FreeCinema

Follow us

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ (2014)

(GONE GIRL)

  • ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Φίντσερ
  • ΚΑΣΤ: Μπεν Άφλεκ, Ρόζαμουντ Πάικ, Κάρι Κουν, Κιμ Ντίκενς, Τάιλερ Πέρι, Νιλ Πάτρικ Χάρις, Μίσι Πάιλ, Πάτρικ Φούτζιτ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 149’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Η Έιμι, η όμορφη και έξυπνη γυναίκα του Νικ, εξαφανίζεται το πρωί της 5ης επετείου του γάμου τους. Ο ομορφονιός, αξιαγάπητος Νικ, με το εύκολο χαμόγελο, δηλώνει άγνοια και ξεκινά εκστρατεία ανεύρεσής της. Σύντομα, όμως, αν και η Έιμι παραμένει αγνοούμενη, αστυνομία και ΜΜΕ τον ανακηρύσσουν Νο 1 ύποπτο για το φόνο της. Τελικά, τι συνέβη στην Έιμι;

Διάβασα το ομότιτλο best-seller τής – πρώην τηλεκριτικού του αγαπημένου μου, ευυπόληπτου περιοδικού Entertainment Weekly – Τζίλιαν Φλιν (που έγραψε και το σενάριο αυτού, του νέου φιντσερικού πονήματος, διασκευάζοντας η ίδια το πολυσυζητημένο βιβλίο της), στο απόγειο της φήμης του, το 2010, χωρίς να ξέρω ακόμα ότι θα μεταφερθεί στο σινεμά. Και απογοητεύτηκα. Προς τι όλος αυτός ο ντόρος; Αν και εξαιρετικά γραμμένο (το διάβασα στην πρωτότυπη, αγγλική γλώσσα), με απίθανα χτισμένο σασπένς μέχρι τα μισά του, βρήκα την κεντρική, σούπερ-ντούπερ (υποτίθεται) ανατροπή του ουκ ολίγον εκβιαστική και προβλέψιμη, και το δεύτερο μισό του εξωπραγματικό και υπερβολικά, αδικαιολόγητα κυνικό στην αντίληψή του για το τι εστί γάμος, στηριζόμενο σε δύο χαρακτήρες εξίσου ακραίες… περιπτωσάρες.

Εκτίμησα, ωστόσο, το γεγονός της τέλεια ισορροπημένης, ισότιμης αντιμετώπισης των δύο, αμφότερων αμφιλεγόμενων, στα όρια της παράνοιας συζύγων: εκείνος, ο κακομαθημένος από μάνα και αδελφή, εύστροφος γόης, που χάνει την αγαπημένη, νεοϋρκέζικη, ονειρεμένη δουλειά του και παραιτείται του εαυτού και των (έγγαμων) ευθυνών του, απέναντι σε εκείνη, την όμορφη, πλούσια και πανέξυπνη (στα όρια της ιδιοφυίας), που διαρκώς αναγκάζεται να αυτο-υποτιμάται και να συμβιβάζεται, για να ταιριάξει στα προκάτ καλούπια που ετοίμασαν για πάρτη της οι κάθε άλλο παρά αντάξιοί της γονείς και σύζυγος.

Είδα την ομότιτλη ταινία τού – λατρεμένου μου χάρη στα «Se7en» και «Fight Club» – Ντέιβιντ Φίντσερ στην πανευρωπαϊκή του πρεμιέρα, στη λήξη του φετινού Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Αθήνας, τις Νύχτες Πρεμιέρας, επίσης στο απόγειο της φήμης του, ήδη γνωρίζοντας την ενθουσιώδη υποδοχή που του επεφύλαξαν οι Αμερικάνοι κριτικοί. Και απογοητεύτηκα, δις. Μα, προς τι όλος αυτός ο ντόρος, γαμώτο;

