βδομάδα. Αυτό, λοιπόν, έφτιαξε ένα σχήμα το οποίο σήμερα, κοιτώντας πίσω, μπορώ να το εκτιμήσω… Για μένα, βέβαια, ό,τι και να λέμε, που δέχομαι οτιδήποτε πει ο οποιοσδήποτε για όλα αυτά, απλά, για μένα ήταν ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου. Ήταν τα νεανικά μου χρόνια. (χαμογελάει)

Papakaliatis1

Είχες πάντοτε αυτόν τον τριπλό ρόλο, του πρωταγωνιστή, του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη;

Όχι, όχι… Σαν ηθοποιός, από πιτσιρίκι, ξεκίνησα στα 16. Σαν σεναριογράφος… Έγραφα για μένα, ούτως ή άλλως, αλλά δεν τα έδινα πουθενά, serials έγραφα και τέτοια, ιστορίες… Όταν αποφάσισα να κάνω το πρώτο μου σενάριο ήμουν 24 και όταν αποφάσισα να σκηνοθετήσω, έχοντας δουλέψει όμως με πολλούς σκηνοθέτες κι έχοντας αρκετές ώρες γυρίσματος, ήμουν 28. Κάποια πρώτα επεισόδια δειλά-δειλά. Πάντα είχα και συνεργάτη σκηνοθέτη, δηλαδή σκηνοθετούσαμε δύο…

Βοηθό;

Όχι βοηθό. Έπαιρνα σκηνοθέτες. Κάναμε ντεκουπάζ κτλ. Ανθρώπους που ήταν μεγαλύτεροι από εμένα σε ηλικία και μάθαινα μαζί τους.

Και παρακολουθούσες και όλη τη διαδικασία του μοντάζ και…

Όλα! Όλο αυτό, ούτως ή άλλως. Έβλεπα ότι μου άρεσε πάρα πολύ, ήμουν πολύ ευτυχισμένος μέσα στο μοντάζ. Είναι ωραίο. Και με τη μουσική, επίσης. Έτσι, σιγά-σιγά άρχισε να φτιάχνεται όλο αυτό, δηλαδή στο «Κλείσε τα Μάτια» (2003), στη μέση, στον δεύτερο κύκλο, αποφάσισα να σκηνοθετήσω ένα επεισόδιο μόνος μου. Κι έτσι, σιγά-σιγά άρχισα να μαθαίνω και το κομμάτι της σκηνοθεσίας, έχοντας όμως και την πείρα, από τα 16 μέχρι τα 26, δέκα χρόνια σα να λέμε… Ήμουν πάντα πίσω από ένα monitor, πάντα σε μια σουίτα μοντάζ. Μεγάλωσα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν είναι ότι ξαφνικά ένα πρωί ξύπνησα και είπα «εγώ τώρα θα σκηνοθετήσω». Και στην αρχή ντρεπόμουνα κιόλας.

Τα σκεφτόσουν όλα αυτά σαν φιλοδοξία;

Ναι.

Δηλαδή, ήταν επιλογή, αρχικά, να γίνεις ηθοποιός, προφανώς…

Ναι, στο λύκειο.

Αλλά σαν ο ωραίος πιτσιρικάς, ο εμφανίσιμος…

Ακριβώς. Που «τα λέει», ας πούμε… Ναι, ναι… Αυτό υπήρχε. Δεν έλεγα ότι ήθελα να σκηνοθετήσω. Δεν έλεγα σε κανέναν «Εγώ θα γίνω σκηνοθέτης». Ούτε έλεγα σε κανέναν «Εγώ θα γίνω σεναριογράφος». Την πρώτη χρονιά, μάλιστα, ντρεπόμουν! Έλεγα μήπως δεν βάλουμε τ’ όνομά μου. (γέλια) Είχα πάει στο MEGA, θυμάμαι, κι είχαμε πει αν πάνε καλά τα δέκα πρώτα επεισόδια… Γιατί ήμουν πολύ μικρός. Ήμουν 24ων χρονών. Και ξαφνικά ένα πιτσιρίκι έρχεται και σου φέρνει ένα σενάριο και σου λέει «Γεια σας, έχω γράψει αυτό το serial, τα νεανικά που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην τηλεόραση εμένα δεν μου αρέσουν σαν θεατή». Πρέπει να σου πω ότι εγώ πάντα λειτουργούσα σαν θεατής πρώτα. Τους είπα αυτά τα πράγματα, λοιπόν, και το προχωρήσαμε δοκιμαστικά, τελείως. Αν πήγαιναν καλά τα πρώτα δέκα επεισόδια, θα παίρναμε το «πράσινο φως» για να συνεχίσουμε. Και πήγε πάρα πολύ καλά!

Ήσουν πιο πολύ τυχερός ή καταφερτζής;

(Παύση) Και τα δύο, πιστεύω. Ήμουν πολύ καταφερτζής, ήμουνα εμμονικός με αυτό που έκανα. Ήμουνα ερωτευμένος. Και είμαι. (χαμογελά) Πώς είναι ένας ερωτευμένος άνθρωπος που τρέχει πίσω από μια γυναίκα όλη την ώρα και την παρακαλάει και της χτυπάει τα κουδούνια… Έτσι ήμουνα εγώ μικρός και θέλω να πιστεύω ότι ακόμα είμαι, τώρα τουλάχιστον με το «Ένας Άλλος Κόσμος», δυόμιση χρόνια… νομίζω ότι δεν έχω δυσκολευτεί πιο πολύ στη ζωή μου. Για να λέμε την αλήθεια. Δεν έχω παλέψει πιο σκληρά.

Papakaliatis7

Σε ενοχλούσε τίποτε από όλα αυτό το «στερεοτυπικό» για τις σειρές «του Παπακαλιάτη»; Αυτό για τις μανάδες που πήδαγε ή το άλλο…

Αυτό έγινε μια φορά! Μια φορά.

Εγώ, που δεν τις ξέρω, έχω την εντύπωση πως σε όλες τις σειρές σου συνέβαινε αυτό το πράγμα, με τα τόσα που έχω ακούσει και διαβάσει! Είναι τέτοια η φήμη. Επίσης, ότι κατάκλεβες από οτιδήποτε, ταινίες…

Τα αμερικάνικα serials…

Ναι, μέχρι και για τα «Φιλαράκια» είχα ακούσει, για διαλόγους… Και μια τρίτη αναφορά, επίσης, σε σχέση με την επιλογή των τραγουδιών, του «soundtrack» γενικά, ότι πρόσεχες πολύ τι υπήρχε την εποχή εκείνη στη μουσική και, κατά κάποιον τρόπο, σε κατηγορούσαν ότι αυτή ήταν ακόμη μια «ευκολία», αυτό το «ας βάλω και κάτι από Radiohead, ας βάλω και κάτι πιο pop και καμία κλασική μουσική»… Όλα αυτά τα τρία, απ’ ότι έχω αντιληφθεί εγώ ως αναγνώστης σχολίων και σε συζητήσεις, ήταν τα στερεότυπα των σειρών του Παπακαλιάτη, χωρίς να είμαι καν θεατής ή γνώστης.

Κοίταξε. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει μεγαλώσει μέσα σε φήμες, ούτως ή άλλως. Πραγματικά. Δεν το λέω με καμία έπαρση αυτό. Από μικρός, κάθε φορά που έκανα κάτι το οποίο μου άρεσε, το έγραφα στο σπίτι μου ή στο πατρικό μου, γιατί ακόμα ζούσα με γονείς, ήμουν σπίτι (τους), που μετά το έφτιαχνα στο MEGA, αμέσως μετά άκουγα πάρα πολλά πράγματα γι’ αυτό. Χωρίς εγώ να έχω ξεκινήσει με στόχο ν’ ακούσω αυτά που άκουγα… Εμένα μου ήταν μια καθαρά προσωπική ανάγκη, ήμουν ευτυχισμένος, από μικρό παιδί, ευτυχισμένος μέσα σε τέτοιους κόσμους. Για Χ, Ψ λόγους, δεν έχει σημασία… Όταν, λοιπόν, άρχισε όλο αυτό το πράγμα να παίρνει άλλες διαστάσεις, που έτσι γίνεται μ’ αυτή τη δουλειά όμως, δεν ήμουν προετοιμασμένος απόλυτα εγώ, καθότι πολύ μικρός σε ηλικία. Σιγά-σιγά, όμως, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι κάθε τι κουβαλάει από πίσω και μια φήμη. Η μουσική, για παράδειγμα, ήταν κάτι που εγώ στη ζωή μου δεν μπορώ να λειτουργήσω χωρίς, δεν μπορώ να γράψω χωρίς μουσική, δεν μπορώ να σκηνοθετήσω χωρίς μουσική… Στους ηθοποιούς μου πάντα δίνω και ακούνε ένα CD με αυτές τις μουσικές «ατμόσφαιρες», για να ξέρουν πάνω-κάτω τι ακούω και εγώ, σαν σκηνοθέτης. Γιατί θέλω να τους κάνω να νιώσουν τεράστια ασφάλεια. Δηλαδή, εμείς, αν κάναμε μια δουλειά μαζί, θα σου έδινα πρώτα μια ολόκληρη «παλέτα» με οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτά που είναι στο μυαλό μου κι αυτά που αφορούν αυτό που έχω γράψει και μετά, πάνω σε αυτή την «παλέτα», εσύ θα έκανες αντίστοιχα «το δικό σου». Θα μου έλεγες «Εγώ έχω σκεφτεί όλα αυτά»… Αλλά θα ξέραμε ακριβώς, και εγώ και εσύ, την ώρα που θα πηγαίναμε στο γύρισμα, θα ήμασταν απόλυτα ενήμεροι, θα είχαμε κοινό στόχο. Για μένα, λοιπόν, η μουσική ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές. Θέλεις αυτό να ήτανε κλασική, θέλεις αυτό να ήτανε Radiohead, θέλεις να ήτανε mainstream, δεν έχει σημασία… Έπρεπε να αφηγηθώ κάτι με μουσική. Μόνο έτσι μπορούσα. Όσον αφορά το κομμάτι «αναφορές», σαφέστατα, ξέρεις ότι στα serials, στο εξωτερικό, υπάρχουν ομάδες δέκα και δώδεκα ανθρώπων που γράφουν μια σεζόν. Είκοσι επεισοδίων. Εγώ ήμουν ένας άνθρωπος… (γέλια) μόνος μου, με στυλό και χαρτί…

