FreeCinema

Follow us
11.1116:00

Θεσσαλονίκη 60: Επεράσαμε όμορφα.


Το 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έφτασε αισίως στο τέλος του. Με πολλές καλές ταινίες και με βραβεία που… δεν αντιπροσωπεύουν καθόλου την προσωπική μου φιλμική σκοπιά. Αυτό το τελευταίο, το αντιλαμβάνομαι περισσότερο ως μία δικαίωση συνέπειας απέναντι στο καλό γούστο. Όλα καλά, δηλαδή.

Εμένα, προσωπικά, σπάνια μου έχει συμβεί να με ικανοποιούν τόσο ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού τμήματος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μετά τα «Lillian», «Wet Season», «Swallow» και τον ελληνικό «Απόστρατο» (το Βραβείο Κοινού της Fischer που κέρδισε αξίζει να χτυπήσει «καμπανάκι» στη διανομή του φιλμ…), το «Monos» του Βραζιλιάνου Αλεχάντρο Λάντες (πρόσφατα βραβευμένο στο Φεστιβάλ Λονδίνου) ήρθε να προστεθεί στις σπουδαιότερες στιγμές της φετινής διοργάνωσης (να τονίσω εδώ και την αδικία της μη ένταξης στο Διαγωνιστικό τμήμα της ταινίας «Disco» της Γιόρουν Μίκλεμπουστ Σίβερσεν). Αν και η εισαγωγή σε υποψιάζει… αρνητικά για «φεστιβαλικού» ύφους ταλαιπωρία, το έργο προκύπτει πραγματική αποκάλυψη. Ομάδα έφηβων «ανταρτών» (ποτέ δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια ο ρόλος ή οι συσχετισμοί της ύπαρξής τους) επιβιώνει σε δύσκολες συνθήκες, παίρνοντας εντολές από άγνωστη «οργάνωση» να κρατά σε ομηρία μία γυναίκα επίσης ασαφούς ταυτότητας. Οι πληροφορίες αυτές δεν είναι καθοριστικής σημασίας για την αφήγηση του φιλμ και προσθέτουν ένα στοιχείο σουρεαλιστικής παράνοιας στην ιστορία. Σταδιακά, δεν επιζητάς απαντήσεις, αλλά βυθίζεσαι όλο και περισσότερο στην ένταση του ρυθμού που αποκτά το «Monos», καθώς τα μέλη της ομάδας συγκρούονται (έως και θανάσιμα) μεταξύ τους και χωρίζονται σε μικρότερα μέτωπα που συνεχίζουν τον αγώνα τους ή αναζητούν την ολοκληρωτική φυγή. Από ένα εγκαταλελειμμένο και μισογκρεμισμένο οχυρό που στέκει σχεδόν πάνω κι από τα σύννεφα (προσδίδοντας μία αλληγορική διάσταση στην εξουσία που κατέχουν οι έφηβοι απέναντι στην όμηρό τους) μέχρι την κατάβαση στη ζούγκλα της Κολομβίας, το σκηνικό παραμένει πάντοτε αφιλόξενα άγριο και γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο, με τον Λάντες να μην δείχνει ότι προβληματίστηκε για τις απαιτήσεις ή τις δυσκολίες των γυρισμάτων. Το δεύτερο μέρος του φιλμ είναι καθηλωτικό και υπάρχουν στιγμές τόσο ρεαλιστικές που ξεχνάς ότι παρακολουθείς έργο μυθοπλασίας. Είναι προφανές να σκεφτεί κανείς το «Όταν Ξέσπασε η Βία» (1972) του Τζον Μπούρμαν (λόγω του φυσικού σκηνικού), όμως εγώ θα τολμούσα να ονοματίσω μέχρι και το σινεμά του Σαμ Πέκινπα σαν σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης. Δίκαιη η παγκόσμια φήμη του έργου, λοιπόν. Και, ευτυχώς, δεν ανήκει αποκλειστικά και μόνο στο (επίφοβο) πλαίσιο του «φεστιβαλικού» σινεμά.

