EVIL DEAD RISE (2023)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λι Κρόνιν
- ΚΑΣΤ: Λίλι Σάλιβαν, Αλίσα Σάδερλαντ, Γκαμπριέλ Έκολς, Μόργκαν Ντέιβις, Νελ Φίσερ, Άννα-Μαρί Τόμας, Τζέιντεν Ντάνιελς, Μαρκ Μίτσινσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Σ’ ένα διαμέρισμα του Λος Άντζελες, μια οικογένεια θα βιώσει τις συνέπειες του ακούσματος του ξορκιού από το Βιβλίο των Νεκρών, το οποίο ξυπνά ένα δαιμονικό πνεύμα με άγριες ορέξεις για… αίμα!
Δέκα χρόνια μετά το remake του («Το Πρόσωπο του Κακού»), ο θρυλικός για τούτο το genre τίτλος του «Evil Dead» μας απασχολεί και πάλι, επιχειρώντας κάτι αρκετά τολμηρό στο βάθος της θεματικής του: εδώ το body count δεν έχει να κάνει με μια παρέα φίλων ή ανθρώπων άσχετων μεταξύ τους, οι οποίοι είχαν την ατυχία να συναντηθούν σ’ ένα εξοχικό «καλυβάκι» στο δάσος, για να καταλήξουν να παλεύουν με δαιμονικά πνεύματα που θα ήθελαν να κατασπαράξουν τις ψυχές τους, αλλά με τα μέλη μιας οικογένειας που ζει στο urban τοπίο δράσης μιας λαϊκής γειτονιάς του Λος Άντζελες. Προφανώς και δεν εννοώ πως το location φανερώνει κότσια. Η συνθήκη του τρόμου που εισβάλλει στα μέλη μιας ελαφρώς διαλυμένης φαμίλιας, με μια μάνα η οποία μεγαλώνει μόνη τα τρία παιδιά της, κάνει το «Evil Dead Rise» να δείχνει σαφώς πιο ενοχλητικό και αγριευτικό στη συνείδηση του μέσου θεατή. Βλέπεις, δεν είναι το ίδιο να παρακολουθείς… σφαγές μεταξύ αγνώστων, με μια μητέρα που προσπαθεί να δαιμονίσει τα ανήλικα τέκνα της, υποσχόμενη «καλοσυνάτα» ότι θα… σαπίσουν στην Κόλαση!
Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει η ροπή του «Evil Dead Rise» προς τον κοινωνικό ρεαλισμό του σήμερα. Οι βασικοί ήρωες κατοικούν σε μια παλιά πολυκατοικία που πρόκειται να γκρεμιστεί προς όφελος της… «ανάπτυξης», η ταξική θέση στην οποία τοποθετείται η οικογένεια πνέει τα λοίσθια, ενώ υπάρχουν και αναφορές ακτιβιστικού προσανατολισμού (η μεγαλύτερη κόρη τσακώνεται με τη μάνα της επειδή δεν την αφήνει να πάει σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας οικολογικού χαρακτήρα, όπως βλέπουμε και από το plakát που φτιάχνει). Όχι ότι το όλο franchise απέκτησε ξαφνικά… πολιτικές προεκτάσεις, όμως, το πλαίσιο της αφήγησης εδώ υιοθετεί κι ένα ποσοστό ταύτισης για ένα πιο «εναλλακτικό» κοινό, το οποίο διαθέτει τις «κεραίες» για να εντοπίσει (και) κάτι πιο σοβαρό από το (απαιτούμενο, φυσικά) στοιχείο του gore.
Οι τίτλοι αρχής αποτελούν ένα ωραίο homage στο original του Σαμ Ρέιμι και ο εξοχικός «πρόλογος» σε βάζει με τη μία στο σωστό κλίμα, χαρίζοντας στους… διψασμένους για αίμα θεατές ένα γερό ξερίζωμα σκαλπ (you’re welcome). Ακολούθως, μεταφερόμαστε στην πόλη, για ένα επεξηγηματικό flashback με φόντο την πόλη (τάση relocation που είχε ακολουθήσει και το πρόσφατο «Scream VI»), όπου ο γιος τετραμελούς οικογένειας (με πατέρα «σκαστό» προ καιρού) βρίσκει το Βιβλίο των Νεκρών, παίζει δίσκο βινυλίου όπου ακούγεται το γνωστό ξόρκι και το επίσης γνωστό (και «γκαζωμένο») πνεύμα «ξυπνά» από τα έγκατα της Κολάσεως για να πέσει καταπάνω στην άτυχη μάνα, η οποία κατόπιν δείχνει νεκρή, μα η συνέχεια μας διαψεύδει. Μάρτυρας στο όλο συμβάν είναι η αδελφή της, η οποία με το που ανακάλυψε ότι είναι έγκυος (ουχί εκ προθέσεως), ταξίδεψε ως εκεί, επιδιώκοντας να δημιουργηθεί ένα είδος «οικογενειακού συμβουλίου», παρά τις εσχάτως ανύπαρκτες μεταξύ τους σχέσεις.
Μία νεαρή γυναίκα και τρία ανήλικα παιδιά, λοιπόν, αποτελούν πρωτίστως τις ελπίδες να… τραφεί τούτο το πνεύμα του Κακού, με το «volume» στις ποσότητες αίματος ν’ ανεβαίνει σταδιακά και γενναιόδωρα. Η βασική μου ένσταση για ένα μεγάλο μέρος του φιλμ είναι ο «εγκλωβισμός» της δράσης στα τετραγωνικά μέτρα έκτασης του συγκεκριμένου διαμερίσματος, ταυτόχρονα στερώντας και την ύπαρξη επιπλέον χαρακτήρων (δυο γείτονες παρεμβαίνουν περιστασιακά στη δράση), έτσι ώστε να κυλήσει με πιο teasing και «ζουμερό» τρόπο η ιστορία. Χωρίς να γίνεται αισθητό (ως ενόχληση) στον ρυθμό της ταινίας όλο αυτό, κάπου «βαλτώνουν» οι εξελίξεις για το καταστασιακό, μέχρι το σημείο όπου οι πραγματικά… ζωντανοί λιγοστεύουν και προχωράμε για την τελευταία πράξη αυτού του… οικογενειακού δράματος.
Εννοείται πως η κορύφωση είναι όλα τα λεφτά και η χαρά του σπλατερά, με κυριολεκτικές «λίμνες» αίματος (επικό το κλείσιμο ματιού προς την κιουμπρική «Λάμψη») και διαμελισμούς αλύπητους, ενώ οι πιο hardcore fans του horror θα ριγήσουν από ευχαρίστηση με μεγάλη σεκάνς και ανατροπή η οποία φέρνει στο νου το «From Beyond» (1986) του Στιούαρτ Γκόρντον. Μιλάμε για σοβαρό γλέντι σκληρών εικόνων, που απογειώνει την εμπειρία του «Evil Dead Rise». Οι υπόλοιποι θεατές που θα το τολμήσουν, μην πουν ότι δεν είχαν ενημερωθεί… Φυσικά, ο δρόμος είναι ανοιχτός για ένα ακόμη sequel, με ή χωρίς τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Λι Κρόνιν (της «Τρύπας» του 2019), ο οποίος εδώ ναι μεν τα καταφέρνει μια χαρά στα καθήκοντά του πίσω από τις κάμερες, όμως, σεναριακά δεν είναι και του άριστα. Άλλωστε, εκ του αποτελέσματος, του πηγαίνει του franchise το… νέο αίμα!