Ναι, εντάξει. Είναι σαφώς εξαιρετικά, εξωφρενικά καλοφτιαγμένη ταινία, ιδιαίτερα στο υποβλητικό πρώτο μισό της, πριν από την πολυσυζητημένη ανατροπή, που εδώ, ομολογουμένως, προκύπτει πιο αιφνιδιαστική και αναπάντεχη – κυρίως επειδή σου παίρνει πολύ περισσότερο χρόνο να διαβάσεις ένα βιβλίο απ’ ότι να παρακολουθήσεις μια ταινία, οπότε δεν προλαβαίνεις να (καλο)σκεφτείς πού το πάει ο ποιητής. Μιλάμε, βέβαια, για μια ταινία του Φίντσερ, οπότε, και να χτυπηθείς κάτω, ατέλεια στις εικόνες που κινούνται στο πανί αποκλείεται να βρεις. Αρχικά, όλα λειτουργούν ιδανικά για να σε συμπαρασύρουν στο σύμπαν αυτού του «εξαφανισμένου κοριτσιού». Με πρώτο και καλύτερο το τέλειο, από τους πρώτους μέχρι τους… ωμέγα ρόλους, καστ. Ποιος να το περίμενε πως ο Τάιλερ Πέρι, δημιουργός και in drag πρωταγωνιστής των – υπερεπιτυχημένων στην αφροαμερικάνικη κοινότητα – κωμικών ταινιών της «θείτσας» Madea, θα γινόταν ένας τόσο επιβλητικός, διάσημος μεγαλοδικηγόρος υπεράσπισης, που με – αμφότερα αθόρυβα, αλλά διαπεραστικά – ειρωνεία και (αυτο)σαρκαστικό χιούμορ λέει τα πράγματα με το όνομά τους;

Ή πως η εντελώς τσακισμένη Νόρα Ντερτ στο τηλεοπτικό «The Leftovers» που προσκυνάμε, Κάρι Κουν, μετενσαρκώνεται εδώ στην ατρόμητη, αθυρόστομη φωνή της συνείδησης του Νικ, την αδελφή του, Μάργκο. Ή πως η συνήθης, κυριολεκτικά και μεταφορά περιφερειακή Κιμ Ντίκενς («The Blind Side», «Αόρατο Άγγιγμα»), γίνεται η ήρεμη δύναμη – άγκυρα στο μάτι του κυκλώνα, ως η υπομονετική, προσεκτική και ενδελεχής στην ερευνά της αστυνομικός Ρόντα, που παραμένει, μόνη εναντίων όλων, ψύχραιμη κυνηγός της αλήθειας μέχρι τελικής πτώσης; Ή πως, τέλος, ο Μπεν Άφλεκ (duh!) θα ήταν ικανός για μια πραγματική, ουσιαστική ερμηνεία (την καλύτερη της καριέρας του), ακροβατώντας ταιριαστά ανάμεσα στην αμηχανία και την αποφασιστικότητα, τη γοητεία και την απέχθεια ως Νικ, ενώ απέναντί του η – όχι πια… almost famous – Ρόζαμουντ Πάικ (που έως τώρα μια ιδέα μας είχε δώσει μόνο για το ερμηνευτικό της σθένος, ως μεγάλη αδελφή, Τζέιν, της Ελίζαμπεθ / Κίρα Νάιτλι στο θεσπέσιο «Περηφάνια και Προκατάληψη» του Τζο Ράιτ), αναδεικνύεται σε κινηματογραφικό αστέρι ολκής, καθώς ενσαρκώνει την Έιμι ως μια πιο βρώμικη, απτή, απατηλά εύθραυστη ή κρύα και δη πιο επικίνδυνη εκδοχή της Γκρέις Κέλι;

Ταυτόχρονα, ο Φίντσερ βουτά τα χαρακτηριστικά στιλπνά HD πλάνα του σε μια επίμονη μουντάδα που μουδιάζει και υπαινίσσεται καθηλωτικά, ανησυχητικά, τα απύθμενα σκοτάδια στα οποία έχει βουλιάξει η σχέση τού Νικ και της Έιμι, πατώντας extra γκάζι στο σασπένς, ενώ παράλληλα (σε μια δεύτερη ανάγνωση) η παντελής απουσία ενός ζωηρού, «υγιούς» ηλιακού φωτός, σε αφήνει με την εντύπωση ότι παρακολουθείς ένα γυρισμένο σε μονίμως κλειστούς, γεμάτους μυστικά και ψέματα, πάντα υπό τεχνητό φως, reality. Αίσθηση που γίνεται εντονότερη κάθε φορά που το καλοκουρδισμένο μοντάζ κάνει cut στις – περασμένες στο ημερολόγιό της – αναμνήσεις της Έιμι, στις οποίες δίνουν ρυθμό (και δη χειραγωγούν προφανέστατα το θυμικό του θεατή) η αφήγηση off της Έιμι και το – σε κάθε άλλη περίπτωση βουβό ή εξαιρετικά ήσυχο, για μια ακόμη φορά ευστοχότατο – soundtrack των Τρεντ Ρέζνορ και Άτικους Ρος.

