SCREAM VI (2023)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ματ Μπετινέλι-Όλπιν, Τάιλερ Τζιλέτ
- ΚΑΣΤ: Μελίσα Μπαρέρα, Τζένα Ορτέγκα, Τζάσμιν Σαβόι Μπράουν, Μέισον Γκούντινγκ, Χέιντεν Πανετιέρ, Λιάνα Λιμπεράτο, Τζακ Τσάμπιον, Ντέρμοτ Μαλρόνεϊ, Κόρτνεϊ Κοξ, Τζος Σεγκάρα, Ντέβιν Νεκόντα, Χένρι Τσέρνι, Τόνι Ρεβολόρι, Σαμάρα Γουίβινγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Οι αδελφές Κάρπεντερ ζουν πια στη Νέα Υόρκη και προσπαθούν ν’ αφήσουν πίσω τους τα αιματοβαμμένα γεγονότα του Γούντσμπορο, όμως, μια σειρά από μυστηριώδεις φόνους στο κοντινό τους περιβάλλον, οι οποίοι συνδέονται με τη μάσκα του Ghostface, τις φέρνουν ξανά αντιμέτωπες με μια θανάσιμη (και εκδικητική;) απειλή.
Είναι θαυματουργό αυτό που συμβαίνει με τις ταινίες του «Scream», από το 1996 μέχρι (και) σήμερα. Βρισκόμαστε στην έκτη ταινία τούτης της (φιλμικής) σειράς και το πράγμα αντέχει ακόμα, χωρίς να προσπαθεί καν να επανεφεύρει τον εαυτό του! Σίγουρα επαναλαμβάνεται, όμως, βρίσκει πάντα τρόπους να πετυχαίνει… αιχμηρά (#diplhs) twists και να «φρεσκάρει» το concept του, διαιωνίζοντας τη σημασία του Ghostface killer εντός του horror genre. Πέρσι, με το… «requel» του «Scream» έγραφα πως πρόκειται για ένα «project που συνομιλεί με το κοινό του». Φέτος δηλώνω πως το «Scream VI» συνομιλεί (και) με την εποχή του. Μία εποχή σκληρότητας, απογοήτευσης, ανασφάλειας και κυνισμού. Που απαιτεί την αυτοκριτική και τον αυτοσαρκασμό, σε βαθμό που ματώνει, για να περάσει τα μηνύματά του και να επικοινωνήσει όχι μονάχα με τους θεατές αλλά και με την ίδια τη βιομηχανία του θεάματος, την Τέχνη που υπηρετεί και το… εμπόριο που την ξεχειλώνει!
Αλλάζοντας χώρο δράσης (με τον τρόπο του «Friday the 13th Part VIII» από το 1989, όπου ο Τζέισον «έπαιρνε» το Μανχάταν), η Σαμ και η Τάρα βρίσκονται πια στη Νέα Υόρκη και προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους μακριά από τα πολλαπλά τραύματα και τις απώλειες του παρελθόντος, αντιμετωπίζοντας όμως την νιχιλιστική παράνοια του σήμερα, που μπορεί να τις φέρνει αντιμέτωπες έως και με «copycat» δολοφόνους ενός πιο… εγκεφαλικού και ψαγμένου σκεπτικού (ολόκληρη η μεγάλη και εντυπωσιακή πρώτη σεκάνς του φιλμ, πριν πέσουν οι τίτλοι αρχής), οι οποίοι μετατρέπονται σε serial killers για να μελετήσουν τις δικές τους ψυχολογικές αντιδράσεις τη στιγμή που σφάζουν τα θύματά τους χωρίς τη συναίσθηση ότι πρόκειται για ανθρώπους, μέχρι η προϊστορία των αδελφών Κάρπεντερ να πάρει τη «σκυτάλη» της φονικής λεπίδας, με δεσμούς και κίνητρα που κρύβουν μυστικές… συγγένειες.
Τι άλλο έχει η σημερινή εποχή; Βαρβαρότητα. Και θάνατο. Ο συνδυασμός αυτών των δύο δεν υπήρξε ποτέ πιο γραφικά βίαιος στις ταινίες του «Scream». Το αρχετυπικό φονικό όπλο εδώ, το μαχαίρι, μπήγει την κόψη του στις σάρκες των ηρώων πιο βαθιά από ποτέ και χτυπά απανωτές φορές, ανελέητα, σε κάθε σημείο του σώματος, μέχρι το κεφάλι ή (και) το πρόσωπο, προκαλώντας ένα έντονο συναίσθημα απέχθειας στους πιο «αθώους» θεατές ή τα παλαμάκια ενθουσιασμού των φανατικών οπαδών του gore.
Το σεναριακό παιχνίδισμα με το είδος των ταινιών τρόμου και η σχέση της δράσης του ίδιου του έργου με την πραγματικότητα και το σινεμά, όρια που «μπουρδουκλώθηκαν» τόσο δημιουργικά στα προηγούμενα φιλμ με το που προστέθηκε η ύπαρξη του «Stab», της ταινίας μέσα στην ταινία, δίνει και παίρνει κι εδώ, με φονικές δόσεις χιούμορ. Κατάμαυρου χιούμορ που αφορά στην… επιβίωση του κινηματογράφου σε σχέση με τις νεότερες γενιές, οι οποίες το αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερο μ’ ένα attitude τύπου «who gives a fuck». Η Μίντι μας λέει, πια, πως το «πρόβλημα» σήμερα δεν είναι το (όποιο) sequel, αλλά… το franchise. Μία στυγνή μετεξέλιξη εκμετάλλευσης των φιλμικών επιτυχιών, όπου οι πάντες είναι αναλώσιμοι, από τον Χαν Σόλο μέχρι τον Τζέιμς Μποντ! Την ίδια στιγμή, η κινηματογραφική αίθουσα ανήκει στο παρελθόν, έχει βάλει λουκέτο προ πολλού και λειτουργεί σαν σκηνογραφικό φόντο της κλιμάκωσης, έχοντας μετατραπεί σ’ ένα είδος «ταφικού μνημείου» γεμάτου αναμνήσεις (και αναμνηστικά) από τα αμέτρητα φονικά του franchise. Η μεγάλη οθόνη, σκισμένη και κρεμασμένη σαν «φάντασμα» από την εγκατάλειψη, μοιάζει με κακό ανέκδοτο, πάνω στο οποίο προβάλλονται σκηνές μπιμουβάδικες, από τη (φανταστική) φιλμογραφία του «Stab» και από home movies εκλιπόντων. Κανονικό μνημόσυνο της 7ης Τέχνης, δηλαδή!
Ειρωνικά, καθώς η ίδια η ζωή έχει «σκοτώσει» μέχρι και τον δημιουργό του «Scream», τον Γουές Κρέιβεν, τούτο το franchise συνεχίζει ακάθεκτο και με σεβασμό στο είδος το οποίο αντιπροσωπεύει, ακολουθώντας τους κανόνες του, ανατρέποντας με κάθε τρόπο τα twists του και φλερτάροντας «επικίνδυνα» με την παράνοια της εποχής, που είναι ικανή να «μεταλλάξει» τον οποιοδήποτε χαρακτήρα, αν όχι και να αισθανθεί τα πιο κρυφά του (και… εξ αίματος!) ένστικτα. Επιζητώντας ν’ αλλάξει μέτωπο. Και να μη διστάσει να σκοτώσει. Έτσι, απλά. Άλλωστε, τι βγάζει νόημα στον αληθινό κόσμο (μας), πια; Who gives a fuck?