ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΧΑΡΗ (2018)
(A SIMPLE FAVOR)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Φιγκ
- ΚΑΣΤ: Μπλέικ Λάιβλι, Άννα Κέντρικ, Χένρι Γκόλντινγκ, Άντριου Ράνελς, Λίντα Kαρντελίνι, Ρούπερτ Φρεντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Φινετσάτη, απαστράπτουσα μαμά των αμερικανικών προαστίων ζητά από τη βουτηγμένη στη ρουτίνα καινούργια καλύτερή της φίλη μια μικρή χάρη: να πάρει τον γιο της από το σχολείο. Εκείνη το κάνει μετά χαράς, η κολλητή της όμως δεν δίνει κανένα σημείο ζωής για μέρες! Η εξαφάνιση φέρνει τα πάνω κάτω στη ζωή της, ωθώντας τη να εξερευνήσει τι έχει συμβεί. Η δουλειά του ντετέκτιβ, όμως, δεν ενδείκνυται στις άβγαλτες νεαρές μαμάδες.
Παραμένει σταθερά πιστός στη γυναικεία θεματολογία και οπτική ο σκηνοθέτης Πολ Φιγκ, τακτική η οποία άλλοτε έχει επιφέρει λαμπρά αποτελέσματα (βλέπε τις «Φιλενάδες» του 2011) κι άλλοτε μετριότατα (βλέπε το remake των «Ghostbusters» του 2016, για το οποίο δεν συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό της Ιωάννας Παπαγεωργίου, γούστα όμως είναι αυτά). Σε τούτη τη νέα του ταινία, μεταφέρει στην οθόνη το ομότιτλο bestseller μυθιστόρημα μυστηρίου της Αμερικάνιδας συγγραφέως Ντάρσι Μπελ (πρόκειται περί ντεμπούτου, που μάλιστα κυκλοφόρησε μόλις πέρυσι), καταφέρνοντας παραδόξως να παραμείνει πιστός και στο άλλο του χαρακτηριστικό γνώρισμα, την κωμωδία. Αυτό, όμως, που θα μπορούσε να είναι μια ξεκαρδιστική αποδόμηση του φιλμ νουάρ, με γερές δόσεις παρωδίας των κλισεδιάρικων θρίλερ μυστηρίου, στέκει αναποφάσιστο ανάμεσα στο καλώς εννοούμενο trash, το σοβαρό αστυνομικό αίνιγμα, αλλά και το σοβαροφανές, αφήνοντας μια αίσθηση που παλαντζάρει μεταξύ πικρού και γλυκού.
Η αρχή είναι φορτσάτη, δημιουργώντας πολλές προσδοκίες. Υπό τους ήχους της καλοκαιρινής γαλλικής pop του «Ça s’est Arrangé» (πρόκειται περί γαλλόφωνης διασκευής του έξοχου «Music to Watch Girls By», που είχε κάνει επιτυχία ο Άντι Γουίλιαμς) και με τα α λα Σολ Μπας générique που προδιαθέτουν για ανάλαφρη βόλτα μυστηρίου στην Κυανή Ακτή της δεκαετίας του ’60, μας συστήνεται (στην κυριολεξία!) μέσω του video blog της, που απευθύνεται στις απανταχού νοικοκυρές και μαμάδες, η… συνάδελφός τους Στέφανι Σμάδερς. Πρόκειται περί τυπικής νεαρής μητέρας της αμερικανικής επαρχίας, η οποία ύστερα απ’ την απώλεια του συζύγου της σπαταλά όλη της την ενέργεια στην ανατροφή του μικρού της γιου, όντας παράλληλα η πιο πρόθυμη να αναλάβει την οποιαδήποτε σχολική αποστολή μαμά. Επιπροσθέτως, φροντίζει να βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τους ελάχιστους followers του διαδικτυακού της ημερολογίου, προτείνοντας κυρίως συνταγές μαγειρικής και μιλώντας για την προσωπική της ζωή, η οποία αίφνης απέκτησε ενδιαφέρον χάρη στη γνωριμία της με τη μητέρα ενός συμμαθητή του γιου της, την Έμιλι Νέλσον, που μέσα σε ελάχιστες μέρες μετατράπηκε στην καλύτερή της φίλη (ίσως και η μοναδική, επί της ουσίας…).
Η Έμιλι έχει φαινομενικά ελάχιστα κοινά σημεία με τη Στέφανι. Εργάζεται ως υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων διάσημου μόδιστρου, ζει με τον άντρα της σε υπερπολυτελές μοντέρνο σπίτι, είναι πάντα ντυμένη στην τρίχα και έτοιμη να απολαύσει το Martini της οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, δίνοντας όμως την εντύπωση πως έχει παγιδευτεί εντός βαριεστημένου μεγαλείου που την έχει κουράσει. Το γεγονός πως έχει εξαφανιστεί κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, όπως πληροφορούμαστε από την πρώτη κιόλας σκηνή κι από τα χείλη τής Στέφανι, μετατρέπει την καλή της φίλη σε άτυπη ντετέκτιβ καθώς προσπαθεί να ανακαλύψει τι της έχει συμβεί, αποκτώντας ταυτόχρονα έναν σκοπό στη μονότονη καθημερινότητά της, μιας και επιτέλους καταφέρνει να βγει έξω από… την αγαπημένη της κουζίνα, προς αναζήτηση της αλήθειας και ενδεχομένως της περιπέτειας.