Αρετές, όλες οι παραπάνω, που δηλώνουν δυναμικό παρών και στο δεύτερο μισό του φιλμ, χωρίς να καταφέρουν, ωστόσο, να το διασώσουν από έναν ανάλογο, απογοητευτικό εκτροχιασμό με εκείνον του βιβλίου. Ο Φίντσερ καταφέρνει μεν, αφενός να μας εκπλήξει ευχάριστα με μια αποστομωτικά κινηματογραφημένη, υπέροχα kinky και πνιγμένη στο αίμα δολοφονία – σκηνή ανθολογίας, και αφετέρου, με την απόλυτη συνέργεια του σεναρίου της Φλιν, να αναγάγει την ταινία του και σε μια δηκτική, καυστική, ενίοτε διασκεδαστικότατη, και άκρως επίκαιρη σάτιρα του ανεξέλεγκτου… τσίρκου μαζικής υστερίας που μπορούν να προκαλέσουν τα ΜΜΕ και τα social media στην εποχή μας. Δεν καταφέρνει, όμως, ούτε να δικαιολογήσει τον αβάσταχτο κυνισμό με τον οποίο προσεγγίζεται ο θεσμός του γάμου, ούτε να προσγειώσει το Νικ και την Έιμι σε πιο ρεαλιστικές, οικείες διαστάσεις, ούτε (ασυγχώρητα) να διατηρήσει τη μεταξύ τους ισορροπία / ισοτιμία. Με άλλα λόγια, και στο πανί, ο γάμος αποκλείεται ως ευκαιρία μιας κοινής, αλληλοσυμπληρωματικής πορείας και εξέλιξης δύο ανθρώπων, και παρουσιάζεται μόνο ως μια εξοντωτική, θανατηφόρα για το πνεύμα και το χαρακτήρα καθενός από τους συζύγους παγίδα / φυλακή, από όπου η αγάπη εκλείπει εντελώς, αφήνοντας στη θέση της μια ασύλληπτη εκδικητική μανία. Μέσα στο πλαίσιο ενός τόσο ακραία ψυχοφθόρου θεσμού, μόνο εξωπραγματικά αμφιλεγόμενα, στα όρια της παράνοιας όντα σαν το Νικ και την Έιμι μπορούν να υπάρξουν, όντα που επιπλέον, επί της οθόνης, δεν προκύπτουν εξίσου ακραίες… περιπτωσάρες. Εδώ μόνο ο ένας από τους δύο (δε θα σου πω ποιος για να μην κάνω spoiler) επιφορτίζεται με τη μερίδα του λέοντος όσον αφορά την εκδικητική τρέλα, κάνοντας τον άλλο να φαντάζει πιο συμπαθής, και αποκλιμακώνοντας το φινάλε, που έτσι φαντάζει πιο αταίριαστο και ασυνεπές σε όσα έχουν προηγηθεί.

Ακόμα κι έτσι, ίσως μου πεις, «γιατί μόνο * * ½ αστεράκια»; Μιλάμε για δουλειά του ανίκανου να κάνει κακή ταινία Φίντσερ, εξάλλου! Μα, ακριβώς επειδή μιλάμε για πόνημα του Φίντσερ, οφείλουμε να είμαστε πιο αυστηροί και ακριβοδίκαιοι. Πρόκειται για έναν αναμφίβολα φωτισμένο, ταλαντούχο κινηματογραφιστή που μας συστήθηκε ατρόμητος, τολμηρός και απολύτως αφοσιωμένος στο όραμά του, με τα ποικιλοτρόπως τελεολογικά, επικίνδυνα αλληγορικά αριστουργήματα «Se7en» και «Fight Club», που πυροβολούσαν (παραδόξως) βραδυφλεγώς το μυαλό και έκαναν (ανεπιστρεπτί) κρόσσια το συναίσθημα (ακόμα και το ανολοκλήρωτο από τον ίδιο, περιβόητο ντεμπούτο του, «Alien 3», που του πήρε η Fox μέσα από τα χέρια, άφηνε πρωτόγνωρα ίχνη στο θυμικό). Όταν μετά από αυτά, μέσα στην επόμενη δεκαετία, μας έφερε αντιμέτωπους με εικονοκλαστικά και – λιγότερο ή περισσότερο – ασφαλή όλα, άκακα και αβαθή, αν και συναρπαστικά θρίλερ («Δωμάτιο Πανικού», «Το Παιχνίδι»), υπέρ το δέον εγκεφαλικά κοινων(ιολογ)ικά δράματα («Zodiac», «The Social Network»), με ακροθιγώς σκιαγραφημένους χαρακτήρες, ή υπέρ το δέον… συγκινητικές («Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον») μελούρες του φανταστικού, κατώτερα και των λογοτεχνικών και των κινηματογραφικών τους πρωτοτύπων («Το Κορίτσι με το Τατουάζ») αστυνομικά θρίλερ καταγγελίας, τον συγχωρούσαμε λιγότερο ή περισσότερο, καθώς κάθε του κινηματογραφικό πλάσμα έφερνε ατόφια την υπογραφή του, αν όχι στο περιεχόμενο, τουλάχιστον στην όψη.