Papakaliatis11

Είχες ποτέ ανθρώπους γι’ αυτό, που μπορεί να σε συμβούλευαν…

Όχι, όχι, ποτέ…Δυστυχώς. Δεν είχα. Ήμουνα μόνος μου, έγραφα μόνος μου…

Πώς έμαθες τι είναι το σενάριο;

Μόνος μου. Σιγά-σιγά. Και πρέπει να σου πω ότι μετά, βέβαια, μεγαλώνοντας, άρχισα να πηγαίνω πάρα πολύ στο εξωτερικό και να παρακολουθώ γυρίσματα από ξένες σειρές, να βλέπω πώς λειτουργούν οι σεναριογράφοι, να βλέπω πώς λειτουργεί η παραγωγή, να βλέπω πώς στήνονται τα πράγματα, να βλέπω πώς φωτίζουν σ’ ένα γύρισμα, να βλέπω τη σκηνογραφία, να βλέπω την αισθητική, να βλέπω όλα αυτά… Πήγαινα στον δικό μου ελεύθερο χρόνο, ταξίδευα, έμπαινα σε μεγάλα studios και τους έλεγα… «Γεια σας»! Τους έστελνα ένα βιογραφικό, τους έλεγα πως πήγαινα για να παρακολουθήσω και να μάθω κάποια πράγματα. Αυτό το έκανα πάντα. Χωρίς να το λέω πουθενά ότι το έκανα. Το έκανα για μένα. Ήμουν πολύ ευτυχής με το να μαθαίνω έτσι, σα να κάνω μικρά σεμινάρια… Λέμε για «αναφορές». Φυσικά και πάντα υπήρχανε. Αλλά μιλάμε για έναν άνθρωπο, ο οποίος μέσα σε έναν χειμώνα έπρεπε να γράψει… επί είκοσι έξι επεισόδια, επί εκατόν πενήντα σκηνές το επεισόδιο, ωριαία επεισόδια τα οποία ήταν σα μικρές ταινίες, σα να λέμε κινηματογραφικό γύρισμα, μονοκάμερο τότε… Με ηθοποιούς πολλούς, πολλές παράλληλες ιστορίες, χιλιάδες σκηνές… Ε, μοιραία, κάποιες από αυτές τις χιλιάδες σκηνές θα ήταν επηρεασμένες και θα είχαν αναφορές, αλλά χωρίς να το κρύψω ποτέ εγώ αυτό. Εμένα μου άρεσε αυτό. (χαμογελά) Δεν το έβρισκα κακό. Ήταν αυτά που με αφορούσαν τότε, σε εκείνη την ηλικία, έτσι; Παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Σ’ εκείνη την ηλικία και σ’ εκείνη την εποχή.

Πόσες ήταν οι σειρές αυτές;

Πέντε. Πέντε serials έχω κάνει. Το κάθε ένα από αυτά παιζόταν μία ή δύο σεζόν, αλλά εγώ το δούλευα τρεις σεζόν.

Το σινεμά ήταν αποτέλεσμα σκέψης μέσα από ωρίμανση ή έλεγες…

Ναι.

Ξέρεις, το σινεμά είναι κάτι που μένει αιώνια. Και πιστεύω πως είναι ένα «σαράκι» που έχουν πολλοί ηθοποιοί στην Ελλάδα, ότι κάποια στιγμή θέλουν να κατακτήσουν και τον κινηματογράφο.

Θεωρώ ότι κινηματογράφος, τηλεόραση και θέατρο είναι τρεις τελείως διαφορετικοί κόσμοι. Και οι τρεις έχουν τη μοναδικότητά τους, τη γοητεία τους, και οι τρεις έχουν κάτι μαγικό, αν θέλεις. Δεν μπορείς να πεις «Μ’ αρέσει πιο πολύ» αυτό ή εκείνο… Μπορείς να πεις «Μου αρέσει πιο πολύ ή νιώθω πιο βολικά να εκφράζομαι» με αυτόν τον τρόπο ή μ’ εκείνον τον τρόπο. Δεν έχει σημασία. Και τα τρία τα εκτιμώ απεριόριστα εγώ. Έχω δοκιμάσει, έχω κάνει και τα τρία και τα έχω κάνει αρκετά καλά… Αρκετά πολύ, μάλλον, και τα τρία, όχι καλά, πολύ… (Γελάω) Ναι. Αλλά… θεωρώ ότι δεν συγκρίνονται.

Ο κινηματογράφος, όμως, είναι εκείνος που θα σε κάνει να κατακτήσεις τη μνήμη. Μια μορφή αιωνιότητας.

Ναι. Και το θέατρο, πιστεύω.

Εάν στο θέατρο δεν υπάρχει κάποιο βιντεοσκοπημένο υλικό ως ένα είδος «proof», δεν θα κρατηθείς στη μνήμη.

Όχι. Εγώ πιστεύω…

Μιλάμε στην Ελλάδα για παλιές, κλασικές μορφές του θεάτρου που η σημερινή ή οι επόμενες γενιές θα τις γνωρίσουν μονάχα ως… εγκυκλοπαιδικά ονόματα.

Είναι πολύ νωρίς ακόμα να μιλάμε έτσι για το σινεμά, πιστεύω. Γιατί ο χρόνος ζωής που έχει σε σχέση με το θέατρο είναι πολύ μικρότερος. Σαν Τέχνη μιλάω, έτσι;

Ναι, αλλά ρώτα σε μερικές δεκαετίες έναν άνθρωπο για την Παξινού, ας πούμε. Θα σου πει ότι είχε παίξει σ’ εκείνον τον μικρό ρόλο στο «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα» του ’43, ίσως ότι είχε πάρει και Όσκαρ. Γιατί είναι σινεμά!

Θεωρώ ότι το σινεμά έχει τα χαρακτηριστικά τού μύθου. Κατ’ αρχήν λόγω του μεγέθους.

Και αυτό, πού το πας;

Αμέσως, από τη «φύση» του, δηλαδή, η οποία έρχεται και βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Είναι το μεγάλο. Σε αντίθεση με την τηλεόραση. Το θέμα, λοιπόν, για να σου απαντήσω και στην ερώτηση, περί του πώς έγινε το βήμα προς τον κινηματογράφο, όχι, δεν έγινε με σκέψη, αλήθεια δεν έγινε με σκέψη. Έγινε καθαρά σαν ανάγκη. Όταν τελείωνα ένα serial που έκανα στο MEGA, τους «4» (2010), ήξερα πως δεν μπορούσα πια να γράφω με τη συνέπεια που απαιτεί η τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι πάρα πολύ δύσκολο γήπεδο. Αν θέλεις να κάνεις καλά τηλεόραση, έτσι; Πρέπει να γράφεις κρατώντας την ποιότητα…

Standards, φυσικά…

Ναι, ξέρεις ότι θα σε δούνε κάποια εκατομμύρια κάθε εβδομάδα, είναι κι αυτό. Στην τηλεόραση, κάθε Δευτέρα, μας βλέπανε και 2.500.000 άνθρωποι… Το 40% και το 50% (της τηλεθέασης) ήτανε μέχρι και 3.000.000 άνθρωποι την εβδομάδα! Οπότε, έπρεπε να γράφεις με απίστευτη συνέπεια. Τελειώνοντας αυτό το serial, εγώ δεν μπορούσα πια να γράφω… Το αγαπούσα, το λάτρευα, αλλά δεν… δεν… ένιωθα σαν… Πώς είναι όταν μεγαλώνεις κι ένα κοστούμι αρχίζει και δεν σου κάνει; Ή ένα παπούτσι που σου είναι πια μικρό… Είσαι άβολα. Ήξερα, λοιπόν, ότι ήθελα να το κάνω, αλλά φοβόμουνα πάρα πολύ να το κάνω το βήμα στον κινηματογράφο. Μόλις τέλειωσα με τη σειρά, έκανα το «Amadeus» στο θέατρο για ενάμιση χρόνο και σ’ αυτό το διάστημα άρχισα σιγά-σιγά να προετοιμάζω το σενάριο που ήθελα να κάνω, που ήταν το «Αν…». Είχα βγάλει πέντε διαφορετικά σενάρια, γιατί ήξερα ότι θα κάνω σινεμά, και είπα «έχω πέντε διαφορετικές ταινίες, ποια θα γράψω;». Έφτιαξα σκαλέτες για πέντε ταινίες! Και διάλεξα την πιο δύσκολη, τότε, για μένα, γιατί αυτά ήταν τα θέματα τα οποία με απασχολούσαν εκείνη την εποχή. Έτσι έγινε το «Αν…».

An...

