BATMAN V SUPERMAN: Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (2016)
(BATMAN V SUPERMAN: DAWN OF JUSTICE)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζακ Σνάιντερ
- ΚΑΣΤ: Χένρι Καβίλ, Μπεν Άφλεκ, Γκαλ Γκαντότ, Τζέσι Άιζενμπεργκ, Έιμι Άνταμς, Χόλι Χάντερ, Λόρενς Φίσμπερν, Τζέρεμι Άιρονς, Νταϊάν Λέιν, Κέβιν Κόστνερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 153'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Ενάμιση χρόνο μετά τη μάχη με τον στρατηγό Ζοντ και την καταστροφή της Metropolis, ο κόσμος διχάζεται ανάμεσα στους υποστηρικτές τού Superman και εκείνους που αντιπαραβάλλουν ότι η δύναμή του αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για την πόλη και ολόκληρο τον κόσμο. Ύστερα δε από ένα ακόμη αιματηρό τρομοκρατικό γεγονός, ο σκοτεινός εκδικητής Batman θα αποφασίσει να πάρει ο ίδιος την κατάσταση στα χέρια του. Ο νεαρός (τρελός) μεγιστάνας Λεξ Λούθορ, όμως, έχει άλλα σχέδια…
Ο Ζακ Σνάιντερ έχει μια περίεργη εντύπωση σχετικά με το τι σημαίνει «ήρωας». Στο δικό του μυαλό, οι ήρωες καταστρέφουν ολόκληρες πόλεις χωρίς να τους απασχολούν οι ανθρώπινες απώλειες, ρίχνουν μπουνιές για να μην ξεκινήσουν μια μάχη και συνεχίζουν όταν ο αντίπαλος αντιδράσει αναλόγως, εξαφανίζονται και εμφανίζονται οπουδήποτε αγνοώντας κάθε αίσθηση χώρου και χρόνου ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε σκηνής, λένε πάντα όλα όσα σκέφτονται ακόμα κι αν δεν υπάρχει κάποιος δίπλα για να τους ακούσει (για την ακρίβεια, ανακοινώνουν λεπτομερώς την κάθε πράξη τους), περιφέρονται μόνιμα με ένα ύφος macho σκληρότητας που γρήγορα φλερτάρει με την παρωδία, και αυτοπροσδιορίζονται ως σωτήρες, χωρίς ουσιαστικά να τους έχουμε δει να κάνουν τίποτα (πέρα από κάποιο βιαστικό μοντάζ σκηνών μικρής διάρκειας, ίσως) για να κατακτήσουν αυτόν τον τίτλο. Α, και στον ελεύθερο χρόνο τους, στην ηρεμία της σπηλιάς τους, βαράνε με ένα σφυρί ένα λάστιχο. Για κανέναν απολύτως λόγο.
Και όμως, αυτοί οι «ήρωες» είναι που εξακολουθούν να ενδύονται μανδύα θεολογικής παραβολής από τον Σνάιντερ, αυτοί οι «ήρωες» είναι που δείχνουν να έχουν τη μοίρα τής Γης στα χέρια τους, και αυτοί οι «ήρωες» είναι που επιδεικνύουν παιδαριώδεις μεταβολές στον χαρακτηρισμό τους, πέφτοντας θύμα κάθε ευκολίας της αφήγησης και κάθε κομιξικού κλισέ που έχουμε πια ξεπεράσει στη μεγάλη οθόνη, ειδικά όταν το αντίπαλο δέος της Marvel έχει πλέον αρχίσει να πειραματίζεται με τα είδη των ταινιών της (δες το κατασκοπευτικό θρίλερ του «Captain America 2: Ο Στρατιώτης του Χειμώνα» ή το heist movie του «Ant-Man»).
