ANT-MAN (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πέιτον Ριντ
- ΚΑΣΤ: Πολ Ραντ, Μάικλ Ντάγκλας, Εβάντζελιν Λίλι, Κόρεϊ Στολ, Μπόμπι Καναβάλε, Άντονι Μάκι, Τζούντι Γκριρ, Χέιλι Άτγουελ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ένας χαρισματικός (αλλά με πληγωμένο οικογενειακό παρελθόν) διαρρήκτης καλείται να αναλάβει χρέη υπερ-ήρωα για να προστατέψει το ιστορικό κοστούμι του Ant-Man από διαβολικά χέρια, τα οποία φιλοδοξούν να το μετατρέψουν στο απόλυτο, σκοτεινό στρατιωτικό υπερ-όπλο.
Ο «Ant-Man» αρχικά επέπρωτο να είναι η συμβολή του Έντγκαρ Ράιτ («Ο Σκοτ Πίλγκριμ Εναντίον των 7 Πρώην», «Shaun of the Dead», «Καυτοί και Άσφαιροι») και του εκκεντρικού βρετανικού του χιούμορ στο κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel. Τα πράγματα, βέβαια, δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι, τα μεγάλα κεφάλια της εταιρείας είχαν διαφορετικές δημιουργικές ανησυχίες, στο σκηνοθετικό τιμόνι κατέληξε ο περισσότερο ασφαλής και αδιάφορος Πέιτον Ριντ του «Ναι σε Όλα» και του «Τα Χαλάσαμε», και η δημιουργική συμβολή του Ράιτ περιορίστηκε σε ένα credit συν-σεναριογράφου και ουσιαστικά μηδενική αίσθηση παρουσίας της γραφής του στο τελικό αποτέλεσμα.
Παρόλα αυτά, αν και όλη η σχετική διαδικασία απέδειξε ότι η κοινή αφηγηματική γραμμή της Marvel δεν επιτρέπει… auteur ανησυχίες (ίσως και για αυτόν τον λόγο οι ικανοί αλλά σίγουρα όχι και τόσο ρηξικέλευθοι αδελφοί Ρούσο του «Captain America 2: Ο Στρατιώτης του Χειμώνα» προορίζονται να αναλάβουν τα ηνία της τρίτης φάσης των υπερ-ηρωικών περιπετειών της ταινίας), ταυτόχρονα αποκάλυψε πως, ακόμα και στον αυτόματο πιλότο, οι ιστορίες λειτουργούν ικανοποιητικά καλά, έχοντας βρει την ισορροπία ανάμεσα στη δράση, τις κωμικές παρενθέσεις, το χτίσιμο μιας ευρύτερης μυθολογίας που διαπερνά όλα τα φιλμ και την απαραίτητη συγκίνηση (η οποία πολλές φορές, ας το παραδεχτούμε, δεν ξεπερνά κατά πολύ το επίπεδο μιας τυπικής σαπουνόπερας – οι αναγνώστες των comics, ωστόσο, έχουν μάθει να αποδέχονται και να αγαπούν αυτή την camp παράμετρο).
Γιατί το «Ant-Man» διαθέτει γρήγορο ρυθμό, πλούσιο οικογενειακό παρελθόν να βασανίζει τους ήρωές του, επιστήμονες που αγωνιούν για την τύχη των εφευρέσεών τους και το ενδεχόμενο να καταλήξουν στα λάθος χέρια, ίχνη αναφορών στους κανόνες μιας τυπικής heist ταινίας και έναν χαρισματικό πρωταγωνιστή (αν και όχι στον βαθμό που θα ανέμενε κανείς από τον… αγέραστο Πολ Ραντ), στοιχεία που κάνουν το φιλμ απόλυτα φιλικό στον θεατή, ειδικά σε εκείνον που έχει πλέον εκπαιδευτεί από τις προηγούμενες ταινίες της κινηματογραφικής αυτής υπερηρωικής (ουσιαστικά) σειράς ταινιών. Εξάλλου, αν και η ταινία αποτελεί μία από τις πιο αυτόνομες δημιουργίες της Marvel, το «Ant-Man» δεν παύει να προβάλλει συνεχώς τους δεσμούς του με αυτό το φιλμικό σύμπαν (ειδικά μία σκηνή δράσης απαιτεί γνώση των τελικών εξελίξεων στους «Εκδικητές: Η Εποχή του Ultron») αλλά και να υπονοεί το τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια, προτού επιστρέψει στους προβληματισμούς του και τις εξελίξεις εντός των κυριολεκτικά περιορισμένων οριζόντων του.
