GHOSTBUSTERS (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Φιγκ
- ΚΑΣΤ: Κρίστεν Γουίγκ, Μελίσα ΜακΚάρθι, Κέιτ ΜακΚίνον, Λέσλι Τζόουνς, Κρις Χέμσγουορθ, Νιλ Κέισι, Άντι Γκαρσία
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Δύο επιστήμονισσες του μεταφυσικού, μια πυρηνική μηχανικός και μια υπάλληλος του μετρό, αλλά και δεινή ερασιτέχνης ιστορικός, ενώνουν τις γνώσεις και τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν τη μεθοδευμένη από πικραμένο, εσαεί bullied παραγνωρισμένο nerd εισβολή φαντασμάτων στη Νέα Υόρκη.
Αυτή η ταινία έχει δύο όψεις. Μια προφανή, πιο αγνά διασκεδαστική. Και μια διακριτική, πιο υπόκωφη – τροφή για το μυαλό και καλή αφορμή για εποικοδομητική συζήτηση. Αμφότερες είναι αναπόσπαστες και αξιόλογες, αλλά ούτε στιγμή εξαναγκαστικές ή εκβιαστικές. Με άλλα λόγια, διαλέγεις και παίρνεις: μία από τις δύο ή και τις δύο μαζί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οφείλεις να αφήσεις προκαταλήψεις και κολλήματα πίσω στο… 1984!
Κορώνα. Ως σινεμά διασκέδασης αυτή η επανεκκίνηση / επαναπροσδιορισμός (και ουχί remake) του πρωτότυπου, πολυαγαπημένου, ομότιτλου hit του 1984 λειτουργεί ρολόι. Από κάθε άποψη. Το θέαμα είναι εντυπωσιακό, στιλπνό και υποβλητικό, εκμεταλλευόμενο στο έπακρο τα high-tech, CGI εφέ, χωρίς όμως να καπελώνει πλοκή, ηθοποιούς ή – κυρίως – την κωμωδία. Η σκηνοθεσία (με την αμέριστη συμβολή του μοντάζ) ξέρει πώς να στήνει σκηνές ήσυχης ή εξωφρενικής slapstick, σωματικής κωμωδίας (ο Κέβιν / Χέμσγουορθ κλείνει τα μάτια αντί τα αυτιά του από τη μια, η Άμπι / ΜακΚάρθι στροβιλίζεται στον αέρα ως μπαλόνι που ξεφουσκώνει τεστάροντας τον εξοπλισμό της από την άλλη), αλλά και πώς να αφουγκράζεται το screwball χιούμορ, που αναπνέει σχεδόν σε κάθε ατάκα, κάθε έκφραση, νεύμα, χειρονομία, γκριμάτσα σύσσωμου του καστ («Never compare me to the Mayor of ‘Jaws’! Never!», λέει ο και-μόνο-που-τον-βλέπεις-γελάς Δήμαρχος του Γκαρσία).
Γνωρίζει, επίσης, πώς και πόσο να φλερτάρει με τους κώδικες τους τρόμου, για να σου κόψει δεόντως την ανάσα και να χτίσει σασπένς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η εναρκτήρια σκηνή στο στοιχειωμένο, παλιό αρχοντικό και η αντιπαράθεση της Πάτι / Τζόουνς με μια κούκλα βιτρίνας. Και κατέχει καλά πώς, πόσο και πότε να κάνει ανατρεπτικές και μη, κινηματογραφικές αναφορές. Στο πρωτότυπο φιλμ (και στο sequel του), οι Slimer και Marshmallow Man ξαναχτυπούν, ενώ γίνεται αναφορά σε ιπτάμενα βιβλία και μωρά, καθώς και στον Ζουλ. Σε άλλα κλασικά και πολυσυζητημένα φιλμικά πλάσματα, η Τζίλιαν / ΜακΚίνον τραγουδά «Come out, come out, wherever you are…», όπως η Γκλίντα στον «Μάγο του Οζ». Και τόσο στο «Saturday Night Live», όσο και στο καναδέζικο αντίστοιχό του, «Second City TV», που έδωσε βήμα σε σύσσωμο το καστ όλων των «Ghostbusters», παλιών και νέων, η Τζίλιαν, πάλι, σπάει μια κιθάρα α λα Τζον Μπελούσι, ενώ ο Πρύτανης του Ινστιτούτου όπου εργαζόταν αρχικά με την Άμπι αποτελεί φόρο τιμής σε χαρακτήρα που έπλασε ο Τζον Κάντι για το «SCTV».
Κυρίως, όμως, αυτό το αναγεννημένο «Ghostbusters» ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά πώς να συνδυάζει όλα, μα όλα τα παραπάνω, χορογραφώντας σκηνές που θα σε κάνουν να ουρλιάξεις. Μετά δακρύων, πόνων στομάχου, αντανακλαστικά τινάγματα των άκρων και μπρος πίσω στην καρέκλα. Όχι μόνο από τα γέλια. Με επικρατέστερα (γούστα είναι αυτά, εσύ μπορεί να… κατουρηθείς σε άλλη φάση), ως αποκορύφωμα, τα όσα συμβαίνουν από τη στιγμή που η δαιμονισμένη Άμπι βγαίνει από το μπάνιο, μέχρι και τον αυτοσχέδιο εξορκισμό της από την Πάτι, μπροστά στο παράθυρο.
