FreeCinema

Follow us

ΤΕΛΕΙΟΙ ΞΕΝΟΙ (2016)

  • ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Θοδωρής Αθερίδης
  • ΚΑΣΤ: Θοδωρής Αθερίδης, Σμαράγδα Καρύδη, Άλκις Κούρκουλος, Μαρία Ναυπλιώτου, Μάκης Παπαδημητρίου, Γιάννος Περλέγκας, Ευαγγελία Συριοπούλου
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Επτά φίλοι σε ένα βραδινό τραπέζι, αντί παιχνιδιού, αποφασίζουν να μοιραστούν τα «μυστικά» των κινητών τους τηλεφώνων, επιτρέποντας σε όλους τους συμμετέχοντες να απαντούν στις κλήσεις με ανοιχτή ακρόαση και να διαβάζουν όλα τα γραπτά μηνύματα που θα ληφθούν… επιτόπου! Ποιος θα γελάσει τελευταίος;

Το αποφάσισα. Τέρμα το… «καλή για ελληνική ταινία». Εξαντλήθηκα. Και θα γίνω πιο σκληρός με το εγχώριο σινεμά. Το κοινό πρέπει να βλέπει ταινίες που του αξίζουν. Και πρέπει να αξίζουν και τα χρήματά του. Οι «Τέλειοι Ξένοι» δεν ξεκινούν δίνοντας μια τέτοια εντύπωση. Κάτι πλανάκια από drones στην εισαγωγή (παιδιά, φτάνει!), κάτι μέτρια ψηφιακά πανσελήνου και μια αρρυθμία σε ερμηνείες και μοντάζ στα πρώτα λεπτά, αρκούν για να σε πιάσει κρύος ιδρώτας. Ξέρεις. Εκείνο (το αμήχανα τηλεοπτικό και τσαπατσούλικο) που λέει ο ένας ηθοποιός την ατάκα του, χάσκει το πλάνο για μερικά καρέ και ακολουθεί το πλάνο ενός άλλου ηθοποιού που λέει τη δική του ατάκα και… πάει λέγοντας. Τουλάχιστον, οι διάλογοι ήταν αξιοπρεπείς, για όση ώρα κάνουν οι καλεσμένοι να φτάσουν στο διαμέρισμα όπου θα πραγματοποιηθεί το δείπνο. Η σύσταση χαρακτήρων, λοιπόν, κάνει δουλειά και σταδιακά διακρίνεις ότι το φιλμ έχει καλές προθέσεις. Και φτάνουν στο σπίτι και κάθονται στο τραπέζι και… το «Τέλειοι Ξένοι» γίνεται ταινία! Όχι… «ελληνική ταινία». Ταινία!

Αρχικά, να πούμε ότι ο θεατής θα παρακολουθήσει ένα remake. Της φετινής ιταλικής κομεντί «Perfetti Sconosciuti» του Πάολο Τζενοβέζε, η οποία δεν είχε διανεμηθεί στη χώρα μας. Καπάτσος ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε τόσο γρήγορα την ιδέα να γυριστεί μια ελληνική της εκδοχή, διότι το φιλμ αποτελούσε τρανό παράδειγμα του ερωτήματος «εμείς γιατί δεν κάνουμε τέτοια έργα;»! Όχι ότι επρόκειτο περί σπουδαίας ταινίας. Ψυχαγωγικό, λαϊκό σινεμά (άλλων standards, όμως…) ήταν το πρωτότυπο, με καλό γράψιμο και κάποια ευρήματα στην εξέλιξή του. Αλλά, βρε παιδί μου, με γούστο. Με χιούμορ. Και με στενάχωρο συναίσθημα μαζί. Κι ας του έλειπε κάτι για να δέσει η «συνταγή». Το πιο παράδοξο απ’ όλα; Αυτό ακριβώς πετυχαίνει το «Τέλειοι Ξένοι». Μοιάζει με ένα upgrade, μια αναβαθμισμένη version, στην οποία «μετακομίζουν» τα βασικά συστατικά, αλλά οι συντελεστές αξιοποιούν καλύτερα αυτό που έχουν να εκτελέσουν, λες και κρατούσαν σημειώσεις βλέποντας την ιταλική ταινία, με σκοπό να διορθώσουν τα ελαττώματά της. Και το κάνουν! Σχεδόν μέχρι τέλους…

Πρωτίστως, μιλάμε για επιτυχία του καστ. Μπαίνουν σαν ομάδα εκτός έδρας στο ιταλικό terrain και παίρνουν σώβρακα! Υπάρχει χημεία, προφανώς υπάρχουν και προσωπικές γνωριμίες μερικών από τους ηθοποιούς («χωριό» είναι ο χώρος, αλλοίμονο) και συνάδελφός τους έχει σκηνοθετήσει και την ταινία. Ο Θοδωρής Αθερίδης, λοιπόν, δείχνει να έχει συντονίσει σωστά τους ηθοποιούς του, οι οποίοι με το που πάρει μπρος ο διάλογος όλης της παρέας στο τραπέζι, σε παρασύρουν στο παιχνίδι με τα τηλέφωνα, αλλά και στο σασπένς των κλήσεων και των μηνυμάτων, των αποκαλύψεων που μοιράζονται σε αυτό, όσο και στις πιο «κρυφές» και μεταξύ τους συνεννοήσεις. Γιατί όλοι τους (εκτός από τη μικρότερη της παρέας – ένα σχόλιο υπέρ της νέας γενιάς;) έχουν κι από κάτι να κρύψουν, τελικά. Και όλη η ευτυχία της συμβίωσής τους με έναν σύντροφο ταιριαστό κι αγαπητό, όλες οι σχέσεις ή οι γάμοι ετών, με οικογένειες, δεν καταλήγουν σε κάτι το αρμονικό και τίμιο. Και μερικά από αυτά τα μυστικά είναι ικανά να δυναμιτίσουν για πάντα τα θεμέλια ενός δεσμού ή μιας φιλίας.