Με το «Batman V Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης», ο Σνάιντερ συνεχίζει από εκεί που έμεινε στο «Άνθρωπος από Ατσάλι», επιχειρώντας τόσο να δώσει συνέχεια στον μύθο τού Superman όσο και να διευρύνει το υπερηρωικό σύμπαν της DC επί της οθόνης, δημιουργώντας ένα ευρύτερο πλαίσιο, το οποίο θα γίνει η βάση για τον σχηματισμό της κινηματογραφικής πλέον «Λεγεώνας της Δικαιοσύνης». Για αυτόν τον λόγο, συστήνει ξανά στην οθόνη τον Batman του Μπεν Άφλεκ, μεγαλύτερο ηλικιακά αυτή τη φορά και με ήδη μερικές απώλειες στο ενεργητικό του (φυσικά και ο Σνάιντερ δεν θα αποφύγει να αποτυπώσει τον θάνατο των γονιών του για νιοστή φορά στη μεγάλη οθόνη) αλλά και τη Wonder Woman της Γκαλ Γκαντότ, ηρωίδα που λόγω πρώτης εμφάνισης στο σινεμά βγαίνει ελαφρώς λιγότερο λαβωμένη από τις… σκηνοθετικές προτιμήσεις του Σνάιντερ, ενδεχομένως και επειδή παραμένει λιγομίλητη σε όλη τη διάρκεια της ταινίας σε αντίθεση με… όλους τους άλλους.
Μια μικρή παραπομπή στο «Άνθρωπος από Ατσάλι» μπορεί εύκολα να μας θυμίσει τα «κολλήματα» του Σνάιντερ, τα οποία μεταλαμπαδεύονται αυτούσια και εδώ, καθώς ο ίδιος δεν είναι με τίποτα διατεθειμένος να διορθώσει ή έστω να αμβλύνει κάτι. Έτσι, λοιπόν, το αναίτιο slow motion δηλώνει και εδώ το «παρών», χωρίς να έχει καν τις σκηνές της έστω μερικής εικαστικής θελκτικότητας που είχε ο προκάτοχος αυτού του franchise, οι εκτενείς επεξηγηματικοί διάλογοι κάνουν και πάλι αισθητή την παρουσία τους, αντικαθιστώντας κάθε άλλον πιθανό τρόπο για να μεταδοθούν τα συναισθήματα ή οι σκέψεις και να δικαιολογηθούν οι πράξεις των ηρώων, το βάθος των χαρακτήρων αναζητείται κάπου στον Κρύπτον όσο οι ίδιοι πέφτουν σε αντιφάσεις και παράλογες ενέργειες (η Λόις φιλάει τον Superman μέσα στον κόσμο και τον αποκαλεί άνετα Κλαρκ, εκείνος φοράει τα γυαλιά / κάλυμμα της ταυτότητάς του όταν είναι μόνος με τη Λόις, η οποία προφανώς και ξέρει την ταυτότητά του, και άπειρα ακόμα τέτοια παραδείγματα) και η αλληλουχία των γεγονότων στερείται μιας οργανικής ανάπτυξης παρά φέρνει περισσότερο σε συρραφή σκηνών που οδηγούν με το ζόρι σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Ακόμα χειρότερα, οι σκηνές δράσης στερούνται της ζωντάνιας ή της αμεσότητας που θα χρειαζόταν για να αναπνεύσει μια υπερηρωική περιπέτεια. Ο Batman του Άφλεκ αποδεικνύεται πολύ «βαρύς» ειδικά στη μάχη σώμα με σώμα, ο Superman του Καβίλ περισσότερο ίπταται μπροστά από κόσμο που του απλώνει το χέρι (για να μην ξεχνάει κανείς ούτε στιγμή την – όχι και τόσο – διακριτική θεολογική μεταφορά) παρά συμμετέχει σε πραγματική δράση ή γενικά συναναστροφή με κάποιον, και η Wonder Woman της Γκαλ Γκαντότ χάνεται μέσα στο CGI συνονθύλευμα της τελικής μάχης.
