ΤΖΑΜΑΪΚΑ (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ανδρέας Μορφονιός
- ΚΑΣΤ: Σπύρος Παπαδόπουλος, Φάνης Μουρατίδης, Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους, Νικολέτα Κοτσαηλίδου, Μελέτης Ηλίας, Νίκος Παντελίδης, Μαίρη Ευαγγέλου, Ίρις Πανταζάρα, Παύλος Ορκόπουλος, Νίκος Ορφανός
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Δύο αδέλφια, που δεν μιλιούνται επί σειρά ετών, συναντιούνται υποχρεωτικά στην κηδεία της μητέρας τους. Ο Άκης, ταξιτζής, παντρεμένος και «κερατάς», κινδυνεύει να χάσει το σπίτι της οικογένειάς του λόγω χρεών. Ο Τίμος, φίρμα της showbiz, τηλεπαρουσιαστής και άστατος γυναικάς, πρόκειται να μάθει ότι ο καρκίνος δεν θα τον αφήσει να χαρεί τη ζωή για πολύ ακόμα. Προλαβαίνουν μια απόπειρα επανένωσης;
Εξαιρώντας τις δύο ταινίες (αν όχι μονάχα το «Ένας Άλλος Κόσμος») που γύρισε ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, αν δεν με απατά η μνήμη μου, μονάχα δύο φορές τα τελευταία χρόνια είδαμε άξιο λόγου mainstream προϊόν εμπορικών προδιαγραφών στο ελληνικό σινεμά. Που σεβόταν τον χρόνο και το χρήμα του θεατή, που μιλούσε για το σήμερα με πειστικό μυθοπλαστικά τρόπο, που έστεκε συνολικά σαν ταινία, βρε αδελφέ! Ήταν το «Bank Bang» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (2008) και οι περσινοί «Τέλειοι Ξένοι» του Θοδωρή Αθερίδη (άσχετα από το πόσο κυριολεκτικά πατούσαν στο ιταλικό original, επίσης του 2016!). Όλες τους ταινίες που διαδραματίζονταν στη σύγχρονη Ελλάδα, χωρίς καμία πρόθεση να φλερτάρουν με το χάχανο, που ενίοτε πετύχαιναν σε αυτό που αποκαλούμε σκηνοθετική έμπνευση (και ικανότητα, προφανώς), δίχως λαϊκισμούς και προθέσεις «αρπαχτής». Και σε αυτό το σημείο, πραγματικά, ερωτώ: γιατί δεν είμαστε ικανοί ως παραγωγή να έχουμε περισσότερα τέτοια φιλμ και αντί αυτών των φωτεινών εξαιρέσεων βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ταινίες όπως η «Τζαμάικα»; Νομίζω πως η κριτική που ακολουθεί περιλαμβάνει μερικές ειλικρινείς απαντήσεις. Γνώμη μου. Πάντοτε.
Μπήκα να δω την ταινία του Ανδρέα Μορφονιού μάλλον σαν «παρθένος», από πολλές απόψεις. Βλέπεις, δεν παρακολουθώ τηλεόραση, πόσω μάλλον ελληνικές σειρές, εδώ και πολλά χρόνια. Κατόπιν της δημοσιογραφικής προβολής, λοιπόν, πληροφορήθηκα ότι ο σκηνοθέτης του φιλμ δεν είχε γυρίσει ποτέ του ταινία μεγάλου μήκους πριν τη «Τζαμάικα». Δεν λέω, ο καθένας δικαιούται μια αρχή, ένα κάποιο «νέο» ξεκίνημα. Μετά τα end credits, βέβαια, εγώ προβληματιζόμουν με τη λογική μιας παραγωγής που τοποθετεί έναν «πρωτάρη» (ουχί νεανία) στη συγκεκριμένη θέση. Εάν το απαιτούμενο ήταν η διεκπεραίωση, γιατί χολοσκάμε; Παραγωγή και διανομή (προφανώς) είχαν σαν πρώτο μέλημα εδώ την πραγμάτωση, με σκοπό να προσφέρουν στο κοινό κάτι πιο «λαϊκό», πιο… «τηλεοπτικό». Άρα, με «ευνουχισμένο» (μη σου πω κατηργημένο) τον ρόλο του σκηνοθέτη, τούτο το έργο (όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος) δεν ήταν δυνατόν να προσφέρει τίποτε περισσότερο από μια γνήσια… τηλεοπτική εμπειρία, απολύτως ελεγχόμενη (και σχετικώς προμελετημένη) ώστε να προκύψει… ακριβώς έτσι!