Αρκετά, όμως. Μου είναι πια πολύ δύσκολο να κάνω τα στραβά μάτια στο γεγονός πως ο Φίντσερ μπορεί να είναι ανίκανος να κάνει κακή ταινία, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο είναι σε θέση ή έχει τη διάθεση, πλέον, να κάνει μια δική του, «ψυχή τε και σώματι», ριψοκίνδυνη όσο και οι δύο πρώτες του, ταινία. Γιατί, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η αλήθεια είναι πως αφενός για το περιεχόμενο (και όλα τα πλεονεκτήματα, τις αιχμηρές, προβοκατόρικες και risqué ιδέες του, αλλά και τις διαφορές και τις όποιες βελτιώσεις του σε σχέση με το πρωτόλειο) αυτού του «Κοριτσιού» βασικά υπεύθυνη είναι η συγγραφέας και σφόδρα ενεργή σεναριογράφος του, Φλιν. Και αφετέρου, όσο άψογο κι αν είναι στην όψη του, αυτό το εξαφανισμένο κορίτσι εμφανισιακά μοιάζει ανησυχητικά πολύ με το πρόσφατο, επίσης πολυσυζητημένο και πεισματικά μουντό, τηλεοπτικό φιντσερικό εγχείρημα «House of Cards». Σα να έχει πάψει, θαρρείς, ο Φίντσερ να υπηρετεί με τις εικόνες του την εκάστοτε ιστορία του. Σα να έχει χάσει την πολυσχιδία του ή να βαριέται να εκμεταλλευτεί στο έπακρο το αναμφίβολο, μοναδικό ταλέντο του. Και προτιμά την εύκολη λύση τού να φτιάχνει τις λίγο-πολύ ίδιες, πανέμορφες και υποβλητικές εικόνες, ανεξάρτητα από το θέμα ή το μέσο (μόλις ανακοινώθηκε πως θα σκηνοθετήσει ολόκληρο τον πρώτο κύκλο τού «Utopia» του HBO) με το οποίο καταπιάνεται κάθε φορά. Εξάλλου, για τους – περισσότερους – κριτικούς έχει καιρό μπει στο απυρόβλητο. Και το ξέρει.

«Το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» αρέσκεται να παίζει με τις εντυπώσεις. Ποιο είναι το αληθινό πρόσωπο του Νικ Νταν; Τι συνέβη πραγματικά στην «τέλεια γυναίκα» του; Ποιος λέει την αλήθεια και ποιος επιδίδεται σε έναν ατέλειωτο μαραθώνιο ψεμάτων; Πόσο ιδανική ήταν η οικογενειακή ζωή των Νταν μακριά από τη λάμψη της μεγαλούπολης; Και πόσο ειλικρινείς είναι, τελικά, οι απαντήσεις στις προηγούμενες ερωτήσεις;

Επίσης, ας το παραδεχτούμε, το λογοτεχνικό «Gone Girl» είναι ένα μέτριο βιβλίο, χωρισμένο σε ένα αγωνιώδες, καλογραμμένο πρώτο μισό κι ένα υπερβολικό, άτσαλο δεύτερο μέρος, που θυσιάζει την αρχική υπαινικτικότητα με απίστευτη ευκολία στη συνεχή προσπάθεια να διατηρηθεί ανατρεπτικό και απρόβλεπτο. Είναι σίγουρα κινηματογραφικό και υπάρχει αναμφίβολα ένα μεγάλο κοινό που περιμένει, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να το δει στη μεγάλη οθόνη, όμως πόσο ουσιαστική μπορεί να αποδειχθεί η μεταφορά του σε ένα διαφορετικό μέσο, ειδικά όταν το σενάριο υπογράφει η ίδια η συγγραφέας, κινδυνεύοντας να μεταφέρει τις αδυναμίες του σε ένα ακόμη μεγαλύτερο κοινό;