Τα διασκεδαστικά, καλυμμένα από ένα πέπλο μυστηρίου tête-à-tête των δύο γυναικών, που διακόπτονται είτε από τα καυστικά εν είδει χορού αρχαίας τραγωδίας σχόλια των κουτσομπόληδων καλοθελητών γονιών που τις παρατηρούν σε ό,τι κι αν κάνουν, είτε από τις φαρμακερές ατάκες του αφεντικού της Έμιλι (απολαυστικός ως αλαζόνας σχεδιαστής μόδας ο Ρούπερτ Φρεντ, ο οποίος είναι κρίμα κι άδικο που εμφανίζεται για τόσο περιορισμένο χρόνο), δίνουν τη θέση τους στο δεύτερο μισό του φιλμ σε μια (περίπου) καθαρόαιμη θριλερική πλοκή, η οποία δεν είναι ακριβώς κακή, είναι όμως εν πολλοίς αδιάφορη. Πτώματα εμφανίζονται και εξαφανίζονται, περίεργοι εμπρησμοί από το παρελθόν βγαίνουν στην επιφάνεια, θαμμένα οικογενειακά μυστικά ξεπροβάλλουν στο φως υπό εντελώς νέο πρίσμα, σε μια αλληλουχία γεγονότων που φορτώνουν υπερβολικά το σενάριο, κάνοντας στην άκρη το έντονο camp στοιχείο του πρώτου μέρους. Ο Φιγκ, βέβαια, δείχνει να το διασκεδάζει δεόντως με τις πλείστες αναφορές του σε κλασικά φιλμ της νουάρ μυθολογίας, είτε «πλαγίως» μέσω μιας υπόθεσης ασφαλιστικής αποζημίωσης («Διπλή Ταυτότητα» του 1944) κι ενός ζωγραφικού πορτρέτου («Λάουρα» επίσης του 1944), είτε εντελώς απροκάλυπτα, βάζοντας μια εκ των ηρωίδων του να μιλά για τις… «Διαβολογυναίκες» (1955), ενώ προσπαθεί να βρει την άκρη του νήματος στην άκρως μπερδεμένη υπόθεση όπου (τις) έχει μπλέξει. Το κακό είναι πως όλα αυτά τα ιντριγκαδόρικα και ωραία δεν μετουσιώνονται σε κάτι αληθινά ψυχαγωγικό, αφού χάνονται κάτω από ακατανόητα κίνητρα κι αμέτρητες ανατροπές, οι οποίες όχι μόνο εκτροχιάζουν την αφήγηση, αλλά στερούνται της «ένοχα» απολαυστικής ευρηματικότητας ενός «Wild Τhings» (1998), για παράδειγμα, αν και με το συγκεκριμένο μοιράζεται ένα κάποιο… λεσβιακό υπόβαθρο.
Το όλο πράγμα ξεφεύγει από ένα σημείο κι ύστερα από τα χέρια του Φιγκ, μιας και δεν μπορεί να πατήσει με την ίδια άνεση πάνω σε δύο βάρκες, με το αμιγώς αστυνομικού μυστηρίου κομμάτι, που θα ήθελε να μοιάζει με «Το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» (2014), να υπολείπεται σημαντικά του χαλαρά κωμικού που ενίοτε φέρνει στον νου την ευθυμία του προηγούμενού του φιλμ, «Spy» (2016), δείχνοντας μάλιστα ακόμη και να το υπονομεύει. Έχει, πάντως, πετύχει διάνα στις δύο πρωταγωνίστριές του, με την Κέντρικ να κουβαλά με άνεση στις πλάτες της το φιλμ, αφού τέτοιους ρόλους (φαινομενικά άπειρων και κάπως «αθώων» γυναικών) τους παίζει στα δάχτυλα. Ένεκα σεναριακής απαίτησης, μάλιστα, αναγκάζεται να παίξει ουσιαστικά μόνη της για αρκετή ώρα, καθώς η φίνα από κάθε άποψη παρουσία της Λάιβλι (η οποία μοιάζει να πασχίζει να βρει μια ταινία που θα απογειώσει την καριέρα της, χωρίς να τα καταφέρνει μέχρι στιγμής) απουσιάζει λόγω… εξαφάνισης για σημαντικό διάστημα. Τα ίδια θετικά δεν μπορούν να ειπωθούν για τον βασικό ανδρικό χαρακτήρα που κρατά ο Χένρι Γκόλντινγκ (σύζυγος της Έμιλι), ο οποίος περισσότερο δείχνει να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα παρά να συμμετέχει σε αυτά, αν και ο ρόλος του είναι άκρως σημαντικός και ενδεχομένως σκοτεινός στην υπόθεση που αφορά τη γυναίκα του. Το λανθάνον σχόλιο για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης περνάει και δεν ακουμπάει (όσο μεγαλώνει το μυστήριο και αποκαλύπτονται μυστικά της κρεβατοκάμαρας σε ύφος σαπουνόπερας, τόσο αυξάνονται οι ακόλουθοι του blog της Στέφανι), η δε σταθερή χρήση καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ γαλλικών pop επιτυχιών των ‘60s είναι από τη μία δροσερή και καλοδεχούμενη, από την άλλη στέκει ως διαρκής υπενθύμιση της χαμένης ευκαιρίας του Φιγκ για κάτι διαβολεμένα κεφάτο, που θα έκανε τη μικρή αυτή χάρη να μοιάζει με… ένα τεράστιο δώρο.