FreeCinema

Follow us

THE STOPOVER (2016)

(VOIR DU PAYS)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντελφίν και Μιριέλ Κουλέν
  • ΚΑΣΤ: Αριάν Λαμπέντ, Σοκό, Τζίντζερ Ρομάν, Καρίμ Λεκλού, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Αλεξίς Μαναντί, Μάκης Παπαδημητρίου, Σιλβάν Λορό
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Τριήμερο «αποσυμπίεσης» σε πολυτελές κυπριακό ξενοδοχείο για επαναπατριζόμενες απ’ το Αφγανιστάν Γαλλίδες φανταρίνες, τις φέρνει αντιμέτωπες, ελέω δυνητικά ομαδικών συνεδριών ψηφιακής επαναβίωσης κι ενός flirt από ντόπιους, με ό,τι επώδυνο έζησαν εκεί, με τα ποικιλοτρόπως λαβωμένα παλικάρια του λόχου, με το ποιες είναι και πού πάνε. C’est (quoi) la vie?

Τα ‘παμε προ ετών για τα «17 Κορίτσια». Την υποτιθέμενα ψιλοξεβγαλμένη πια γυναίκα που πολεμάει, και κυριολεκτικά, και για να φτιάξει και να κρατήσει το δικό της αμπρί στα – αλωμένα απ’ τ’ αρσενικά – εχθρικά εδάφη, είναι που και στη δεύτερη επιχείρησή τους οι αφές Κουλέν, με όπλο τους ένα μυθιστόρημα της δευτερότοκης Ντελφίν, κλειδώνουν στη διόπτρα τους. Κλειδώνοντας και, στο εκ παραλλήλου μέτωπό τους αυτή τη φορά (τον μικρόκοσμο του χακί), το εκρηκτικά ασταθές μείγμα των κινήτρων ενός καταταγέντος στις θερμές ζώνες του Τρίτου Κόσμου επαγγελματία εθελοντή (να υπερασπιστεί τις αξίες της πατρίδας του και να βγάλει κάποια λεφτά γυρίζοντας τον κόσμο), που έχει μόλις αποχαιρετήσει (στην καλύτερη περίπτωση) την παιδική αθωότητά του («Είναι σαν Disneyland», λέει χαμογελώντας για το resort μία απ’ τις ηρωίδες). Και τον στόχο – παγίδα τού «Ό,τι έγινε κει, μένει εκεί. Ό,τι λέγεται εδώ, μένει εδώ» της συμφωνίας κυρίων και κρυψίνοιας ως αρχών των απανταχού κομάντων. Και τη νέας γενιάς εξάρτυση των ΥΠ.ΕΘ.Α μιας εποχής κυνισμού και μιας comme il faut υπερδύναμης, που… αναλύουν τον θάνατο, «ξαναπαίζοντάς τον» ως εικονική πραγματικότητα που αποπειράται μάταια να χορηγήσει αμνησ(τ)ία («…να ξεχάσουν τον πόλεμο») στους θύτες – θύματα.

Oui, το επί χάρτου σχέδιο είναι ανίκητο. Τα δίπολα (ΧΧ – ΧY, ψυχή – κορμί, βία – ειρήνη, στρατιώτες – πολίτες, Γάλλοι – άλλοι, κάλυψη / απόκρυψη – φανέρωμα) και συχνά, συναρπαστικά, καθόλου περιχαρακωμένα. Η εμπροσθοφυλακή των χαρακτήρων, η εξωστρεφής Ορόρ (ο γεμιστήρας) και η εσωστρεφής Μαρίν (το κλείστρο), «έχουν» πριν από (και παρά) την εκπυρσοκρότηση μιας προδοσίας, η μία τα νώτα της άλλης, ανιχνεύτ(ρι)ες των παράπλευρων (εκτός των επισήμων) απωλειών, στα είναι των mecs (εκτός των δικών τους). Και η τιμωρητική για το girl power φρόνημα αποκαλυπτική βαρβατίλα τού «Η Κόρη του Στρατηγού» του Σάιμον Γουέστ, με σκοπιές σ’ έναν πιο γκεϊμίστικο προσομοιωτή των δορυφορικών συστημάτων παρακολούθησης του «Αόρατος Εχθρός» του Γκάβιν Χουντ και στα απρόοπτα αποθεραπείας on the way home του «Ο Δρόμος της Επιστροφής» του Νιλ Μπέργκερ, στήνει σκηνάκια σ’ ένα θέρετρο αναζωογόνησης, θερινό και μεσογειακό αυτή τη φορά, α λα «Νιότη» του Πάολο Σορεντίνο μ’ ένα ad absurdum («Από την μπούρκα στο string…») je-ne-sais-quoi. Putain, ακόμη και η ευρηματική επιλογή ως πεδίου της μάχης του νησιού της Αφροδίτης (μιας γης επίσης πληγωμένης, χωρισμένης στα δύο, πεδίου συγκρούσεων και μεταιχμιακού συνόρου Δύσης και Ανατολής) επιδαψιλεύει μια επιπλέον πουλάδα στη… θεωρητικά καλοσιδερωμένη στολή εξόδου της δραματουργίας.