Ευτυχώς, σε αντιστοιχία με τα προηγούμενα, ο Ντέιβιντ Φίντσερ αρέσκεται να παίζει και ο ίδιος με τις εντυπώσεις. Όπως ο Νικ και η Έιμι Έλιοτ Νταν προβάλουν την εικόνα τού ιδανικού γάμου στη βαρετή, αλέκιαστη επαρχιακή καθημερινότητα, έτσι και ο Φίντσερ, τους τελευταίους μήνες, έπεισε τον Τύπο και το κοινό ότι προετοίμαζε την κινηματογραφική μεταφορά ενός best-seller, καθησυχάζοντας τους πάντες ότι τίποτα δε θα χαθεί στη μετάβαση από το χαρτί στο κινηματογραφικό πανί. Τι απατεώνας! Το κινηματογραφικό «Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» μπορεί να ξεκινά ως μια ταινία βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Τζίλιαν Φλιν, όμως, η ανατροπή του δεύτερου μέρους είναι ότι, στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια εκατό τοις εκατό ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ!

Γιατί αυτό που ξεκινά ως μια ενδεχομένως τραγική ιστορία ενδοσυζυγικής βίας, στα χέρια του Φίντσερ μετατρέπεται σε μια ανελέητη σάτιρα των media, μια ξεκαρδιστική μαύρη κωμωδία για την κοινωνική υποκρισία, μια στοχευμένη κριτική στο πρότυπο του αμερικανικού ονείρου, ένα συνεχές παιχνίδι με τα κλισέ και την πραγματικότητα και την αληθινή διάσταση των πραγμάτων, μέσα σε ένα σύμπαν που πατάει με το ένα πόδι στην πραγματικότητα και με το άλλο στις περιοχές της pulp λογοτεχνίας. Ναι, ο Φίντσερ ακολουθεί κατά γράμμα το σενάριο της Φλιν, το οποίο ακολουθεί με τη σειρά του σχεδόν απόλυτα τις σελίδες του βιβλίου – και όμως καταφέρνει να κοιτάξει ανάμεσα στα γεγονότα, να αναδείξει τις ιδέες πίσω από τις εξελίξεις, να μιλήσει ουσιαστικά για κάτι πολύ πιο γενικό και δυνατό από την κύρια θεματική τής ιστορίας και να δώσει στην ταινία μια σαφώς ισχυρότερη προσωπικότητα από όσο θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς, αποδεικνύοντας πόσο έντονη είναι η επιρροή του δικού του ξεχωριστού σύμπαντος.

Ακριβώς για αυτόν το λόγο, το πρώτο μέρος της ιστορίας, που στο βιβλίο φάνταζε υποβλητικό και σκοτεινό, στο πανί καταλήγει μάλλον διαδικαστικό, έως και βαρετό, μέχρι η ιστορία να ξεμπερδέψει με τα βασικά, προκαταρκτικά στάδια. Όχι άδικα, αυτό είναι και το κομμάτι του βιβλίου που δέχεται τις περισσότερες περικοπές. Μόλις, όμως, η ιστορία αλλάξει ταχύτητα και έρθει η σειρά της λογοτεχνικής υπερβολής του αρχικού υλικού να μεταφερθεί στην οθόνη, τα πάντα αλλάζουν, αποκτούν ενέργεια, αιχμή και ωμή δύναμη! Το «Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» γίνεται η αφορμή για να πει ο Φίντσερ τη δική του ιστορία, χωρίς να απορρίπτει στο ελάχιστο την πένα της Φλιν, ενσωματώνοντας στο όραμά του ακόμα και την ίδια την αγωνιώδη προσπάθεια της συγγραφέως για ανατροπή και περιπετειώδεις εξελίξεις. Στο σύμπαν του Φίντσερ, η υπερβολή μετατρέπεται στο μοναδικό λογικό επακόλουθο, το παράλογο είναι, τελικά, ο μόνος αναπόφευκτος δρόμος και όλες οι ακραίες αντιδράσεις είναι αυτές που πρόκειται να δώσουν τη λύση τού δράματος(;).