Γιατί θέλησες να το συνδέσεις με το «Η Δε Γυνή να Φοβήται τον Άνδρα» (1965);

Γιατί πάντα θέλω να έχω αναφορές στο παλιό την ώρα που φτιάχνω κάτι καινούργιο. Γιατί θεωρώ πως δεν υπάρχει τίποτε καινούργιο αν δεν υπάρχει αναφορά σου στο παλιό. Πάντα. Πάντα το κάνω αυτό στη ζωή μου. Μπορεί να είναι λάθος. Δεν ξέρω, είναι τελείως συναισθηματικό…

Ήταν μια απλή, σύγχρονη ερωτική ιστορία, η οποία όμως αποκτούσε ένα άλλου τύπου κύρος με βάση την παράδοση του ελληνικού σινεμά. Με μια τόσο πολύ διάσημη ταινία στο είδος…

Ακριβώς. Και επίσης μου φάνηκε πάρα πολύ γλυκό, όταν έγραψα το πρώτο draft, είχα διάφορους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας να μιλάνε για σχέσεις και για έρωτα. Δεν καταλάβαινα, όμως, για ποιον λόγο να υπάρχουν αυτοί οι αφηγητές. Χρειαζόμουν αφηγητές, γιατί ήθελα να εξελίξω πιο γρήγορα την ιστορία, επειδή ακριβώς υπήρχε αυτό το στοιχείο, από τον έναν κόσμο στον άλλον, του «μόνος» και του «μαζί», ήθελα να έχω γέφυρες. Δεν ήξερα, λοιπόν, με τι τρόπο να δημιουργήσω αυτές τις γέφυρες. Ένας τρόπος ήταν οι αφηγητές. Όταν, λοιπόν, έγραψα πολλούς αφηγητές, άρχισα να βλέπω πως… δεν υπήρχε κανένας λόγος να έχω τόσο πολλούς αφηγητές! Και σκεφτόμουν τι ωραίο που θα ήταν, να κρατήσω το κομμάτι της τρίτης ηλικίας που μιλά για τον έρωτα, αλλά και να το δέσω με τους πρωταγωνιστές, εξ ου και γίνανε ο παππούς και η γιαγιά της ηρωίδας, που δίνουν τη σκυτάλη στη νέα γενιά.

Πώς «πήγες» στο «Η Δε Γυνή…»;

Ήταν η αγαπημένη μου ταινία. Και παραμένει…

Από τις ελληνικές κωμωδίες;

Ναι, που πάντα όταν την έβλεπα, ενώ γελούσα από ‘δω από ‘κει, στο τέλος έκλαιγα πάρα πολύ. Την έβρισκα εξαιρετικά συγκινητική. Μου άρεσε πάρα πολύ ο Τζαβέλλας. Πάρα πολύ, όμως.

Το σκυλί με το όνομα… Μοναξιά, το υπερασπίζεσαι ακόμα και σήμερα;

Πω πω πω πω… (Γέλια.) Ναι. Να σου πω γιατί. Γιατί ήθελα «ποιητικά» να βρω έναν τρόπο αυτός ο άνθρωπος στο «μόνος του», όταν θα πέθαινε η μοναξιά του, θα ερχόταν η ώρα…

Μα, δεν το έβλεπες ότι ήταν λίγο αστείο;

Ναι, το δέχομαι. Όλα αυτά τα δέχομαι. Δεν βγήκε, μπορεί να μην βγήκε… Την ώρα που πέθαινε το σκυλί, όμως, θα του ερχόταν κάτι άλλο. Ήθελα, και καλά, να κάνω αυτό. Σε κάποια σημεία το πέτυχα, σε κάποια δεν το πέτυχα… Μην ξεχνάς, ήταν η πρώτη φορά που κινηματογραφικά προσπάθησα να αφηγηθώ κάτι. Παίζει τεράστιο ρόλο.

Εκεί, σε αυτά τα σημεία και σε τέτοιες επιλογές, υπάρχει κάποιος άνθρωπος που είναι κοντά σου και εμπιστεύεσαι ή τον ρωτάς…

Όχι. Όχι. Υπάρχει η βασική μου συνεργάτιδα που είναι η Στέλλα Φιλιπποπούλου στο μοντάζ, που με ξέρει από 16 χρονών, την αγαπάω πάρα πολύ και είναι πολύ δικός μου άνθρωπος. Και κάποιοι πολύ δικοί μου άνθρωποι, αλλά έξω από τον χώρο.

Δίνεις σε ανθρώπους να διαβάζουν κάτι, δηλαδή; Από πριν; Και τους ρωτάς;

Ναι, αμέσως! Εδώ πέρα, στο σπίτι, μαζεύω κόσμο… Στο «Ένας Άλλος Κόσμος» έκανα κάτι τελείως διαφορετικό. Ακριβώς είχα περισσότερο χρόνο και πολύ περισσότερο άγχος, γιατί ήταν πολλά τα θέματα και δεν ήξερα αν τα έχω ισορροπήσει σωστά, έκανα πολλά δοκιμαστικά screenings.

Αφού είχαν ολοκληρωθεί τα γυρίσματα; Ή είχες ακόμη ευκαιρίες να διορθώσεις κάτι με συμπληρωματικά;

Στο πρώτο cut. Όταν είχαν τελειώσει όλα, το πρώτο cut ήταν 140 λεπτά σε διάρκεια, χωρίς τίτλους. Τώρα η ταινία είναι 107 λεπτά χωρίς τους τίτλους. Έκοψα μισή ώρα υλικό. Έκανα τόσο πολλά screenings, σε ξένο τελείως κόσμο, σε διαφορετικά είδη ανθρώπων, σε ανθρώπους από το συνεργείο…

Να σου σφίξω το χέρι!

Γιατί;

Γιατί όλοι οι άλλοι καλούν τους φίλους τους να δουν τις ταινίες τους! (Γελάω)

Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι! Οι φίλοι στο σπίτι, να δει κάποιος; Εγώ ποτέ! Τους φίλους μου ποτέ δεν τους έβαζα… Το «Ένας Άλλος Κόσμος», επειδή υπήρχαν και τα screenings στο εξωτερικό…

Papakaliatis10

Κάνατε προβολές και στο εξωτερικό (!); Δεν το ήξερα.

Βέβαια, δοκιμαστικά. Στο πρώτο cut. Γιατί έπρεπε να κάνουμε τα τεχνικά… Στο Λος Άντζελες, λόγω Τζ. Κ. (Σίμονς). Οπότε κάλεσα κόσμο κι εκεί, είδανε την ταινία… Και πάντα έκανα το εξής. Όταν τελείωνε το screening, έκανα κι ένα Q & A, με λίγους ανθρώπους στο εξωτερικό, μην φανταστείς…

Τους δίνατε και τις τυπικές καρτέλες για να κάνουν σημειώσεις ή απλά τους ρώταγες πράγματα…

Όχι, όχι, δεν έφτασα μέχρι εκεί! Στην επόμενη θα το κάνω. (Γέλια) Και μου το λέγανε. Κι εγώ απαντούσα, «Πού να φτιάξω μόνος μου καρτέλες τώρα»! Εδώ πέρα καλούσα ανθρώπους από το συνεργείο, τις οικογένειές τους, διαφορετικά είδη θεατών, διαφορετικές γενιές, ανθρώπους που να μη με ξέρουν προσωπικά. Ουσιαστικά για να ακούω τι μου λένε. Και παράλληλα και από το εξωτερικό. Εγώ ακούω. Πάντα λαμβάνω υπόψη μου τι λένε οι άνθρωποι, μέχρι ενός βαθμού, έτσι; Ειδικά όταν φτιάχνω μια ταινία η οποία ξέρω ότι θα ανοίξει σε εκατόν σαράντα αίθουσες. Στην Ελλάδα. Πολύ σημαντικό αυτό.

Εγώ αυτό το λέω μαζικό. Και πρέπει να υπάρχει, να υφίσταται και όλα…

Βέβαια. Αρκεί να έχει μια ποιότητα και να μην προσβάλλει τον θεατή. Είναι βασικός κανόνας για μένα. Εδώ είναι η μεγάλη παρεξήγηση. Ότι κάτι το οποίο είναι μαζικό, στην Ελλάδα, που το θεωρώ λάθος, πιστεύουν ότι πρέπει να μην είναι και καλό! Δεν υπάρχει αυτό. Δεν ισχύει. Είναι κι αυτό μια φήμη…

Όταν βγήκε το «Αν…» στους κινηματογράφους, όλη αυτή η αντιμετώπιση που υπήρχε γενικά, και από τα media και από την κριτική… Λειτούργησε η ταινία εισπρακτικά, αλλά εσύ έσερνες το βάρος της τηλεόρασης.

Λογικό. Αναμενόμενο. Το βρίσκω… ανθρώπινο. Άδικο, για μένα, αλλά το βρίσκω πολύ λογικό. Δεν μου έκανε εντύπωση.

Αυτό το άδικο, σε έκανε να θέλεις ν’ αλλάξεις κάτι; Να «διορθωθείς», να το δεις λίγο πιο… «καλλιτεχνικά»; Να προσπαθήσεις να πολεμήσεις, τι;

Όχι, όχι, όχι… Μ’ έκανε να έχω μόνο απορία. Τελείως παιδική απορία, βέβαια. «Καλά, όλον τον καιρό, όταν έκανα τηλεόραση, μου λέγαν ότι πρέπει να κάνω σινεμά. Κι ότι τα γυρίσματά μου στην τηλεόραση είναι σαν σινεμά. Μόλις έκανα σινεμά, ξαφνικά μου ‘πανε πως είναι σαν τηλεόραση! Πού έχω κάνει πάλι λάθος;»… (Γέλια) Εγώ προσπαθούσα να τους απαντήσω, γιατί πάντα επηρεάζομαι. Και είμαι και ενοχικός σαν άνθρωπος. Λέω, «Αμάν, τι έχω κάνει λάθος;». Εκεί, όταν άρχισα να κάνω τόσο αντιφατικές ερωτήσεις στον ίδιο μου τον εαυτό, είπα… «Ώπα! Άστο». Αυτό δεν απαντιέται. Είναι κάτι που… στον χρόνο θα κριθεί.