Ειρωνικά (ή απλά υπεροπτικά;), ο Σνάιντερ μοιάζει να παίρνει τις δύο μεγαλύτερες ενστάσεις που δημιουργήθηκαν από το «Άνθρωπος από Ατσάλι» σχετικά με τις σκηνές δράσης και να τις φτύνει μεγεθυμένες στο πρόσωπο του κοινού: από τη μια, ανεβάζει την ένταση των εφέ στο φινάλε σε δυσθεώρητα ύψη κάνοντας τη δράση εξαιρετικά δύσκολη να ακολουθηθεί και, από την άλλη πλευρά, μεγεθύνει ακόμα περισσότερο τις παράπλευρες υλικές απώλειες (τελικά, ήταν δυνατόν!), μοιράζοντας παντού καταστροφή και ερείπια, κλείνοντας ωστόσο θεωρητικά το μάτι στους γκρινιάρηδες της πρώτης ταινίας λέγοντας ότι «η πόλη έχει εκκενωθεί» και «το νησί δεν κατοικείται», χωρίς να τον αφορά ότι, λίγα δευτερόλεπτα πριν και ενώ η μάχη μόλις ξεκινούσε, οι ουρανοξύστες ήταν ακόμα γεμάτοι κόσμο, που προφανώς εξέρχεται από αυτούς μόνο όταν λάβει σχετική ρητή εντολή, όσο κι αν γκρεμίζονται τα πάντα γύρω. Απόδειξη η ατάκα της αρχής, «Παιδιά, το αφεντικό είπε να φύγουμε όλοι από το κτήριο», τη στιγμή που οι ουρανοξύστες εντός πλάνου γκρεμίζονται ένας ένας!
Ανάμεσα σε όλα αυτά, καταντά εξαιρετικά δύσκολο να προσπαθείς να ακολουθήσεις έστω και λίγο την υποτυπώδη λογική της εξέλιξης (ειδικά η μεταστροφή της έχθρας των Batman και Superman σε φιλία ξεπερνά τα όρια της κωμωδίας), όσο δύσκολο είναι και να διακρίνεις τα λίγα θετικά στοιχεία της παραγωγής ανάμεσα σε όλη την ψηφιακή αργή κίνηση… των πάντων: να αναγνωρίσεις, δηλαδή, έστω και στο ελάχιστο την προσπάθεια της Έιμι Άνταμς να παραμείνει αξιόλογη ανάμεσα σε όλη την καταστροφή, να απολαύσεις τις προσθήκες του Junkie XL στο μουσικό score στο οποίο προσφέρουν μια αιχμή και σαφώς αναβαθμίζουν τις συμβατικές πια υπερηρωικές παρτιτούρες του Χανς Τσίμερ, και (αν είσαι γνώστης των comics) να χαμογελάσεις με όσα υπονοούνται για τη συνέχεια ή να τρομάξεις με την ενδεχόμενη κατάληξή τους επί της οθόνης, σε μία εξίσου ξαφνική αλλαγή όπως και εκείνη του Λέξ Λούθορ του Τζέσι Άιζενμπεργκ, ο οποίος προς το τέλος ξεχνάει στη στιγμή τα αρχικά του κίνητρα για να συμπορευθεί με τα μελλοντικά σχέδια του franchise, χωρίς καμία επιπλέον εξήγηση! Παραμένει, ωστόσο, σταθερά εκνευριστικός και εγκλωβισμένος στη μανιέρα του καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Τελικά, ίσως δε θα έπρεπε να μας δημιουργούν τόση εντύπωση ο σαματάς, η ασυνέπεια και οι ευκολίες της ταινίας, καθώς αυτός είναι ο «ηρωικός» κόσμος στον οποίο πιστεύει ο Σνάιντερ. Το πρόβλημα, όμως, έγκειται στο γεγονός ότι ο Σνάιντερ δεν μπαίνει καν στον κόπο να δικαιολογήσει τις δικές του αποφάσεις ή εκείνες των «ηρώων» του ώστε να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε κάπως το όποιο… όραμά του. Αυτό που παραμένει είναι ένα υπεροπτικό χάος, χωρίς αίσθηση του μέτρου, της δομής και της απλής αφήγησης μιας φανταστικής ιστορίας. Ακόμα και η όποια παραβολή σχετικά με την ιδέα της ασφάλειας και του καθημερινού αστικού κινδύνου χάνεται μέσα στην επιφανειακή προσέγγιση των πάντων. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, πλήθος ταινιών κατάφεραν οργανικά να ασχοληθούν με τον τρόμο που προκαλεί η αίσθηση της τρομοκρατίας στην κοινωνία, αλλά ούτε ο «Άνθρωπος από Ατσάλι» ούτε το «Batman V Superman» ανήκουν σε αυτά τα φιλμ.