Αυτό το παιχνίδισμα με την έννοια του μεγέθους χρησιμοποιήθηκε ήδη από την αρχή της προωθητικής καμπάνιας της ταινίας, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι και στην τελική μορφή τού φιλμ η αναλογία αυτή κατέχει κυρίαρχη θέση. Το μικροσκοπικό μέγεθος του υπερ-ήρωα δίνει την ευκαιρία στην ταινία να δημιουργήσει μια σειρά από πρωτότυπες σκηνές δράσης στις οποίες τα έντομα λαμβάνουν τερατώδεις διαστάσεις, μία μπανιέρα μετατρέπεται σε έναν αχανή ωκεανό και μια καταδίωξη πάνω στον… Τόμας το Τρενάκι λαμβάνει την ένταση μιας αντίστοιχης σκηνής από το τυπικό, κινηματογραφικό παρελθόν ενός γουέστερν. Ο Ριντ αντιλαμβάνεται την ειρωνεία αυτών των σκηνών και την προβάλλει ως ένα ξεχωριστό του όπλο, όμως, τελικά, στο μυαλό παραμένει ένα παράπονο και η απορία τού τι θα είχε καταφέρει υπό αυτές τις συνθήκες ο Ράιτ, καθώς η οπτική του «Ant-Man» δεν απέχει και πάρα πολύ από την ασφαλή ματιά ενός υποθετικού… «Αγάπη μου, Συρρίκνωσα τον Υπερ-ήρωα». «Το μέγεθος δεν μετράει», «Μικρός στο μάτι», «Οι ήρωες δεν κρίνονται από το μέγεθος» αναφέρει η προώθηση του φιλμ, όμως πουθενά στο τελικό αποτέλεσμα δεν γίνεται φανερή μια πιο ενήλικη ανάγνωση της κατάστασης, συνεχώς εγκλωβισμένη μέσα στις κατευθυντήριες γραμμές μιας οικογενειακής, κυριακάτικης ταινίας, κάτι που δεν τιμά ούτε καν το κομιξικό παρελθόν του ήρωα (το οποίο είναι γεμάτο οικογενειακό δράμα και τραγωδία).
Κάτι που καταφέρνει να κάνει η ταινία, όμως, είναι να εισάγει την έννοια της κληρονομιάς στο υπερηρωικό σύμπαν και τον τρόπο που οι ήρωες μπορούν να γίνουν αθάνατοι μέσω της αλλαγής του προσώπου πίσω από τη μάσκα. Αυτή είναι μια ιδέα που πάντα υπήρχε στα comics και ουσιαστικά αποτελεί την κινητήριο δύναμη για τη συνέχεια αλλά και την ανανέωση των ιστοριών, όμως είναι αναζωογονητικό να το βλέπει κανείς και στην κινηματογραφική μεταφορά αυτού του κόσμου, καθώς αυξάνει εκθετικά τις πιθανές αφηγηματικές διαδρομές (αν και, ενδεχομένως, να προκαλεί… τον τρόμο, αφού με αυτόν τον τρόπο ανοίγεται ο δρόμος για ακόμη περισσότερες ταινίες) αλλά και εντείνει τη βαρύτητα της κάθε ιστορίας, με το παρελθόν να επηρεάζει άμεσα το μέλλον. Η σχέση μέντορα – μαθητή, πατέρα – κόρης, επιστήμονα – εφεύρεσης είναι εξάλλου δομική στην ταινία, οπότε δε θα υπήρχε πιο κατάλληλη αφορμή και για την εισαγωγή τής έννοιας του κομιξικού «Legacy» κάθε ήρωα.
Αν ο μεγάλος κακός της ιστορίας κατάφερνε να ξεφύγει από τη γενικολογία που, δυστυχώς, χαρακτηρίζει τους περισσότερους «κακούς» αυτού του genre (ο ανταγωνιστής / ο πικραμένος παλιός γνώριμος / ένα μαγικό τέρας / ένα robot), η ταινία θα μπορούσε να αποκτήσει ακόμα περισσότερη πυγμή, μακριά από τις ενδοοικογενειακές ζυμώσεις που αποτελούν τον κινητήριο – και ισχυρότερο – άξονά της. Ευτυχώς, ο Μάικλ Ντάγκλας στέκει ως ένα ισχυρό αντίβαρο στην παρουσία τού Πολ Ραντ, δίνοντας με ισχυρή αυτοπεποίθηση σάρκα και οστά σε έναν εμβληματικό χαρακτήρα των comics (λέγε με και Χανκ Πιμ), ο οποίος φτάνει μεν αλλοιωμένος (και γερασμένος) στη μεγάλη οθόνη, καταφέρνει όμως να λάβει τη θέση του στο υπερ-ηρωικό πάνθεον εκπροσωπώντας, κυρίως, το ένδοξο παρελθόν. Μέχρι τώρα, μπορεί η Marvel να μην έχει καταφέρει να πλάσει ανταγωνιστές ικανούς να μείνουν στη μνήμη, όμως το σερί επιτυχημένης δημιουργίας ηρώων παραμένει, αισίως, αλώβητο.
Και κάτι ακόμα (ελαφρώς spoiler): όσον αφορά τη Wasp (και την ύπαρξή της ή μη στην τελική μορφή του φιλμ), οι αναγνώστες των comics κρατήστε τις οποιεσδήποτε ενστάσεις σας μέχρι το φινάλε (και λίγο μετά την πρώτη δόση των end credits). Παραδοσιακά, οι δύο (ναι, δύο!) σκηνές μετά το τέλος της ταινίας είναι προορισμένες να φέρουν εκπλήξεις.