Όταν είχε βγει το «Αν…», το είχα αξιολογήσει (στην «ψυχρή» γλώσσα των «αστεριών») με 2 ½ στα 5.

Μια χαρά.

Είχα θεωρήσει ότι είναι μια πρώτη ταινία, είχα πει ότι σπάνια είχαμε δει στο ελληνικό σινεμά τέτοια πρώτη ταινία, επαγγελματική, σωστή δουλειά. Έκρινα ότι υπάρχουν κάποιες αφέλειες, κάποια προβλήματα…

Πολλά!

Papakaliatis13

Δεν ήξερα αν θα συνεχίσεις να κάνεις σινεμά και πότε. Κάποια στιγμή άρχισα να παίρνω τις πρώτες πληροφορίες για το «Ένας Άλλος Κόσμος», έβλεπα το υλικό από τα γυρίσματα που κυκλοφορούσε από το YouTube, παρακολουθούσα τις καθυστερήσεις της στο schedule εξόδου… Εδώ μπορώ να σου πω ότι τα videos και από την προετοιμασία του «Αν…» αλλά και από τούτο το φιλμ, εγώ σε ελληνικό επίπεδο δεν τα έχω ξαναδεί σαν δουλειά. Και αυτό σήμαινε κάτι. Καταλάβαινα, λοιπόν, ότι υπάρχει σοβαρότητα από πίσω. Εγώ δεν διαχωρίζω το «καλλιτεχνικό» από το «εμπορικό». Εντάξει, υπάρχει ένα σύνορο από το ένα στο άλλο, διαφορετικά τα χειρίζεσαι, αλλά και τα δύο πρέπει να υπάρχουν, με τις αξίες τους. Λοιπόν, προσωπικά σοκαρίστηκα με την καινούργια σου ταινία. Ακόμη και ως μαθημένος στο να μαντεύω, να ανιχνεύω, να προβλέπω ανατροπές της πλοκής στο σινεμά, από τα τόσα που έχω δει, ξαφνιάστηκα με αυτό που συμβαίνει στην ιστορία εδώ. Για την ακρίβεια, με είχαν τραβήξει τόσο πολύ και τόσο όμορφα οι τρεις ιστορίες που αφηγείσαι χωριστά, που παγιδεύτηκα κι εγώ μέσα στην προσπάθειά μου να παρατηρώ τους πάντες και τα πάντα τόσο… εξονυχιστικά. Με παρέσυρε ως έργο και αυτή για μένα ήταν η βασική του επιτυχία.

Λοιπόν, το πρώτο «test drive» που είχα κάνει ήταν το καλοκαίρι του 2013, σε μια παρέα. Εκεί άρχισα να βλέπω αντιδράσεις, καθώς έγραφα εγώ το σενάριο, χωρίς να λέω ακριβώς τι γράφω, βέβαια. Τους είπα, λοιπόν, ότι είναι μια ιστορία που είναι… τρεις ταινίες. Τρεις ερωτικές ιστορίες; Ναι, ΟΚ, εντάξει… Προφορικά, τους περιέγραφα την πλοκή σα να είναι ένα παραμύθι. Και γίνεται αυτό και γίνεται εκείνο και μετά σταματάμε εκεί που ανακαλύπτουμε ότι αυτός είναι ο πατέρας της κόρης και ξεκινάει μια άλλη κατάσταση, όπου βλέπουμε έναν άλλο κόσμο και έρχεται το κομμάτι με την Ελίζ που φτάνει στην Ελλάδα. Και την ώρα που αυτή φτάνει στο σημείο που πρέπει να απολύσει τον ήρωα αυτής της ιστορίας αλλά να μην μπορεί, ξεκινάει και η τρίτη ιστορία όπου γίνονται τα εξής… Και την ώρα που τελειώνει κι αυτή η ιστορία, γίνεται αυτό… Κι έβλεπα όλους να κάνουν «Ααααααααααααα…»! Αυτό. Σε ξένους τα έκανα αυτά τα «test drive», όχι σε Έλληνες!

Μια «σινεφιλική» παρατήρηση. Δεν αισθάνθηκες καθόλου ότι μπορεί να σου γυρίσει boomerang η χρήση των πλάνων από το «Metropolis» του Φριτς Λανγκ στο παράλληλο μοντάζ με τις απολύσεις στο γραφείο; Ότι θα βγουν κάποιοι και θα πουν «Α, τον αλήτη, κοίτα τι βάζει τώρα μέσα, ποιος νομίζει ότι είναι!»;

Όχι, όχι, όχι. Καθόλου. Το «Metropolis» είναι μια public domain (ελεύθερη δικαιωμάτων) ταινία. Έψαχνα να βρω μεγάλες ταινίες αναφοράς σε ολόκληρο τον κόσμο, χρησιμοποιήθηκε και για οικονομικούς λόγους…

Papakaliatis 2015 - 6

Είναι, όμως, υπερ-φιλόδοξο αυτό που γίνεται στη συγκεκριμένη σκηνή, όλη αυτή η αναφορά στην εργασία… Το «Metropolis» δεν είναι μια κάποια τυχαία ταινία, είναι γιγαντιαίων διαστάσεων περίπτωση για την ιστορία του σινεμά. Για ανθρώπους που ξέρουν από σινεμά, φαίνεται πολύ θρασύ αυτό που έχεις κάνει, πώς αλλιώς να σου το πω;

Δεν το σκέφτηκα έτσι. Συμφωνώ. Και είναι συγκλονιστικό ότι είναι του 1927! Ήταν εντυπωσιακό, το ότι υπάρχει μια ταινία που μιλάει για αυτό το θέμα, ασπρόμαυρη, του τότε, και που σήμερα είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Αυτό ακριβώς ήθελα. Εγώ δεν ήξερα ότι πρόκειται για μια ταινία που δεν ξεπεράστηκε ποτέ, αν μου την έδειχνες πριν από μερικά χρόνια θα σου έλεγα… «Ε; Τι; Εντάξει…»! Σήμερα, ξαφνικά, ανακάλυψα μέσα από αυτή την ταινία… Τι να σου πω; Ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο! Και ήθελα και αυτό το πάντρεμα, όπως και με το «Η δε Γυνή…» και το «Αν…», μου αρέσει πάντα να παντρεύω τις εποχές. Και τα συναισθήματα των ανθρώπων και τις καταστάσεις. Οτιδήποτε έχει να κάνει με το ανθρωποκεντρικό. Οτιδήποτε έχει να κάνει με σχέσεις.

Οι εθνικότητες των τριών ξένων στην ταινία γιατί ήταν αυτές ακριβώς;

Κατ’ αρχήν, ήθελα να είναι από τρεις διαφορετικές ηπείρους, ήθελα να έχω, ας πούμε, Ασία, Ευρώπη και Αμερική. Όταν ξεκίνησα να γράφω το σενάριο, ο ένας θα ήταν Σύριος, γιατί την εποχή εκείνη είχε ξεκινήσει ο εμφύλιος κι ερχόντουσαν στην Ελλάδα μόνο οι χριστιανοί Σύριοι. Τότε είχε βομβαρδιστεί και το Πανεπιστήμιο στο οποίο υποτίθεται ότι σπούδαζε ο ήρωας σχέδιο, στην Καλών Τεχνών… Όταν το έγραφα αυτό, το 2013, δεν είχαμε το σημερινό, μαζικό πρόβλημα. Εγώ έγραψα για τους χριστιανούς που φεύγουν και έρχονται εδώ με στόχο να πάνε στον Καναδά. Μίλησα με Σύριους, με κάποιους που είχαν ζήσει στην Ελλάδα, επίσης… Ανακάλυψα πως είχαν πάρα πολλά κοινά με τους Έλληνες. Έχουν και Επιτάφιο, έχουν ένα σωρό κοινά ως χριστιανοί… Έκανα, λοιπόν, έρευνα, άρχισα να παρακολουθώ παράλληλα τι γίνεται στον τόπο τους και έφτιαξα τον χαρακτήρα. Μέχρι να το γυρίσω, είχαν αλλάξει τα πράγματα πιο πολύ! Κι από την ώρα που το μόνταρα, ακόμα πιο πολύ! Και τώρα που παίχτηκε η ταινία, ακόμα πιο πολύ! Αυτό δεν μπορείς να το υπολογίσεις…

Εκεί φαίνεται και το πόσο κωλόφαρδος είσαι! Δεν ξέρω τι έχεις από πάνω σου, ειλικρινά, δηλαδή…

Δεν το περίμενα ούτε εγώ. Φούσκωνε, φούσκωνε, φούσκωνε… Ήθελα, λοιπόν, αυτό το κομμάτι του Σύριου με την Ελληνίδα. Στην αρχή ήθελα να μην μιλάει καθόλου αγγλικά, να μην μπορούν να συνεννοηθούν. Μετά, για τη δεύτερη ιστορία ήξερα ότι πρέπει να είναι από Αγγλία ή από Βόρεια Ευρώπη, γιατί έπρεπε να είναι η «Τρόικα», και η τρίτη ιστορία έπρεπε να είναι με Γερμανό. Ήταν γραμμένη για Γερμανό ηθοποιό, μάλιστα. Και θα έπρεπε να μεταφράσω τα λόγια του στα γερμανικά. Όταν το έγραψα όλο, ξαφνικά, άρχισα να βλέπω ότι θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο για τον θεατή, με τους υπότιτλους, με όλα αυτά, να έχω τόσες διαφορετικές γλώσσες, θα ήταν κουραστικό. Οπότε, πάω ξανά μανά και το γράφω από την αρχή, κάθε σκηνή, και θα βρω τον τρόπο, η μόνη κοινή γλώσσα να είναι τα αγγλικά. Για να έχω δύο, αγγλικά και ελληνικά. Τίποτε άλλο. Σπαστά αγγλικά, από ‘δω κι από ‘κει. Είχα στο μυαλό μου την Καβογιάννη, είχα στο μυαλό μου τον Χατζησάββα, κι είχα και μένα.