Τι σαμποτάρει, λοιπόν, αυτή τη δεύτερη μεγάλου μήκους θητεία για τις δύο βετεράνους (της ζωής, όχι ακόμα των τεχνών) soeurs; Δύο-τρεις αυτοτραυματισμοί του σεναρίου, όταν τροχιοδεικτικές ατάκες βάζουν σε σειρά τα σημαινόμενα για τον διανοητικά «γιωτά» θεατή: «Ήθελαν έναν εχθρό: τους τουρίστες, τους Κύπριους, εμάς». Η αιχμηρή στιλιστική λόγχη της ουβερτούρας που μπαίνει γρήγορα στη θήκη της για την ξηρά τροφή του γρήγορου, φυσικού ύφους που στυλώνει αλλά δεν ματώνει και παράσημα δεν κερδίζει. Η άτακτη υποχώρηση απ’ το παρακολούθημα του παραπλανητικού οιωνού της καραμπίνας που με νόημα εμφανίζεται σ’ ένα porte-bagage δια χειρός Μάκη Παπαδημητρίου (ακαθοδήγητος στα ελληνικά διαλογικά μέρη στο πιο κομπαρσικό και στα όρια της αφλογιστίας κινηματογραφικό «Παρουσιάστε!» του που θυμάμαι). Μια κακουργηματική επίθεση στο κατακτημένο «Το σώμα μου ανήκει σ’ εμένα» και στο αιτούμενο «No means no» του φεμινισμού που, παρ’ ότι μέσα στη σιγαλιά της νυχτερινής υπαίθρου και με βεληνεκές το πολύ κάποιων δεκάδων μέτρων, δεν γίνεται αντιληπτή ακουστικά αλλά οπτικά (και μη πειστικά καθυστερημένα) απ’ τις προστρέχουσες σε βοήθεια της τρίτης μαμζέλ της «μονάδας» κοπέλες μας. Η επιβεβαίωση της πεποίθησής μου ότι ο Κωστής Μαραβέγιας είναι για τα πανηγύρια (ακριβώς εκεί τον κατατάσσει και μια περαστική σεκάνς τού couleur locale, πιο λιποτακτούντος, προκεχωρημένου φυλακίου κληρωτού τμήματος της ιστορίας, αυτού που θα δεχτεί περισσότερο τα βόλια τού εδώ κοινού).

Αν όχι το μεγαλύτερο, το ορατότερο καψώνι συνιστά, ωστόσο, το ότι οι Κουλέν δεν έχουν ακόμη κατακτήσει επαρκώς την ικανότητα να αναδεικνύουν σφριγηλά, αντρίκεια (οξύμωρο, n’est-ce pas;) τις λεπτότερες των αποχρώσεων του φλογοκρύπτη τους ενώ αυτός αντανακλάται στο – ποτισμένο, στο κάτω κάτω, δεκαετίες τώρα από μοτίβα, αρχέτυπα και issues του αμερικανικού ψυχολογικού militaire σινεμά – γυαλισμένο άρβυλο της μυθοπλασίας σε στρατηγικά σημεία της αφήγησης. Κρίμα, επειδή η κυρία Λάνθιμου και η εντυπωτικά σφιγμένη Σοκό έχουν τα γαλόνια, επειδή το «πέσε και παίρνε» της στηλίτευσης των νέων εγχειριδίων διαχείρισης του Μετατραυματικού Συνδρόμου του έθνους που εμπνεύστηκε την etiquette δεν ρίχνει άσφαιρα, επειδή βαράς προσοχή επί 102 λεπτά. Οι δύο παιδικές φίλες, μακριά απ’ τους πυρήνες εμπλοκής του ανθρωποκτόνου Ισλάμ αλλά υποχρεωμένες να έχουν το δάχτυλο στη σκανδάλη απέναντι στις τεστοστερονούχες «σειρούλες» τους προτού επιστρέψουν σπίτι (και μετά σε τι;), θα βγουν AWOL απ’ την αντηλιά του all-inclusive chill-out, η άδειά τους από τη σημαία θα οδηγήσει σε κάτι που μοιάζει «Έρωτας με την Πρώτη Μπουνιά», και θα ριχτούν στην καρδιά του σκότους. Θα δουν τη χώρα (ο ιδανικός, πρωτότυπος τίτλος τού φιλμ) έξω απ’ το «χωριό» τους (το Λοριάν της Βρετάνης, όπως και των auteurs). Και αυτή θα είναι της σκληρής αλήθειας των… μεγάλων (και των μεγάλων εθνικών – καμουφλαρισμένα μισθοφορικών – συμφερόντων), της συνειδητοποίησης του ατέρμονου έμφυλου αγώνα, των απωθημένων εμπειριών της έφεδρης ζωής που, είτε αγόρι είσαι είτε κορίτσι, σε σημαδεύουν δια παντός. Αντίθετα απ’ ό,τι αυτή η ταινία. Πυρ, γυνή και (σε) χάλασα;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το «Allons enfants» όπως και το artistique σύνταγμα έχουν καλούς λόγους να εκτελέσουν αυτό το παράγγελμα. Η Γενική Γραμματεία Ισότητας, που κάνει έφοδο καίγοντας σουτιέν, και οι υπηρετούντες, θητεία ή μόνιμα, αγγίζονται ψιλοάνετα εδώ. Οι μουλτιπλεξάδες, οι μαντράχαλοι κυρίως (εκτός αν είναι τρελαμένοι με το chic και το σύμπαν παραλλαγής), θα το βρουν comme ci comme ça. Αντιρρησία συνείδησης που κρύβεσαι ακούγοντας «ευρωπαϊκό σινεμά» γενικότερα και «film français» ειδικότερα, μη σε πάρουν τα σκάγια.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.