Έχουμε ήδη ακυρώσει (όχι εγώ, οι άνθρωποι που χρηματοδότησαν το φιλμ) τον ρόλο του σκηνοθέτη και προχωράμε στο σενάριο. Μάντεψε. Ο Γιώργος Φειδάς έχει δουλέψει στο παρελθόν… μονάχα για λογαριασμό κωμικών τηλεοπτικών σειρών και λοιπών ελληνικών sitcom, από εκείνα που ένα μόλις σποτάκι τους μπορεί να σε πείσει ότι δεν θέλεις να… κάνεις τέτοιο λάθος ως θεατής (ειδικά εάν δεν είσαι κομμάτι αυτής της μυστηριώδους και συχνά ακαθόριστης «πίτας» του αποκαλούμενου «λαϊκού» κοινού – με την κακή έννοια το τελευταίο και με το μπαρδόν!). Μιλάμε για ένα σενάριο που στηρίζει το επί σειράς ετών αμίλητο των δύο αδελφών σε ένα flashback ελάχιστης διάρκειας, στο οποίο ο Τίμος φαίνεται ότι «τα ρίχνει» στη σύζυγο του Άκη, στην κουζίνα του σπιτιού τους, εν μέσω οικογενειακού δείπνου. Η οποία σύζυγος ήδη μας έχει παρουσιαστεί στο έργο ως μοιχαλίδα (με έναν άνδρα που αποκαλείται «ξάδελφός» της στο έργο, που έχει δανείσει χρήματα πολλά στον Άκη, που βάζει το μεταφορικό μέσον όταν εκείνη εγκαταλείπει τη συζυγική εστία μετά της συγκατοίκου μητρός της, εν ολίγοις το σενάριο μας λέει ότι η Πόπη, που υποδύεται με σχετική καπατσοσύνη και θηλυκή «πουτανιά» η Νικολέτα Κοτσαηλίδου, διαπράττει και… αιμομιξία;) και κάπου αργότερα θα μας γίνει και η «αποκάλυψη» της αλήθειας γύρω από εκείνο το «μοιραίο» περιστατικό του πάλαι ποτέ. Τι μου λέτε!
Πάμε λίγο και στη βάση της ιστορίας, η οποία αποτελεί ένα κάποιο αντίγραφο των κοινωνικών κομεντί με (συχνότερη) χώρα προέλευσης τη Γαλλία, κάνοντας focus σε εκείνες τις αταίριαστες buddy movies όπου σκάει κι ένα πρόβλημα υγείας (τύπου «Άθικτοι», ας πούμε), το οποίο είναι περιστασιακό ή… του θανατά! Ας δεχτούμε ότι η επιλογή του δεύτερου εδώ είναι σχετικά θαρραλέα. Η αντιμετώπιση του θέματος, όμως, είναι μάλλον επιφανειακή και άνοστη, καθώς ο Τίμος περνά κάμποσο καιρό στο δωμάτιο μιας κλινικής, από το οποίο τα δύο αδέλφια θα μπορούσαν να είχαν αποδράσει αρκετά νωρίς, μπας και σωζόταν κάτι από το φιλμ (ο χαρακτήρας, πάλι, δεν έχει καμία τύχη, σαν εμάς ένα πράμα…). Θα μπορούσαμε, λοιπόν, αντί για όλη αυτή τη «συναισθηματική» μονοτονία και μια σκηνή «κεφιού» με κάμποσους guests που… είδαν φως και μπήκαν, άδοντας λαϊκά σουξέ συνοδεία του μπουζουκιού του Χρήστου Νικολόπουλου (όπου βλέπεις και τον Σπύρο Παπαδόπουλο μαζί και διερωτάσαι αν άλλαξε κανάλι η TV από μόνη της και παίζει το «Στην Υγειά μας, ρε Παιδιά»!), να παρακολουθούσαμε ένα πιθανό road movie επανασύνδεσης και καταστασιακού ενδιαφέροντος, με την παρουσία της Νίνας, της βοηθού του Τίμου (η Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους είναι αξιοπρεπέστατη ως παρουσία, αλλά ο «ρόλος» της είναι τόσο πλούσια γραμμένος όσο ένα από τα γλειφιτζούρια που πιπιλίζει…), να αποκτά σταδιακά τη θέση στην οποία καταλήγει, έχοντας μάθει ταυτόχρονα και κάτι για την προσωπικότητά της (διάβολε!).
Γενικότερα, πιο σχηματοποίηση και αδιαφορία στον σχεδιασμό των χαρακτήρων της «Τζαμάικα» και πεθαίνεις… από καρκίνο (τι άλλο;)! Γιατί έγιναν έτσι στη ζωή τους τα δύο αδέλφια (το επάγγελμα του ταξιτζή είναι… κληρονομικό και παιδικό όνειρο του Άκη, μαζί), ποιος είναι πραγματικά ο περίγυρός τους (δύο γυναίκες, πάνω-κάτω), γιατί πρέπει να νοιαστούμε για τούτο το λουμπεναριό της δήθεν κοινωνικής «κανονικότητας», ουδείς μπορεί να μας απαντήσει. Όπως και στο πού πήγαν αυτά τα 95 λεπτά (που μου φάνηκαν περισσότερα!) της δικής σου ζωής, αν μπεις στον κόπο και πιστέψεις το «lifestyle» promo που μας λέει ότι τούτο το έργο υφαίνει (sic) «μια σπαρταριστή και λυτρωτική ιστορία που σφύζει από χιούμορ, συναίσθημα και αγάπη για ζωή». Όταν βγήκα από το σινεμά, εγώ προσωπικά, δεν έσφυζα από ζωή. Αγαπώ τη ζωή, όμως, και ονειρεύομαι ένα καλύτερο σινεμά από τούτο εδώ το κατασκεύασμα. Απλά, αυτή τη στιγμή, μαζί με το ελληνικό σινεμά, αργοπεθαίνουμε κι εμείς. Είτε ως κριτικοί, είτε ως θεατές. Ας μας βοηθήσει κάποιος, πια. Έλεος!