Είσαι κάτι σαν… αναγκαίο κακό! Είσαι, στο κάτω-κάτω, ο star.

Και ήθελα να παίξω και έναν «άλλο» ρόλο, του παντρεμένου, με το παιδί, εκείνου που δεν είναι τόσο λαμπερός, που είναι σε τέλμα. Τα ήθελα αυτά. Όταν τα έκανα όλα στα αγγλικά, λοιπόν, περίμενα να βρω και έναν Γερμανό ηθοποιό. Κι όταν πήγα στην Αμερική για να γράψω σχεδόν όλη την ταινία στα αγγλικά, να βρω έναν άνθρωπο να κάτσουμε να τη μεταφράσουμε μαζί, σωστά, ώστε να διαβάσουν ξένοι ηθοποιοί το σενάριο στα αγγλικά, άρχισα να γνωρίζω κόσμο και να στέλνω σε ατζέντηδες το σενάριο. Κι έτσι έσκασε ο Τζ. Κ. Σίμονς! Έτσι ήρθε στην ταινία, δηλαδή.

Papakaliatis12

Το είχε γυρίσει το «Χωρίς Μέτρο» τότε;

Τότε το γύριζε.

Άλλη μια κωλοφαρδία, βέβαια. (Γέλια) Εγώ αυτό το είχα βάλει καλύτερη ταινία της περσινής σεζόν. Σου κάθισε τόσο ωραία και αυτό… Δεν είναι κομπλιμέντο ή γλείψιμο τώρα αυτό, γιατί την χάρηκα την ταινία, κι αν ήταν κακή ή κάτι αρνητικό, δεν έχω λόγο να σου το κρύψω… Εδώ έγραψα στην κριτική του φιλμ ότι δεν είσαι και ο καλύτερος ηθοποιός που έχει υπάρξει! Θεωρώ ότι πρέπει να λέγονται τίμια κάποια πράγματα. Μπορεί να είναι υποκειμενικά, αλλά δεν παύει το γεγονός ότι εσύ μπορεί να βελτιωθείς, να μου αλλάξεις τη γνώμη σε κάτι, να μου την κάνεις καλύτερη ή χειρότερη στο μέλλον και τα λοιπά. Απλά, μου έκανε τρομακτική εντύπωση το ότι αυτή τη φορά φάνηκε ότι μπορείς να σκηνοθετήσεις και ηθοποιούς. Το οποίο δεν το έχουν όλοι απαραίτητα. Δεν καταλαβαίνουν τι θα πει ηθοποιός σε ταινία, δεν καταλαβαίνουν ένα δέσιμο που πρέπει να υπάρχει, μια ενιαία γραμμή κατεύθυνσης. Σε πολλές ταινίες έχουμε δει ηθοποιούς που εμφανίζονται λες και βρίσκονται σε μπουλούκι! Ο καθένας να παίζει αυτό που «ξέρει» από μόνος του. Και να είναι και λάθος ή και «αφημένος»…

Κοίταξε να δεις… Θα σου πω κάτι τώρα, το οποίο όμως δεν είναι υπέρ μου, αλλά, αντικειμενικά, εγώ δεν θα μπορούσα να μην ξέρω πάρα πολύ καλά από ηθοποιούς, δεδομένου ότι εδώ και 25 χρόνια είμαι ηθοποιός, οπότε ξέρω πάρα πολύ καλά τον ηθοποιό. Το σενάριο και ο ηθοποιός είναι τα δύο βασικά μου χαρακτηριστικά στοιχεία. Και στις σειρές μου, αν δεις, είχα πάρα πολύ καλούς ηθοποιούς.

Δεν είναι κανόνας, όμως, οι ηθοποιοί να σκηνοθετούν και καλές ταινίες.

Αλλά ένας άνθρωπος που έχει υπάρξει ηθοποιός, έχει υπάρξει πρωταγωνιστής, μπορεί να καταλάβει πάρα πολύ καλά τον ψυχισμό του ηθοποιού, την ανασφάλεια του ηθοποιού. Του ταλαντούχου ηθοποιού. Για μένα, το πιο σημαντικό απ’ όλα, γιατί εγώ κινούμαι πάντα βάσει ταλέντου και χημείας. Αμέσως εγώ, μόλις δω να υπάρχει χημεία, στο ενάμιση λεπτό, όπως όταν ήρθαν εδώ μέσα και κάτσανε μαζί η Μαρία και ο Τζ. Κ., ήξερα μέσα μου ότι αυτοί οι δύο το πάνε εκεί πάνω! Το ήξερα. Από εμπειρία, όμως. Ξέρω τι είναι αυτό που θέλω την ώρα που το κάνω και κάνω τον άλλον να νιώθει ασφάλεια. Είναι πάρα πολύ σημαντικό πράγμα. Είναι κάτι που, αν θέλεις κι εγώ, ως μικρός, δεν το είχα σαν ηθοποιός. Δεν ερχόταν ποτέ κανείς να μου πει «αγόρι μου, αυτό θέλω, από εδώ μέχρι εδώ, εδώ θα κινηθείς». Επειδή εγώ αυτό δεν το είχα ποτέ στη ζωή μου, τα έφτιαχνα μόνος μου αυτά τα «μονοπάτια». Ένιωθα τεράστια ανασφάλεια και τα πήγαινα μόνος μου. Σαν ανάγκη. Εδώ πέρα, επειδή πιστεύω ότι ξέρω τι είναι αυτό που θέλω, μπορώ και καλύπτω τους άλλους ανθρώπους. Τους ταλαντούχους ανθρώπους. Όχι τους ατάλαντους.

Papakaliatis18

Όταν τελείωσες με το «Ένας Άλλος Κόσμος», είχες κάποια ανησυχία σε σχέση με το κοινό, ότι μπορεί να αναρωτηθεί για τα θέματα που θίγει. Μιλάει για ρατσισμό, μιλάει για φυλές, μιλάει για ξένους, μιλάει για πρόσφυγες. Μιλάει για θέματα που μπορεί να μην θέλει κάποιος να του τα θυμίζεις και στο σινεμά, στη διασκέδασή του. Πάει ένας άνθρωπος να δει «Παπακαλιάτη» και θα δει αυτά! Φοβήθηκες ότι αυτό μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά εμπορικά;

Δεν έτρεμα. Αλλά φοβήθηκα. Δεν έτρεμα. Αλλά ανησύχησα. Μέχρι που άρχισα να το βλέπω κι εγώ στην αίθουσα μαζί με τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κι άρχισα να βλέπω ότι το συναίσθημα και ο έρωτας είναι το κυρίαρχο, σαν όχημα, και ότι ουσιαστικά όλο αυτό το βίαιο της πραγματικότητας στέκεται εμπόδιο. Είναι κάτι που το ήθελα αυτό. Τις «δόσεις» δεν ήξερα αν είχα πετύχει. Όταν είδα ότι, ναι, τις έχω πετύχει κι αυτές, στα τελευταία cut, όχι από την αρχή, στην αρχή δεν είχα βρει ακριβώς τις ισορροπίες, έκανα πάρα πολλές versions, έκανα οκτώ διαφορετικά cut αυτής της ταινίας… Μέχρι να καταφέρω και να πω «ναι», στα 107 λεπτά, ότι υπάρχει το συναίσθημα που θέλω, φυσικά και είχα τέτοια ανησυχία. Γιατί ήταν πάρα πολύ λεπτές οι ισορροπίες. Σε αυτή τη mini περιοδεία που έγινε για το «Ένας Άλλος Κόσμος», όμως, και πήγα από πόλη σε πόλη, ακολούθησε μετά ένα Q & A. Που δεν είναι εκπαιδευμένοι σε αυτό οι Έλληνες θεατές. Οπότε ερχόταν η πρώτη αμήχανη ερώτηση, η δεύτερη… Σε πληροφορώ, άρχισα να ανακαλύπτω ότι το κομμάτι του συναισθήματος, που θεωρώ ότι ήταν μεγάλη νίκη για μένα, είναι αυτό που αφορά πιο πολύ και αυτό που μένει στο τέλος. Και όχι το πολιτικό.

Εγώ, πάντως, την ταινία δεν την είδα «πολιτικά»…

Μα, δεν είναι πολιτική ταινία! Είναι κοινωνική. Δεν ήταν στόχος να μπω σε μια τέτοια διαδικασία, ποτέ. Εγώ είχα σκοπό να κάνω μια ιστορία αγάπης. Και εμπόδιο σε αυτή την ιστορία αγάπης να είναι μια πολύ σκληρή πραγματικότητα. That’s it.

Είναι ένα στοίχημα με τον εαυτό σου, κάθε φορά να τον ξεπερνάς, όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και εμπορικά ή ποιοτικά, σαν ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος; Όλο αυτό το πράγμα σε βαραίνει προσωπικά, σαν άνθρωπο;

Μου τρώει πάρα πολύ χρόνο από τη ζωή μου. (Σιωπή.) Πάρα πολύ. Όλον τον χρόνο. Ή μάλλον… δεν μου αφήνει χρόνο για άλλα πράγματα. Και μεγαλώνοντας θέλω και για άλλα πράγματα χρόνο στη ζωή μου.