Σε αυτή τη… ζογκλερική του δεινότητα συμβάλλουν καταλυτικά αφενός το σενάριό του και αφετέρου οι ατρόμητες/οι ηθοποιοί του. Το μεν σκαρφίζεται τη «φαντασματαποκάλυψη» ως το ξέσπασμα μιας παραγνωρισμένης, περιθωριοποιημένης, μοναχικής και ακόμα θύμα ανελέητου bullying διάνοιας. Ο Ρόουαν του Κέισι προκύπτει έτσι το είδωλο στον καθρέφτη της πραγματικότητας των Έριν / Γουίγκ, Άμπι, Τζίλιαν και Πάτι, οι οποίες επίσης αναγκάζονται να υπομένουν πολλές και ποικίλες επιθέσεις κοροϊδίας και bullying («OK, I don’t know if it was a race thing or a lady thing, but I’m mad as hell», λέει η… πεταμένη στο πάτωμα της rock συναυλίας, Πάτι). Απλά, αυτές είχαν την τύχη να βρουν η μία την άλλη την κατάλληλη στιγμή, όπως σωστά παρατηρεί η Τζίλιαν στην πρόποσή της, λίγο πριν το τέλος, επιβεβαιώνοντας τις διαστάσεις αθόρυβου, επίκαιρου σχόλιου του φιλμ για τους βίαιους, μισαλλόδοξους καιρούς που ζούμε.
Οι δε ηθοποιοί κάνουν αναμενόμενα και μη θαύματα. Οι Γουίγκ και ΜακΚάρθι ζωγραφίζουν και πάλι με το ιδιαίτερο κωμικό δαιμόνιο της καθεμιάς τους: πιο… διανοούμενο, σιγανό ποτάμι και comme il faut της πρώτης, πιο έξω καρδιά, χύμα και αναρχικό της δεύτερης. Η Τζόουνς εκρήγνυται στην οθόνη ως απενοχοποιημένα πληθωρική, ντόμπρα και περήφανη black (magic) woman, ενώ o αναπάντεχος, αφοπλιστικά ανέκφραστος Χέμσγουορθ σε αφήvει εξακολουθητικά χωρίς άντερο. Είναι, όμως, η ΜακΚίνον που κλέβει την παράσταση. Παρασάγγας. Με μια ερμηνεία σύγκορμη, κωμικά ζωντανή σε κάθε, ακόμα και την παραμικρή, λεπτομέρειά της. Ξεκαρδιστική αλλά και συγκινητική. Για να δώσει υπόσταση σε έναν εκκεντρικό αλλά απτό χαρακτήρα – μια απρόσμενη, παράδοξη, ιδιότροπα γενναία, έντιμη και εύστροφη, ρευστού φύλου ηρωίδα, ικανή να βάλει τα γυαλιά ακόμα και στον… Τζακ Σπάροου του Τζόνι Ντεπ.
Ή/και γράμματα. Το μένος και η προκατάληψη που αντιμετώπισε (και αντιμετωπίζει) αυτή η ταινία πολύ πριν φτάσει στην οθόνη προκαλεί (δυσάρεστη) έκπληξη και πραγματικά δεν της αξίζει. Ο εξόφθαλμος, εύκολος, αλλά και ακαταμάχητα αστείος υποβιβασμός του – περίφημου ως Thor – Χέμσγουορθ, στον ρόλο της… «γλάστρας», της ωραίας, αλλά χαζής και ασήμαντης στην πλοκή γκόμενας, που προσφέρεται μόνο ως οφθαλμόλουτρο και έχει στολίσει αμέτρητες χολιγουντιανές blockbusterιές, είναι η μόνη ξεκάθαρη δήλωσή της, όσον αφορά την κινηματογραφική πολιτική των δύο φύλων, όπως την έχει θέσει εμβληματικά ο κριτικός Τζον Μπέρτζερ: «Men act and women appear. Men look at women. Women watch themselves being looked at». Κατά τα άλλα δεν πρόκειται για «γυναικεία» ταινία. Ο ορισμός «chick flick» δεν την αφορά, αφού ουσιαστικά είναι… τυφλή. Δεν βλέπει αρσενικά και θηλυκά. Γυναίκες ή άνδρες. Μόνο ανθρώπους, που καθώς παλεύουν να εκπληρωθούν και να βρουν τη θέση τους στο κόσμο, ενθουσιάζονται, απογοητεύονται, παλεύουν με έξωθεν και έσωθεν δαίμονες και βρίσκουν λίγους, αλλά καλούς φίλους / συνοδοιπόρους ώστε να μοιραστούν τα καλά και κακά αυτής της ζωής. Πάντα με χιούμορ, λυτρωτικό και σωτήριο.
Υ.Γ. Δεν θα σου μαρτυρήσω τα λιγότερο ή περισσότερο ευφάνταστα guest των πρωταγωνιστών του πρωτότυπου φιλμ, για να μην σου χαλάσω την έκπληξη. Θα σου συνιστούσα, όμως, να μην πάρεις τα μάτια σου από την οθόνη μέχρι να πέσει και ο τελευταίος από τους τίτλους τέλους.