Φυσικά, δεν είχαμε μονάχα απολαύσεις ή ευχάριστες εμπειρίες στο Διεθνές Διαγωνιστικό. Δέκα χρόνια μετά το «Μαύρο Λιβάδι», ο Βαρδής Μαρινάκης επέστρεψε στο φεστιβάλ με το «Zizotek», ένα οικογενειακό δράμα με στοιχεία περιπέτειας και μία λανθάνουσα συγγένεια με το μεταναστευτικό ζήτημα. Μία μάνα (αλλοδαπή) εγκαταλείπει το εννιάχρονο παιδί της σ’ ένα πανηγύρι κοντά στα σύνορα με Βουλγαρία. Ο μικρός δεν απευθύνεται σε κανέναν άνθρωπο για βοήθεια, δεν ζητά την Αστυνομία ώστε να τον πάνε πίσω στο σπίτι του, αλλά κρύβεται στο δάσος και εκεί ανακαλύπτει ένα παράπηγμα στο οποίο κατοικεί ο Μηνάς, ένας ιδιότροπος μεσήλικας, σκέτο αγρίμι, που δεν αρθρώνει λέξη και επικοινωνεί με μολύβι και χαρτί. Ο Μηνάς είναι μπλεγμένος και με το παράνομο trafficking μεταναστών ως οδηγός φορτηγού που τους μεταφέρει στην περιοχή, υποπλοκή που σχεδόν δεν βγάζει νόημα στο σύνολο της αφήγησης του φιλμ. Επίσης άνευ νοήματος και η επιλογή του τίτλου της ταινίας, που προέρχεται από μία κωδική λέξη «της δουλειάς». Το αγόρι δεν έχει γνωρίσει πατέρα, έτσι θα νιώσει την ανάγκη να πλησιάσει τον άνδρα, όμως η εξέλιξη «πρέπει» να είναι δραματική για όλους τους. Διαφορετικά, θα μέναμε σε σκηνές γαλήνης και φιλίας μεταξύ ενός άνδρα κι ενός παιδιού που αναζητούσε πατρικό πρότυπο (σκέτη βαρεμάρα). Ατυχώς, το σενάριο του φιλμ δεν αποκτά ποτέ κάποιο ενδιαφέρον ούτε και συγκινεί, με αποτέλεσμα να αισθάνεσαι ότι έχασες τον χρόνο σου, αν και ο Μαρινάκης έχει κινηματογραφική ματιά. Τώρα, γιατί κάμποσοι άνθρωποι διάβασαν τούτη την ιστορία κι ένιωσαν ότι μπορεί να γίνει μία ταινία που αφορά (και) θεατές, αυτό το ερώτημα θα παραμείνει ένα τεράστιο μυστήριο που η δική μου λογική δεν θα μπορέσει να ερμηνεύσει…

Μιλώντας περί αστοχιών του Διεθνούς Διαγωνιστικού, το «Rialto» του Πίτερ Μάκι Μπερνς από την Ιρλανδία ήταν ένα παράξενο «cross-over» ταινίας στυλ Κεν Λόουτς με agenda gay θεματολογίας. Μεσήλικας, παντρεμένος, με δύο παιδιά και σταθερή δουλειά στα ναυπηγεία του Δουβλίνου αισθάνεται την ερωτική έλξη για ένα 19χρονο αγόρι που συχνάζει σε δημόσιες τουαλέτες, προσφέροντας υπηρεσίες επί χρήμασι, χωρίς να θέλει να χαρακτηρίζεται ομοφυλόφιλος (έχει κοπέλα και πρόσφατα έγινε πατέρας, οπότε μιλάμε για ανάγκες επιβίωσης). Η σκιαγράφηση του κεντρικού χαρακτήρα είναι στερεοτυπικά… πονεμένη: ο ήρωας υποφέρει από συνειδησιακές κρίσεις, πρόσφατη απώλεια πατρός, κατόπιν χάνει και τη δουλειά του, κοινώς όλο το δράμα του κόσμου πέφτει κατά πάνω του κι εκείνος δεν αντέχει να το σηκώσει. Ούτε και ο θεατής, παρά τα 90 λεπτά της διάρκειας του φιλμ.