Papakaliatis9

Έχοντας κατακτήσει κάτι που εγώ το αποκαλώ «μια μοναδική θέση στο ελληνικό star system», σήμερα… Δηλαδή, στον τομέα τον δικό σου, αν αφαιρέσεις το όνομα Παπακαλιάτης, δεν υπάρχει star system! Μπορώ να πω ότι υπάρχουν κάποιοι καλοί ηθοποιοί, κάποιοι δημοφιλείς ηθοποιοί, κάποιοι γνωστοί ή ονομαστοί, αλλά αν βγάλεις τον εαυτό σου μέσα από όλο αυτό το σύστημα, δεν υπάρχουν stars. Μοιάζεις σα να είσαι μόνος σου. Τι σου έχει στερήσει αυτό το πράγμα, όμως; Ξέρουμε ποια είναι τα καλά, πάνω-κάτω, τα φανταζόμαστε όλοι, είναι αυτονόητα. Αλλά τι έχεις στερηθεί γι’ αυτά;

Δεν νομίζω ότι αυτό είναι που μου έχει στερήσει κάτι… Δεν μου έχει στερήσει αυτό που λες «star system», η δημοσιότητα, το όνομα και ό,τι αυτό συνοδεύει τέλος πάντων. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δε νομίζω ότι έχουν τη δύναμη να σου στερήσουν κάτι. Άλλο πράγμα είναι που μου στερεί. Κι αυτό είναι… το να φτιάξεις μια ταινία στην Ελλάδα… (βαριανασαίνει) Που έχω πει χιλιάδες φορές ότι θεωρώ ότι είναι μια χώρα η οποία παρέχει πολύ έμπνευση, αλλά δεν παρέχει καθόλου παραγωγικότητα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο, όχι μόνο για μένα, για οποιονδήποτε… Εγώ είμαι και πάρα πολύ τυχερός, γιατί λόγω του βιογραφικού, κυρίως, και λόγω του χαρακτήρα, κάποιες πόρτες ανοίξανε πιο εύκολα για το «Ένας Άλλος Κόσμος». Πολύ σημαντικό αυτό. Μπορεί να πήγα, να χτύπησα ατελείωτες πόρτες γι’ αυτή την ταινία, για να μαζέψω σιγά-σιγά τα χρήματα. Αλλά ανοίξανε οι πόρτες. Οπότε θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό. Όχι ότι δεν έχω δουλέψει για ν’ ανοίξουν αυτές οι πόρτες!

Φυσικά, ανοίγουν γιατί ξέρουν ότι… θα τα φέρεις πίσω. Η λογική ή το παρελθόν μας λέει ότι θα τα φέρεις πίσω…

Οπότε, αυτό που στερεί πράγματα είναι το να μπεις στη διαδικασία και να φτιάξεις μια ταινία. Σου τρώει όλο σου τον χρόνο. Αν θες να την κάνεις καλά! Αν θες να διεκπεραιώσεις, να ξεπετάξεις και να εφησυχαστείς, ξέρεις, στις όποιες δάφνες ή στην όποια ευκολία… Όσο μπορώ να αποστασιοποιηθώ και να το δω, αυτό πιστεύω ότι είναι. Δηλαδή, εγώ μπορώ να έχω στο μυαλό μου πάρα πολλές ιδέες αυτή τη στιγμή, σαν άνθρωπος. Την ώρα που κάνω ντους, την ώρα που θα πλύνω ένα πιάτο, την ώρα που θα οδηγάω… Μου έρχονται συνέχεια ιδέες. Τις οποίες εγώ συνέχεια τις γράφω, αν δεις, παντού υπάρχουν στυλό και χαρτάκια εδώ μέσα. Γράφω. Και συνήθως, για να ξεκουράσω το μυαλό μου, όταν δουλεύω πάρα πολύ με κάτι, ειδικά στα τελευταία στάδια, για να το ξεκουράσω το μυαλό μου… σκέφτομαι άλλα σενάρια! Να φτιάξω αυτό, να φτιάξω εκείνο… Και φτιάχνω μια σκαλέτα, να κάνω τέτοια. Το μυαλό μου τσαλαβουτάει σε σκέψεις. Μετά από αυτή την ιδέα, όμως, σκέφτομαι… «Και πώς θα το ξανακάνω; Και θα ξαναπεράσω πάλι όλο αυτό; Θα ξαναείμαι πάλι έτσι, 24 ώρες το 24ωρο, να προσπαθώ να τους μαζέψω όλους, να προσπαθώ να τους πείσω, να προσπαθώ να ταξιδέψω…». Εκεί, επειδή δεν έχουμε βιομηχανία, δεν έχουμε σύστημα, δεν έχουμε ομάδες έτοιμες, οι οποίες να μπορούνε… Τι να σου πω; Ακόμα και στο seating της πρεμιέρας! Το πού θα κάτσει ποιος στην πρεμιέρα. Είχα μια φανταστική ομάδα και δουλέψαμε ακόμη και γι’ αυτό 24 ώρες, προκειμένου να γίνει όπως εγώ πιστεύω ότι πρέπει να γίνει! Αλλιώς, πρέπει να κατεβάσω τα standards και να πω ότι «Ναι, θα είναι τα πράγματα πιο… ότι να ‘ναι, αλλά θα ‘χω και το χρόνο μου, για την οικογένειά μου, για τις σχέσεις μου, για μένα»… Αυτά σου τα λέω με πολλή λογική. Την ώρα που κάνω κάτι, είμαι τόσο καψούρης μ’ αυτό που δεν υπολογίζω τίποτα.

Papakaliatis19

Μεγαλώνεις, ωριμάζεις, αλλά γερνάς ταυτόχρονα. Το πρόσωπό σου γερνάει, μοιραία.

Ολονών μας, θες δε θες. (Γέλια)

Σου δημιουργεί κάποιες ανασφάλειες η ηλικία ως «όριο» εμπορικότητας και ίσως, σιγά-σιγά, αισθάνεσαι ότι αμύνεσαι απέναντι σε αυτό γυρνώντας το προς τη σκηνοθεσία;

Όοοοοοοοοοχι! Εγώ, κατ’ αρχήν άρχισα να σκηνοθετώ στα 28, όταν ήμουν στα «Κλειστά Μάτια»…

Πλέον, όμως, ωριμάζεις τόσο καλά στο σινεμά, που φαίνεται ότι θα μπορούσες να έχεις μια καλύτερη και πιο σεβαστή καριέρα ως σκηνοθέτης. Πόσω μάλλον αν και η επόμενη ταινία σου είναι ακόμη καλύτερη, ξανά… Ο ηθοποιός, ούτως ή άλλως, χάνει και τη «λάμψη» του, εκ φύσεως.

Δεν πιστεύω ότι τη χάνει τη λάμψη. Εγώ πιστεύω ότι ένας ωραίος ηθοποιός, ας πούμε, αν μεγαλώνει ωραία, τη λάμψη του δεν τη χάνει, γίνεται «αλλιώς», γίνεται κάτι άλλο, μετουσιώνεται… Δεν μπορεί πάντα να είναι ένα νέο αγόρι, ο ωραίος γκόμενος…

Κι εσύ ήσουν πάντα το «ωραίο αγόρι», όμως.

Που μεγάλωσα κι έγινα ο άντρας, ας πούμε… Δηλαδή, και στην ταινία αυτή, επίτηδες, σε πάρα πολλά σημεία ήμουν με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια κτλ. Προσαρμόζω πάντα… Εντάξει, δεν έχω μεγαλώσει τόσο πολύ ακόμα. Δεν ξέρω στο μέλλον να σου πω. Σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου, μέχρι τώρα, προσαρμόζω πάντα την πραγματικότητα την οποία βιώνω σε σχέση με τον ρόλο. Δεν θα πήγαινα να παίξω σήμερα το 25χρονο τεκνό…

Σωστά. Αν κάποια στιγμή, όμως, αισθανθείς ότι ο ηθοποιός «δεν τραβάει» άλλο, το βλέπεις και λίγο σαν «σανίδα σωτηρίας» αυτό με το σινεμά και τη σκηνοθεσία, ειδικά;

Όχι. Εγώ μόλις δω ότι δεν αισθάνομαι βολικά σαν ψυχοσύνθεση κάπου, αμέσως έχω φύγει. Πολύ βατά και πολύ κανονικά. Είναι λίγο σα να έχεις πάει σε ένα τραπέζι και να μην περνάς καλά. Ε, δεν θα βρεις έναν τρόπο, πολύ ευγενικά, για να φύγεις; Χωρίς να δημιουργήσεις μπάχαλο. Πολύ απλά, θα πεις «Συγγνώμη, παιδιά, πρέπει να φύγω γιατί μου προέκυψε ένα ραντεβού»… και θα φύγεις. Εγώ στα πάντα στη ζωή μου είμαι έτσι. Μόλις ανακαλύψω ότι δεν με καλύπτει ή δεν με κάνει τόσο ευτυχισμένο το κομμάτι μπροστά από την κάμερα… ήδη, στο «Ένας Άλλος Κόσμος» το έχω μετριάσει μέχρι εκεί που μ’ αρέσει. Αν ανακαλύψω ότι δεν μ’ αρέσει κι άλλο, ότι δεν θέλω, πολύ απλά, θα βρω με άλλο τρόπο να εκφράζομαι. Έχω ήδη βρει τους τρόπους. Το κομμάτι του σεναρίου, ας πούμε, που είναι κάτι καθαρά προσωπικό, δική μου ανάγκη, ούτως ή άλλως… Εκεί είμαι απόλυτα ευτυχισμένος εγώ. Στο κομμάτι του γραψίματος. Στο κομμάτι της σκηνοθεσίας, πάρα πολλές φορές, όταν έπρεπε να στηθώ και μπροστά από την κάμερα, έπιανα τον εαυτό μου να λέει «Πω πω, Παναγία μου, δεν μπορώ, δεν μπορώ, να τελειώνουμε, θέλω να πάω να κάτσω από πίσω»! Έχω πιάσει τον εαυτό μου να το λέει αυτό. Κι ύστερα κάθομαι στο monitor και λέω «Έτσι, τέλεια, πάμε τώρα να φτιάξουμε το παραμύθι».

