SPY (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Κατασκοπική Κωμωδία Δράσης
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Φιγκ
- ΚΑΣΤ: Μελίσα ΜακΚάρθι, Μιράντα Χαρτ, Ρόουζ Μπερν, Τζέισον Στέιθαμ, Άλισον Τζάνεϊ, Τζουντ Λο, Πίτερ Σεραφίνοβιτς, Μπόμπι Καναβάλε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Δαιμόνια πράκτορας της CIA, η Σούζαν Κούπερ, χαραμίζεται σε ένα γραφείο, μπροστά από ένα κομπιούτερ, ως αναλύτρια και δεξί χέρι του περίφημου πράκτορα Φάιν. Μέχρι που προβάλλει ως μοναδική λύση για τη CIA να σταματήσει έμπορο όπλων και να αποτρέψει παγκόσμια κρίση. Οπότε και αναλαμβάνει δράση ως «μυστική» και βάζει σε όλους τα γυαλιά.
Οξύμωρο: όσο θέλω να σου περιγράψω πόσο καλά πέρασα με αυτή την ταινία κι όσο αισθάνομαι την ανάγκη να σου… φάω τα αυτιά να πας να τη δεις για να περάσεις και εσύ καλά, άλλο τόσο θα προτιμούσα να μη σου πω τίποτα γι’ αυτή. Ώστε να μην σου χαλάσω την έκπληξη. Ώστε να ξεπατωθείς κι εσύ στα γέλια, υστερικά, μετά δακρύων και χάσιμο ελέγχου… διαφόρων λειτουργιών του σώματός σου. Αν όχι συχνά-πυκνά, τότε σίγουρα, τουλάχιστον, κατά την ανθολογική σκηνή της πρώτης αναμέτρησης, μέχρι – κυριολεκτικά – τελικής αεροπλανικής πτώσης της Κούπερ με κακοποιό (τον «φωτογράφο» έχε στο νου σου και δεν σου μαρτυράω τίποτα άλλο). Ή κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του ή απλά εμφανίζεται στην οθόνη ο Στέιθαμ, ως υπερ-κατάσκοπος μεν, αδιανόητος γκαφατζής δε, Ρικ Φορντ, στην πρώτη κωμική και – αν όχι καλύτερη, τότε – πιο απολαυστική ερμηνεία της καριέρας του.
Ή εξαιτίας τού πόσο λαχταριστή, εθιστικά γαργαλιστική προκύπτει ως «the big bad», Ρέινα Μπόγιανοφ, με το μαλλί / φουντωτό αντικείμενο αγνώστου ταυτότητας, η – μια εκ των λατρεμένων «Φιλενάδων» – Μπερν, (ειδικά στην… εν πτήσει σκηνή της, στο ιδιωτικό της jet). Ή χάρη στο ακαταμάχητο βρετανικό φλέγμα τής – εκ του επίσης λατρεμένου «Επειγόντως τη Μαμή» – Χαρτ, στον ρόλο τής κολλητής μόνο αρχικά, αναλύτριας (με ή χωρίς το ποντικάκι στον ώμο) και υποστηρικτικής τής Κούπερ μυστικής πράκτορα στη συνέχεια (ιδιαίτερα όταν και όπως κλέβει την καρδιά του… 50 Cent!). Ή…
Είδες; Ήταν να μην πάρω μπρος. Πρέπει, όμως, να συγκρατηθώ. Κυρίως όσον αφορά τη ΜακΚάρθι – αυτό το απροσπέραστο, ακατάβλητο, φυσικό… φαινόμενο της κωμωδίας (και όχι μόνο). Που για μια ακόμα φορά (μετά τα «Φιλενάδες», «Identity Thief», «The Heat» και «St. Vincent: Ο Αγαπημένος μου Άγιος») αφήνει ανεξίτηλο το στίγμα της στο πανί, προσφέροντάς μας τουλάχιστον μια (την προαναφερθείσα) σκηνή ανθολογίας. Μόνο που εδώ είναι ξεκάθαρα, μόνη πρωταγωνίστρια, να κρατάει στους πληθωρικούς, γενναιόδωρους ώμους της όλο το βάρος των δρώμενων, οπότε καταλαβαίνεις πως πρόκειται για ένα διαρκώς ξεκαρδιστικά συναρπαστικό φιλμ. Σε αυτό συνεισφέρουν (και μπορώ να σου αποκαλύψω) τα μάλα αφενός το πόσο καλοκουρδισμένο και ως ταινία δράσης είναι το «Spy», καθώς και απρόβλεπτη εξέλιξη έχει, και σασπένς χτίζει, και υποδειγματικά γυρισμένες σκηνές καταδίωξης και μονομαχιών διαθέτει (ο, και σεναριογράφος και σκηνοθέτης εδώ, Φιγκ αναδεικνύεται δεινός πλέον μαέστρος κάθε τι θηλυκού και εναλλακτικού – οι θυληκοί «Ghostbusters» του ενδέχεται να είναι αριστούργημα, δηλαδή!).
Και αφετέρου, όσο διασκεδαστικό ντελίριο είναι αυτή η κωμωδία σε πρώτη ανάγνωση, άλλο τόσο (και ακόμα περισσότερο) ανατρεπτική, ρηξικέλευθα αυθάδης και υπέροχα, προκλητικά ανοιχτόμυαλη ανακύπτει σε μια δεύτερη, καθώς διαλύει ευφάνταστα και όσο πρέπει σουρεαλιστικά όλα τα – ρατσιστικά – κλισέ περί εμφάνισης, ομορφιάς, υγιή νου εν σώματι υγιή, μοιραίων (και όχι μόνο) γυναικών και ανδρών, Άγγλων, Γάλλων, Ιταλών, μητέρων (κατά το αναμνηστικό λογύδριο της Μπόγιανοφ για τη μάνα της), φεμινισμού, φαλλοκρατισμού, Τζέιμς Μποντ, και μαύρων rappers, μεταξύ πολλών άλλων! Άσε που για τον ρόλο τής επικεφαλής της CIA επελέγη η Άλισον Τζάνεϊ – η πιο ευέλικτη και πολυδιάστατη Αμερικάνα καρατερίστα της εποχής μας. Τουτέστιν, όχι «τα χέρια ψηλά!», αλλά «τα γέλια δυνατά!».