Όταν μιλάμε για φεστιβαλική διοργάνωση, εννοείται ότι θα υπάρχουν και οι περιπτώσεις… φιλμικών αξιοπερίεργων (sic), τα οποία σηκώνουν ή έντονο εκνευρισμό ή (αδιέξοδες) συζητήσεις (ενδεχομένως και ωρών) για το «τι ήθελε να πει ο ποιητής». Νομίζω πως δύο τέτοια παραδείγματα, άξια αναφοράς, ήταν το εκπληκτικής υποδοχής (μέχρι και τα Όσκαρ ευελπιστεί να απασχολήσει) στο εξωτερικό «The Lighthouse» (φωτό) του Ρόμπερτ Έγκερς (από το τμήμα του Round Midnight) και το «Koko-di Koko-da» του Γιοχάνες Νίχολμ (από το τμήμα του Another Take). Για τον πρώτο έχω να πω ότι είχα τεράστια προβλήματα από εποχής «The Witch» (2016), του σκηνοθετικού του ντεμπούτου που παρουσιάστηκε σαν η «νέα» ματιά στο σινεμά τρόμου και, προσωπικά, μόνο γέλια θυμάμαι να μου είχε προκαλέσει. Ο Έγκερς έχει αρτίστικες αισθητικές καταβολές και οι πρώτες του δουλειές στον κινηματογράφο είχαν να κάνουν με το production design και τα κοστούμια. Με άλλα λόγια, αυτά τα έχει μελετήσει, έχει αναζητήσει το υλικό της στιλιστικής του βάσης και το λιγότερο που τον αφορά κατόπιν είναι… η ιστορία. Εδώ βρισκόμαστε στα 1890 (παρατηρείται ένας εθισμός στο κλίμα περιόδου), σε ένα ξερονήσι που διαθέτει έναν φάρο, με δύο άνδρες να φροντίζουν για τη σωστή λειτουργία του. Ο ένας είναι βετεράνος ναυτικός που λες κι έχει ριζώσει εκεί, ο άλλος ένας «ψαρωμένος» νεαρός που σταδιακά αρχίζει να έχει αμφιβολίες για το τι είναι πραγματικό ή μη στο νησί. Τις ίδιες ανησυχίες έχει και ο θεατής, ο οποίος παρακολουθεί τους Ρόμπερτ Πάτινσον και Γουίλεμ Νταφόου να παίζουν στα σύνορα της θεατρικής μανιέρας, λες και το έργο βασίζεται σε σαιξπηρικό λόγο και δραματουργία αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Ο Έγκερς δεν οδηγεί πουθενά την αφήγησή του, απολαμβάνοντας (σαν αυτοϊκανοποιούμενος) το εικαστικό του σύμπαν που αποτελεί μία σκέτη… τρικυμία στο κρανίο! Ναι, έχει εικόνες, αλλά κάπου στο φινάλε, με το μετωπικό τράκο Μπουνιουέλ με Αισχύλο, ομολογώ ότι θύμωσα. Για το δεύτερο φιλμ, δεν υπάρχουν λόγια. Μετά το σουρεαλιστικά κωμικό επεισόδιο του αλλεργικού σοκ που οδηγεί μία μάνα σε κλινική, για να χάσει τη ζωή της η ανήλικη κόρη της (ασχέτως αιτίας κι αφορμής), βρισκόμαστε μάρτυρες ενός road trip του ανδρογύνου, λίγα χρόνια αργότερα. Κάπου στη μέση του πουθενά της εξοχής, θα κάνουν camping και θα βρεθούν αντιμέτωποι με τρεις ψυχοπαθείς που τους σκοτώνουν. Και πάλι από την αρχή! Το φιλμ παίζει σε διαρκή λούπα την ίδια σκηνή, από τη στιγμή που η γυναίκα ξυπνά για την «ανάγκη» της και νομίζει ότι ακούει περίεργους θορύβους έξω από το αντίσκηνο. Και ξανά και ξανά, λες και το πεπρωμένο θέλει να εξολοθρεύσει αυτό το ζεύγος, όποια εναλλακτική κι αν δοκιμάσει ώστε να επιβιώσει. Κάπου εξαντλεί, κάπου αρχίζει να γίνεται ξεκαρδιστικό, πουθενά όμως δεν υπάρχει περίπτωση να βγάλεις άκρη! Ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου σε κάποιο τοίχο στο τέλος. Αλλά είναι… φεστιβάλ! Πάντα υπάρχουν αυτοί οι κίνδυνοι στις προβολές…

Γενικού τύπου παρατηρήσεις που δεν έκανα ήδη στα προηγούμενα κείμενα της ανταπόκρισης από το 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δεν έχω, αλλά θα επαναλάβω τη σύσταση να ζητήσει η διοργάνωση μικρότερης διάρκειας spots των χορηγών για του χρόνου, συνήθως έβγαινε ένα εξάλεπτο παραπάνω στις προβολές όλο αυτό το πράμα, ούτε σε εμπορικές προβολές της κανονικής διανομής! Και λόγω ημερήσιας επανάληψης, καταντούσε μάλλον αφόρητο, πόσω μάλλον για εκείνους που έβλεπαν δύο και τρεις ταινίες την ημέρα. Μικρότερα spots, σας παρακαλώ! Και μιλώντας για το κοινό, ήθελα να το σχολιάσω από νωρίς, αλλά περίμενα να δω αν θα υπάρξει κάποια διαφορά στην πορεία των ημερών του φεστιβάλ. Δεν υπήρξε. Και την ίδια εντύπωση είχαν και άλλοι συνάδελφοι. Αν και μιλάμε για επετειακό και κάπως πιο «γιορτινό», τούτο το φεστιβάλ έδειχνε να συγκεντρώνει ελαφρώς λιγότερο κόσμο στις προβολές. Ακόμη και η ίδια η πόλη της Θεσσαλονίκης δεν έβγαζε τη ζωντάνια της νύχτας που θυμόμαστε από παλιά. «Μουδιασμένη» θα την αποκαλούσα, διακριτικά. Ζει… λιγότερο; Βλέπει λιγότερο σινεμά, γενικά; Δεν είναι για τους σημερινούς πολίτες της ένας θεσμός που αγκαλιάζεται σύσσωμα; Μήπως ο πολιτισμός δεν αφορά ή είναι μία μορφή «πολυτέλειας» για ανθρώπους που χάνουν τα στοιχεία της παιδείας και της κουλτούρας τους; Το μέλλον θα δείξει. Το παρόν, όσον αφορά τη διοργάνωση, μας αποχαιρέτησε με όμορφες αναμνήσεις, δείγματα εξαιρετικού σινεμά και μία ευγένεια από την πλειοψηφία των ανθρώπων που εργάζονται για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία. Και του χρόνου!