Γίνεσαι λίγο θεατής.

Βέβαια. Αλλά, όμως, πιστεύω ότι έχει και πάρα πολλά γοητευτικά στοιχεία το κομμάτι τού μπροστά από την κάμερα. Μιλάς σ’ έναν άνθρωπο που είναι μπροστά από την κάμερα από τη δευτέρα τάξη του λυκείου! Έχω μεγαλώσει μπροστά από κάμερες. Είναι δεύτερη φύση το κομμάτι αυτό.

Στο σινεμά έχεις ήρωες; Σαν δημιουργούς, δηλαδή. Βλέποντας σινεμά σαν θεατής, σκεφτόσουν ποιοι σκηνοθέτες σου αρέσουν, ποιες ταινίες; Δεν το λέω σαν αναφορές ή «κλεψιές»…

Είχα ταινίες που μου άρεσαν πάρα πολύ, που αμέσως μου έρχονται σαν αναφορές στη ζωή μου. Ας πούμε το «Κράμερ Εναντίον Κράμερ» (1979) είναι μια ταινία που από μικρός θυμάμαι ότι πάντα με συγκινούσε. Με συγκινούσε οτιδήποτε είχε να κάνει με σχέση. Το «Τέλος μιας Σχέσης» (1999). Σαν σκηνοθέτης ο Νιλ Τζόρνταν. Εγώ τα πάω πάρα πολύ κακά με τα ονόματα. Δυστυχώς. Δεν θυμάμαι τα ονόματα. Αλλά όλων των ειδών τις ταινίες… Ας πούμε ο «Ε.Τ.» (1982). Τελείως χαζά σου λέω… (χαμογελάει)

Δεν είναι καθόλου χαζό το «Ε.Τ.»…

Όταν ήμουν τεσσάρων ετών, θυμάμαι ότι ήμουν στην αίθουσα με τον παππού μου, που με είχε πάει σινεμά. Πήγαινα πάρα πολύ συχνά σινεμά μικρός… Και θυμάμαι… όχι ότι είχα μαγευτεί, θυμάμαι τα πάντα, λες και ήμουν τουλάχιστον δεκαπέντε χρονών. Κι ήμουν τεσσάρων! Έχω αναφορές σε ταινίες τις οποίες μπορεί να έχω δει και δύο και δέκα και πενήντα φορές. Αλλά κρατούσα πάντα το συναίσθημα που σου αφήνουν αυτές οι ταινίες. Γι’ αυτό κι εγώ ήθελα πάντοτε να συγκινώ και να δημιουργώ συναισθήματα. Εξ ου και ο έρωτας, πάντα.

Papakaliatis 2015 - 7

Ο χώρος αυτός, του σινεμά, δεν σε αγαπάει. Είναι γνωστό και προφανές. Δεν νομίζω ότι σε αγαπάει ακριβώς…

Όχι, γιατί; Έχω πολλούς ανθρώπους που με αγαπάνε…

Σίγουρα κάποιους από τους συναδέλφους σου τους ηθοποιούς, άνθρωποι που έχουν δουλέψει μαζί σου…

Που έχω μεγαλώσει μαζί τους.

Και λοιπά και λοιπά… Ο χώρος φαίνεται, όμως, και από σχόλια που μπορεί να διαβάσεις παντού, ότι δεν σε αγαπάει, δεν σε βλέπει σαν «δικό του» άνθρωπο. Καλά, ο κόσμος του σινεμά ειδικά δεν σε θεωρεί καθόλου «δικό του»! (Γέλια.) Αν βρεθείς στις επερχόμενες υποψηφιότητες της Ακαδημίας Κινηματογράφου, που σίγουρα πρέπει και σε αρκετές κατηγορίες, μάλιστα, θα δεις ότι θα έρθεις αντιμέτωπος με κόσμο που μέσα σε αυτόν το χώρο έχει παρέες, έχει κλίκες… Εγώ για σένα, χωρίς να σε ξέρω, έχω την αίσθηση ότι είσαι κάπως μόνος σου σε όλο αυτό.

Ισχύει.

Οι άλλοι απέναντί σου θα έχουν… παρέες, φίλους, γνωριμίες, συμφέροντα, αλληλοπροστασίες. Στον χώρο των σκηνοθετών έχω δει μια κάποια ευγενή άμιλλα τα τελευταία χρόνια, μεταξύ κάποιων καινούργιων ανθρώπων. Αλλά θα βρεθείς αντιμέτωπος μπροστά σε μια κάστα που είναι συνάδελφοί σου, μεν, αλλά δεν είναι φίλοι σου πραγματικά και δεν αγαπάνε αυτό που κάνεις γιατί είναι… «εμπορικό». Θα το χτυπήσουν ως τέτοιο. Το «άλλοθί» τους είναι το εμπορικό, ότι εσύ δεν κάνεις κάτι καλλιτεχνικό γιατί είναι μόνο εμπορικό, άρα… δεν είναι καλλιτεχνικό! Και εκεί θα δεις, σίγουρα σου το λέω, ότι σε κάποιες κατηγορίες μπορεί να παραγνωριστείς, να μην σε «παίξουν» ή να φύγεις με άδεια χέρια. Δεν περιμένω να επιτεθείς τώρα απέναντι σε όλους αυτούς ή να μου απαντήσεις έτσι…

Μα, πάντα ήταν έτσι. Στην καριέρα μου. Πάντα ήμουνα μόνος μου. Πάντα ήμουν έξω από κάστες. Πάντα ήμουν έξω από επιτροπές, παρέες… Δεν θεωρώ ότι, πολύ ειλικρινά σου το λέω αυτό, με καθόλου σεμνότητα, δεν θεωρώ ότι η Τέχνη περιέχει επί της ουσίας τέτοια πράγματα. Αυτά είναι πράγματα που φτιάχνουμε στις κοινωνίες εμείς, οι άνθρωποι. Και σε όλα τα είδη, όχι μόνο στην Τέχνη. Φτιάχνονται κάστες γιατί έτσι επιβιώνουν οι άνθρωποι. Το έχω δεχτεί αυτό εγώ. Δεν θα αποτελέσει ουδέποτε τροχοπέδη. Μπορεί στιγμιαία να θυμώσω, να απογοητευτώ, να στενοχωρηθώ. Ποτέ όμως, μέχρι τώρα που μιλάμε, ποτέ δεν αποτέλεσε… Πώς να σου το πω; Δεν στάθηκε εμπόδιο. Δεν αποτέλεσε κάτι παραπάνω από λίγη ώρα σκέψης, τα νεύρα, η απογοήτευση, αυτό το «ρε, γαμώτο!» που λες μερικές φορές. Αυτό… για ένα δευτερόλεπτο είναι! Μετά, θα σκεφτώ να πάω να πιώ καφέ με τους φίλους μου, θα σκεφτώ τι θα γράψω, θα σκεφτώ πού θα πάω ταξίδι, θα σκεφτώ, πάλι, τι θα γράψω… (Γέλια.) Με έναν τρόπο, από μικρό παιδί, εγώ πάντα ήμουν «στον κόσμο» μου. Πάντα ήμουν. Και πιστεύω ότι θα παραμείνω «στον κόσμο μου». Είναι λίγο όπως στο σχολείο, που ήμουν ένας πάρα πολύ κακός μαθητής και μου λέγανε πάντα «Πώς είναι δυνατόν, βρε παιδάκι μου, πρέπει οπωσδήποτε, και τι θα κάνεις στη ζωή σου…». Οι γονείς αυτό κάνουν πάντα, λογικό. Εμένα μπορεί να με στενοχωρούσε το ότι «έμενα» κάθε χρόνο, αλλά επί της ουσίας ενώ έμενα μετεξεταστέος, εγώ το καλοκαίρι, αυτό που έκανα, ήταν το να παίρνω τους κινηματογράφους σβάρνα, μόνος μου, και κάθε μέρα πήγαινα και έβλεπα κάτι σύμφωνα με τη γειτονιά, ανεξάρτητα από το τι έπαιζε. Και θέατρο και κινηματογράφο. Όλο το καλοκαίρι. Αυτό άμα το κάνει ένα παιδί 13ων, 14ων και 15 χρονών, που άμα είχα εγώ ένα δικό μου παιδί αυτή τη στιγμή θα ήταν 15 χρονών, θα το έβλεπα και θα έλεγα «Εντάξει, το παιδί αυτό είναι ευτυχισμένο μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, ζει στον κόσμο του»… Λοιπόν, από ένα σημείο και μετά, όλα αυτά με αφήνουν ανέγγιχτο. Και αν δεν με άφηναν ανέγγιχτο, δεν θα έφτανα στο σημείο, σήμερα, να μιλάμε εδώ. Αυτό σου το λέω πολύ ειλικρινά και χωρίς καμία έπαρση. Δε με νοιάζει. Δεν αφορούν τόσο πολύ όλα αυτά. Εμένα αυτό που με αφορά επί της ουσίας είναι να είμαι καλά και να μπορώ να γράψω μια ιστορία. Αυτό θέλω.