Ακόμα και οι ίδιοι οι ηθοποιοί του, ενώ στο πρώτο μέρος φαίνεται να μη «λειτουργούν» σωστά (ο Μπεν Άφλεκ χτυπάει μάλλον ως άχρωμος, ενώ η Ρόζαμουντ Πάικ δεν πείθει ως το τέλειο κορίτσι από τη Νέα Υόρκη), στο δεύτερο αποκτούν αυτομάτως ζωή, με τον Άφλεκ να αποκαλύπτει μια κωμική persona χωρίς προηγούμενο και την Πάικ να συνδυάζει όλα τα χαρακτηριστικά των αρχετυπικών γυναικείων ρόλων στη συσκευασία του ενός! Ειδικά μία σκηνή που περιλαμβάνει την ίδια και το Νιλ Πάτρικ Χάρις είναι προορισμένη να μείνει στην ιστορία. Ακόμα και ο Τάιλερ Πέρι (ναι, αυτός ο Τάιλερ Πέρι) ταιριάζει ιδανικά στο ειρωνικό, αλλά και τόσο ρεαλιστικό, σύμπαν της ταινίας.

Αναδρομικά, ακόμα και η υποτονική αρχή φαίνεται σα να ήταν σκόπιμη. Ένα ακόμη παιχνίδι με τις εντυπώσεις, συμβατό τόσο με το σύμπαν τής Φλιν όσο και με τον κόσμο του ίδιου του… Τάιλερ Ντέρντεν. Το «Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» μπορεί να ξεκινά και να τελειώνει εκεί που υπαγορεύει η πένα του σεναρίου του, όμως στο ενδιάμεσο καταφέρνει να κάνει κι ένα παράλληλο ταξίδι πέρα από την ιστορία των Νταν και του καλοκαιρινού Μιζούρι, πέρα από μια τυπική ιστορία αναζήτησης του δολοφόνου ή ενός ακόμα διαδικαστικού θρίλερ. Αν αυτό δεν είναι απόδειξη ότι ο Ντέιβιντ Φίντσερ είναι από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες των ημερών μας, τότε τι είναι;


MORE REVIEWS

ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ

Ολιγοήμερο ταξίδι εταιρικού bonding σε απομονωμένο hiking retreat αυστραλέζικου εθνικού πάρκου καταλήγει σε θρίλερ, με την εξαφάνιση μιας γυναίκας η οποία (διόλου συμπτωματικά;) λειτουργούσε ως πληροφοριοδότης για λογαριασμό ομοσπονδιακών πρακτόρων. Υπάρχει χρόνος για να βρεθεί ζωντανή ή μήπως πρόκειται για ένα καλοστημένο σχέδιο δολοφονίας;

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Στο μεγάλο «πουθενά» του Νέου Μεξικού, κάπου στα ‘80s, η Λου, επιστάτρια ενός βουτηγμένου στην τεστοστερόνη γυμναστηρίου, θα ερωτευθεί την Τζάκι, μια bodybuilder περαστική από τα μέρη εκείνα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, μα ονειρεύεται περισσότερα μούσκουλα και δόξα. Γύρω τους, όμως, συγκεντρώνονται αρκετά… πτώματα και χρέη παλιά κι αλύτρωτα.

ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Όταν έπειτα από έλεγχο αλκοτέστ του αφαιρείται το δίπλωμα οδήγησης, ο Μαρκ οφείλει να περάσει από μια σειρά ιατρικών και ψυχολογικών σεμιναρίων αξιολόγησης, εάν επιθυμεί να το πάρει ξανά πίσω. Το αληθινό πρόβλημα του Μαρκ, όμως, δεν είναι η προσωρινή απώλεια του διπλώματός του, αλλά η μη συνειδητοποίηση της κατάστασης την οποία βιώνει ως… αλκοολικός.

ΕΓΩ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Δύο έφηβα αγόρια ξεκινούν από το Ντακάρ της Σενεγάλης κυνηγώντας το όνειρο της καλύτερης ζωής στην Ευρώπη. Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιταλία, να εύχεσαι να μην είναι μακρύς ο δρόμος.

ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ

Η καθημερινότητα στο πλωτό κέντρο φροντίδας πασχόντων από ψυχικές διαταραχές «Adamant», το οποίο βρίσκεται δεμένο σε προβλήτα του Σηκουάνα στο Παρίσι.