CAPTAIN AMERICA: ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (2016)
(CAPTAIN AMERICA: CIVIL WAR)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντονι και Τζο Ρούσο
- ΚΑΣΤ: Κρις Έβανς, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Σεμπάστιαν Σταν, Άντονι Μάκι, Ελίζαμπεθ Όλσεν, Πολ Μπέτανι, Τσάντγουικ Μπόουζμαν, Έμιλι ΒανΚαμπ, Τζέρεμι Ρένερ, Ντον Τσιντλ, Πολ Ραντ, Τομ Χόλαντ, Ντάνιελ Μπρουλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 147'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Μετά τις τραγικές, παράπλευρες απώλειες άλλης μιας αποστολής σωτηρίας των Εκδικητών, οι ανά τον κόσμο κυβερνήσεις αποφασίζουν να ενεργοποιήσουν μέσω των Ηνωμένων Εθνών το Anti-Hero Registration Act, ώστε να ελέγχουν τους υπερήρωες. Κίνηση που υποστηρίζει ο Iron Man, αλλά καταρρίπτει ο Captain America. Ο εμφύλιος δεν αργεί να ξεσπάσει…
Όπως έλεγα και πέρυσι, αυτή δεν είναι μια τέλεια ταινία. Δεν στερείται ατελειών. Και σου δίνει δικαιώματα, αν έχεις τέτοια φαγούρα, να παραπονεθείς. Για την επαναλαμβανόμενη αδυναμία της Marvel, που αργά ή γρήγορα κάνει όλα τα άλλα σωστά, και στη μεγάλη και στη μικρή («Agents of S.H.I.E.L.D.», «Agent Carter», «Daredevil», «Jessica Jones») οθόνη, να αναδείξει τους… δορυφόρους Black Widow της Τζοχάνσον και Hawkeye του Ρένερ σε οντότητες πιο ουσιαστικές, πιο πλήρεις. Ένα βήμα τούς πήγε αμφότερους μπροστά πέρυσι ο Γουίντον στους δεύτερους «Εκδικητές», δίνοντάς τους καταλυτικό ρόλο στην αφήγηση και την εξέλιξη της δράσης, δύο βήματα τους πάνε πάλι πίσω οι αδελφοί Ρούσο (στη σκηνοθεσία) και οι Κρίστοφερ Μάρκους και Στίβεν ΜακΦίλι (στο σενάριο). Κι αν η αμφιθυμία τής μεν να επιλέξει στρατόπεδο βγάζει τουλάχιστον νόημα και δεν προδίδει τη χαρακτηριστικά μειλίχια, ψύχραιμη φύση της, η… μπαμ και κάτω απόφαση του δε να βγει από τη σύνταξη και να εγκαταλείψει (ακόμα και προσωρινά) την οικογένειά του, για να μπλέξει στον εμφύλιο, δύσκολα εξηγείται, είτε από τη λογική είτε από το συναίσθημα.
Να γκρινιάξεις. Για όσους έπεσαν βιαστικά να φάνε τον Πίτερ Τζάκσον για τη χρήση του Fast Frame 3D στην τριλογία του «Χόμπιτ» και απέτρεψαν τη συστηματική χρήση του, αφήνοντας τα μάτια μας εκτεθειμένα στην ενοχλητική, κουραστική «μουτζούρα» που μένει πίσω από κάθε (υπερ)ηρωική κίνηση, ειδικά στις σώμα με σώμα μονομαχίες. «Μουτζούρα» που δηλώνει παρούσα ακόμα και σε εξαιρετικά προσεγμένες 3D μετατροπές, σαν αυτές της Marvel. Και να τσαντιστείς. Για την παντελή πια έλλειψη παρθενογένεσης στις – υποχρεωτικά, ανταγωνιστικά – εντυπωσιακές σκηνές, που προκάλεσε μοιραία η εκκωφαντική ομοβροντία κομικόθεν ηρώων και ιστοριών στην pop κουλτούρα. Αν είσαι απ’ αυτούς που είχαν την εμπειρία του επονομαζόμενου «Leviathan», 13ου επεισοδίου του τηλεοπτικού «Legends of Tomorrow» της DC (η οποία προς το παρόν κάνει θαύματα μόνο στη μικρή οθόνη), θα καταλάβεις ακριβώς τι εννοώ, καθώς στη μάχη στο αεροδρόμιο αυτού του «Εμφυλίου Πολέμου» θα σου είναι αδύνατο να αποφύγεις τις συγκρίσεις μεταξύ Ant-Man και Atom…