Ποιες είναι οι ταινίες που σε έχουν κάνει να… πλαντάξεις στο κλάμα;

Μια ταινία με την οποία είχα πλαντάξει στο κλάμα, πέρα από το «Κράμερ Εναντίον Κράμερ», ήταν το «Billy Elliot» (2000). Έχω να το δω χρόνια, βέβαια. Αλλά όταν το είχα δει, η σκηνή του πατέρα που τρέχει στον γιο του, να του πει ότι τον δέχτηκε η σχολή, θυμάμαι ότι είχα πλαντάξει στο κλάμα. Οτιδήποτε έχει να κάνει με σχέση, με έρωτα, με αγάπη, με οικογένεια, μέχρι τώρα στη ζωή μου, πάντα με συγκινούσε πάρα πολύ.

Papakaliatis6

Όταν τελειώνανε οι προβολές τού «Ένας Άλλος Κόσμος» στις οποίες βρέθηκες κι εσύ, ανά την Ελλάδα, κι έβλεπες τον κόσμο που έκλαιγε…

Πω πω, ντρεπόμουν! Ήθελα να τους ρωτήσω «Περάσατε καλά;» και… (Γέλια.)

Σε πλησίασαν κάποιοι άνθρωποι που ήθελαν να σε αγκαλιάσουν γι’ αυτό; Για το συναίσθημα της ταινίας; Κάπως πιο ανθρώπινα, γι’ αυτό που… τους έκανες;

Όχι «κάποιοι». Πολλοί! Κι αυτό είναι κάτι το οποίο δεν υπήρχε στο «Αν…». Αυτό είναι το διαφορετικό εδώ που βιώνω. Δεν περίμενα ότι θα βγαίνουν και θα θέλουν να σε πάρουν αγκαλιά και να σου πουν «Σ’ ευχαριστούμε γι’ αυτό που έκανες». Για το οποίο εγώ νιώθω πάρα πολύ άβολα, όταν γίνεται αυτό… Μέσα μου «φουσκώνω» και μου αρέσει, αλλά εκείνη την ώρα θέλω ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Δεν ξέρω γιατί. Δεν το έχω βιώσει ξανά. Στην επαρχία, τώρα, αυτό που βίωσα ήταν μοναδικό. Ήταν πάρα πολύ ωραίο. Εγώ, έχοντας «εκπαιδευτεί» από την κριτική και την αυστηρότητα αυτής, είναι φορές που μου λένε κάτι καλό και λέω… «Μήπως με κοροϊδεύουν τώρα, τι γίνεται;»! Και πάλι θα σου το έλεγα, αν δεν βίωνα αυτές τις μέρες, στην κάθε πόλη που πήγα, και τους εκατοντάδες ανθρώπους που έβγαιναν από την αίθουσα και τους έβλεπες ότι ήταν πολύ φορτισμένοι συναισθηματικά. Τώρα τι να πω;

Έψαχνα να βρω έναν τρόπο για να κάνουμε φινάλε, να κλείσει αυτή η κουβέντα, αλλά είμαι κάπως… σε μια κατάσταση σύγχυσης. Μπερδεμένος από όλα αυτά τα πράγματα που μπορεί να έχουν ακουστεί για σένα εκεί έξω, από το γεγονός ότι και εγώ μπορεί να σου έχω φερθεί «άσχημα» στην προσωπική μου ζωή, σχολιάζοντας ή ανακυκλώνοντας φήμες, πράγματα για σένα που παραβιάζουν τον ιδιωτικό σου βίο, το ποιος πρέπει να είσαι σαν άνθρωπος, την ελευθερία του τι θέλεις να είσαι σαν άνθρωπος… Εγώ σπάνια μιλάω με ηθοποιούς, πολύ σπάνια. Προτιμώ πάντα τους σκηνοθέτες. Επειδή πείστηκα ότι μπορείς να κάνεις κάτι τόσο καλό στη σκηνοθεσία με το «Ένας Άλλος Κόσμος», με ενδιέφερε να μιλήσουμε. Έβαλα τον εαυτό μου να σκέφτεται τι έχεις περάσει ή πώς μπορεί να αισθάνεται ένας άνθρωπος που έχει ακούσει τόση κριτική ή τόσο πολλές φήμες όλα αυτά τα χρόνια. Και αναρωτήθηκα, πώς γίνεται να έχεις ακόμα τα λογικά σου, ύστερα από όλα αυτά; Και να βγάζεις ένα τέτοιο αποτέλεσμα δουλειάς;

Δεν έχει να κάνει το αποτέλεσμα της δουλειάς τόσο πολύ. Εμένα πάντα η δουλειά και η ζωή μου ήταν… ίδιες. Συνυφασμένες. Το ένα προέκταση του άλλου. Δεν ήταν χωριστά. Δεν είχα ποτέ το «σπίτι – γραφείο, γραφείο – σπίτι». Να έχω την επαγγελματική μου ζωή και την προσωπική μου ζωή. Ποτέ. Το οποίο δεν είναι και καλό αυτό, έχω να σου πω. Δεν τα διαχώριζα. That’s it. Αυτό ήταν. Μέχρι τώρα στη ζωή μου… Επειδή, ακριβώς, από τα 16, δηλαδή εικοσιπέντε χρόνια πια, από μια πλευρά πιστεύω ότι υπάρχουν φορές που έμαθα να ζω μ’ αυτό, άλλες φορές καθόλου δεν μου άρεσε, πολύ με πλήγωνε, ποτέ δεν ήταν φρένο, πιστεύω… Και μ’ έναν τρόπο, δυστυχώς, θα σου ξαναπαντήσω αυτό που σου απάντησα και πριν: ήμουν πάντα «στον κόσμο μου», ίσως γιατί μόνο έτσι μπορούσα να σωθώ.

Η ταινία «Ένας Άλλος Κόσμος» συνεχίζει την προβολή της στους ελληνικούς κινηματογράφους σε διανομή της εταιρείας Village.


MORE INTERVIEWS

Ο Κρίστιαν Φρίντελ για τη «Ζώνη Ενδιαφέροντος».

Ο Κρίστιαν Φρίντελ, πρωταγωνιστής της «Ζώνης Ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ, δεν παρουσιάζει τον ήρωά του σαν ένα κτήνος του ναζισμού στην περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Απλά, υποδύεται έναν Γερμανό αξιωματικό που τυγχάνει να μεγαλώνει την οικογένειά του, όμορφα και ειρηνικά, δίπλα από το στρατόπεδο του Άουσβιτς! Ας δούμε τι είχε να μου πει για την εμπειρία της προετοιμασίας και των γυρισμάτων της καλύτερης ταινίας του 2023.

Τζον Κάμερον Μίτσελ: The cum revolution.

Στις Κάννες του 2006, ένα φιλμ τόλμησε να προκαλέσει όσο κανένα άλλο στο παρελθόν, προτείνοντας την ευφορία του πανηδονισμού σαν λύση απέναντι στην ολοταχώς οπισθοδρομική Αμερική του Μπους. Είχα την τύχη να ζήσω το «Shortbus» ακριβώς όταν… έσκασε εκεί, όσο και την τεράστια απόλαυση του να μιλήσω με τον Τζον Κάμερον Μίτσελ για μια ταινία που θεωρώ instant classic, όσο κι αν φόβισε (και θα φοβίζει πάντα) το κοινό!

Ο Βασίλης Κατσούπης για το «Inside».

Το «Inside» αποτελεί το ντεμπούτο του Βασίλη Κατσούπη στη μυθοπλασία μεγάλου μήκους. Αλλά δεν είναι μία κοινή «ελληνική» ταινία. Ομιλεί την αγγλική, πρωταγωνιστεί ο Γουίλεμ Νταφόου και διανέμεται παγκοσμίως από το studio της Universal! Πως έγιναν όλα αυτά; Βρεθήκαμε στην Αθήνα για να μου «ξηγηθεί», κανονικά και συνολικά.

Τζόρνταν Πιλ: Hell yeah!

Η απόλυτα απρόσμενη επιτυχία του «Τρέξε!» πρόσφερε στον Τζόρνταν Πιλ την ελευθερία να τολμήσει ακόμη περισσότερο και να ξεφύγει από τα όρια του mainstream σινεμά, παραμένοντας εντός του πλαισίου των μεγάλων χολιγουντιανών παραγωγών! Το «Ούτε Καν» είναι η πιο… ακραία (μέχρι σήμερα) περίπτωση της σπουδαίας και ανανεωτικής για τα είδη του σινεμά τρόμου και φαντασίας πορείας του. Ο Ηλίας Φραγκούλης μίλησε μαζί του, σε αποκλειστικότητα για την Ελλάδα και το FREE CINEMA.

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΧΕΡΤ: ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ ΦΟΒΟΥ.

Συναντηθήκαμε το καλοκαίρι του 2004 στη Νέα Υόρκη, με αφορμή την έξοδο του «Σκοτεινού Χωριού» του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν. Ήταν ενθουσιασμένος με την εμπειρία της συνεργασίας τους. Θαυμάσιος ηθοποιός, ίσως ακόμα πιο ωραίος άνθρωπος στην καθημερινότητά του. Ο θάνατός του, σε ηλικία 71 ετών, από φυσικά αίτια, ξάφνιασε τους πάντες χθες το βράδυ και με έκανε να θυμηθώ αυτή τη συνέντευξη από τότε…