Εκεί αναλαμβάνει το σενάριο, που ακολουθεί πιστότατα την ιταλική ταινία, αλλά με καλύτερο φινίρισμα στη διασκευή και «ελληνοποίηση» των λεγόμενων, με το καστ να «ντύνεται» αυτούς τους χαρακτήρες πιο πειστικά και να εκτελεί με ρυθμό την κάθε μικροανατροπή που φέρνει η νύχτα (και τα τηλέφωνα). Κι εκεί απορείς ξανά: γιατί αυτό το πράγμα, το απλούστατο, δεν μπορούσε να είναι εξαρχής ελληνικό; Και λες, έστω, πάλι καλά που κάποιος το τσίμπησε από τη γείτονα και το υλοποίησε σωστά. Γιατί μονάχα σωστή δουλειά (και παραγωγή) μπορεί να αποκαλέσει κανείς το «Τέλειοι Ξένοι».

Ερώτημα – παγίδα εδώ: δικαιούται ο Αθερίδης να πιστωθεί όλη αυτή την επιτυχία; Ίσως… όχι. Ως σκηνοθέτης της ταινίας, πάτησε απόλυτα επάνω στο κοπιάρισμα του original, λες και κρατούσε storyboards. Κι ας του βγήκε καλύτερο από εκείνο! Είναι δουλειά συνόλου το πράγμα, βγαίνει μια «αύρα» συντελεστών, που σηκώνει το φιλμ και το οδηγεί σε μια θετική ολοκλήρωση. Και ακριβώς εκεί εντοπίζεται η κύρια ατασθαλία του Αθερίδη, αλλά και η «τρικλοποδιά» της αφήγησης του original. Το «κλου» του φινάλε ήθελε μια κάποια παρέμβαση διορθωτική, για να «δείξει» ή να τονίσει καλύτερα τον ανατρεπτικό του ρόλο. Δεν ήταν σαφές και «έσκαγε» τόσο απότομα στο ιταλικό. Ο Αθερίδης το αφήνει στη μοίρα του. Ενώ θα μπορούσε να τολμήσει για κάτι πιο λειτουργικό, δεν αλλάζει το παραμικρό. Θα το χαρακτήριζα φάουλ, γιατί μερίδα του κοινού θα αισθανθεί ότι «πιάστηκε στα πράσα» για λίγο, και δεν το εννοώ με την καλή έννοια αυτό. Αλλά, σίγουρα, σε εκείνον οφείλεται το πόσο καλά λειτουργεί το καστ. Είναι ηθοποιοί. Και έχουν έναν συνάδελφο και συμπρωταγωνιστή «πάνω από το κεφάλι τους». Παίζουν μέσα στο δικό τους terrain. Και το διασκεδάζουν.

Δύο μικρές επισημάνσεις και κλείσαμε. Μάκης Παπαδημητρίου. Τι γαμημένο ταλέντο! Πόσο τον αγαπάει το σινεμά, ο φακός! Πόσο ικανός είναι να αλλάζει ταυτότητες χωρίς να δείχνει ότι το προσπαθεί στο ελάχιστο. Ειδικά από το βούτηγμα στα βαθιά ως πρωταγωνιστής στο «Χάρισμα» (2010) κι ύστερα, μια κινηματογραφική καριέρα που δεν έχει αντίπαλο ή σύγκριση στα ελληνικά δεδομένα. Για μια ακόμη φορά, χειροκρότημα, παρακαλώ. Και ο Άλκις Κούρκουλος. Καιρός είναι να αρχίσει να σκέφτεται περισσότερο τη μεγάλη οθόνη. Και να τον σκέφτονται και οι σκηνοθέτες. Αυτή την αίσθηση μου έδωσε. Ότι πρέπει να βρει (ή να κερδίσει) τον (χαμένο) κινηματογραφικό του εαυτό.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μπαίνεις να δεις ελληνική ταινία και σου προκύπτει… ταινία! Το είχα πει για το «Bank Bang» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου το 2008, το είχα πει για το «Ένας Άλλος Κόσμος» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη πέρσι, το ξαναλέω και τώρα. Mainstream σινεμά για όλους, που δεν σε κοροϊδεύει. Που βάζει τον θεατή να κρίνει και τις δικές του σχέσεις, φιλίες και προσωπικές ισορροπίες κατόπιν, που του γεννά αμφιβολίες αλλά και τον ψυχαγωγεί. Δεν είναι καμία ταινιάρα, καταλαβαίνεις, μην πας με τα μυαλά φουσκωμένα. Αλλά είναι συνεπής σε αυτό που θέλει να σου δώσει. Και το φέρνει εις πέρας. Σπάνιο φαινόμενο για εγχώρια παραγωγή. Και μάθημα μαζί. Γιατί τέτοια σενάρια θα μπορούσαμε να έχουμε κάλλιστα και στον ελληνικό κινηματογράφο, εξαρχής. Το πρόβλημα δεν είναι ποιοι θα τα γυρίσουν ή ποιοι θα τα παίξουν, αλλά… γιατί δεν στρώνει κανείς κώλο κάτω να γράψει κάτι σημερινό, οικείο και, αν όχι φανταστικό, έστω, παρεμφερές με κάτι το ειλικρινώς βιωμένο; Με ιστορία, εξέλιξη και χαρακτήρες, έτσι; Όχι για φεστιβαλικό «τουρισμό», που λέω εδώ και τόσον καιρό…


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.