Ναι. Αυτή δεν είναι μια τέλεια ταινία. Είναι όμως μια έντιμη, ευσυνείδητη, ψυχαγωγική, γενναία, ώριμη ταινία. Έντιμη, γιατί ούτε αρνείται, ούτε προδίδει το είδος στο οποίο ανήκει. Και καταφέρνει να κυλήσει θεαματική, γάργαρη και διασκεδαστική από τα μάτια στο θυμικό, παρά τα 146 λεπτά τής διάρκειάς της και τα σοβαρά, αιχμηρά θέματα με τα οποία καταπιάνεται. Ευσυνείδητη, καθώς αντίθετα με ανάλογης θεματικής υπερθεάματα που έχουν προηγηθεί (βλέπε «Batman V Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης»), φέρνει, προφανέστερα από ποτέ, τους ήρωές της αντιμέτωπους με την ευθύνη των παράπλευρων απωλειών των μεσσιανικών πράξεών τους. (Είσαι ελεύθερος να κάνεις συνειρμούς με τους πραγματικούς… «σωτήριους» βομβαρδισμούς της Δύσης στη Συρία.) Εδώ, Captain America, Iron Man και ΣΙΑ καλούνται να λογοδοτήσουν όχι μόνο για τα κατά λάθος θύματα στην αρχική σκηνή αυτού του φιλμ, αλλά κι εκείνα στη Σακόβια και στη Νέα Υόρκη των δύο πρώτων «Εκδικητών». Ενώ ως «κακός» της υπόθεσης δεν προκύπτει κάποιος πανίσχυρος εξωγήινος ή ένα μεγαλομανές robot. Είναι ένας κοινός θνητός, που έχει χάσει τα πάντα, και πορεύεται μετέωρος πάνω στη λεπτή, κοφτερή, οδυνηρή και αιμάτινη γραμμή που χωρίζει τη δικαιοσύνη από την εκδίκηση.
Ψυχαγωγική, επειδή ενώ διαπραγματεύεται τι είναι αυτό που διαφοροποιεί έναν ήρωα από έναν εκδικητή / vigilante, έναν Μεσσία από έναν θύτη, αφενός δεν χάνει στιγμή το εύστοχο χιούμορ της (ο Σκοτ Λανγκ / Ant-Man σφίγγει υστερικά το χέρι τού Στιβ Ρότζερς / Cap, σαν ξεμωραμένος fan), ακόμα και στις πιο τραγικές στιγμές της («Δε με νοιάζει, σκότωσε τη μαμά μου!»). Και αφετέρου, προλαβαίνει να μας συστήσει με αδρές πινελιές δύο (ένα ολόφρεσκο και ένα θαυμάσια… επαναπροσδιορισμένο) νέα παιδιά στην πιάτσα: ο… όνομα και πράγμα Black Panther του Μπόουζμαν και ο Spider-Man του απίθανου πιτσιρικά Χόλαντ («The Impossible») θα σε κάνουν να γουργουρίσεις από ικανοποίηση. Γενναία, αφού αρνείται πεισματικά να πάρει θέση για το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, να ξεχωρίσει τους καλούς από τους κακούς, να σκαρφιστεί (εύκολες) λύσεις, συμφιλιώσεις, συμβιβασμούς ή να καταλήξει σε συμπεράσματα. Αντίθετα, επιμένει να αντιλαμβάνεται τους ήρωές της ως αμετάκλητα γκρίζα, ατελή όντα από την πρώτη στιγμή, όταν αναπάντεχα είναι ο clean-cut Cap που επαναστατεί και ο κακομαθημένος Iron Man που συμβιβάζεται. Να ακούει και να κατανοεί τα επιχειρήματα αμφότερων. Να αφουγκράζεται αλογόκριτα τα επώδυνα διλήμματα κάθε πλευράς: όταν στη μεταξύ τους μάχη ένας τους πέφτει κυριολεκτικά, ως έκπτωτος άγγελος, είναι και ο «φίλος» και ο «εχθρός» που σπεύδουν ενστικτωδώς προς βοήθειά του. Και να επιλέγει ως κλιμάκωση της δράσης, όχι ένα CGI υπερθέαμα, αλλά τον απερίγραπτα οικείων κινήτρων και συναισθημάτων τσακωμό τριών φίλων.
Ώριμη, γιατί αποτελεί ακόμη ένα γόνιμο και ουχί κουρασμένο βήμα εξέλιξης του πολύπλευρου, πολυπρόσωπου και διαρκώς αυξανόμενου franchise, στο οποίο ανήκει. Γιατί ενθαρρύνει τον πανταχόθεν διάλογο και ακμάζει στο θυμικό σου μέσα απ’ αυτόν. Γιατί αποτελεί αφάνταστα καίρια παραβολή για τους ταραγμένους, ανησυχητικά διχαστικούς καιρούς που ζούμε, χωρίς όμως στιγμή να σου κουνά διδακτικά το δάχτυλο. Γιατί υπηρετεί εύστροφα τους κώδικες και τα όρια του είδους της, αλλά τα ξεπερνά και υπάρχει, γενναιόδωρη, πέρα απ’ αυτά. Γιατί, σαν τους ήρωες και τους θεατές της, εσένα και μένα, είναι ατελής. Κι όμως… ικανή για το καλύτερο.