FreeCinema

Follow us
04.1112:30

Θεσσαλονίκη 60: Σε αναζήτηση πίστης (στο σινεμά).


Το 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ξεκίνησε εδώ και λίγες μέρες και το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς είναι η απουσία των επετειακών τυμπανοκρουσιών, μέσα κι έξω από τις αίθουσες. Χωρίς να διαφαίνεται ακόμη εάν αυτό είναι καλό ή κακό, η διοργάνωση λειτουργεί καλοκουρδισμένα, το πρόγραμμα παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από πέρσι και το κοινό είναι ανοιχτό απέναντι στις άπειρες καλλιτεχνικές… «δοκιμασίες».

Βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη εδώ και ένα τριήμερο ήδη κι έχω ακόμη συγκεχυμένες εντυπώσεις για κάποια από τα πράγματα που (θα πρέπει να) χαρακτηρίζουν την 60η διοργάνωση του μακροβιότερου κινηματογραφικού φεστιβάλ στην Ελλάδα. Η αλήθεια είναι πως μέσα σε όλες αυτές τις δεκαετίες το φεστιβάλ έχει περάσει από διάφορες φάσεις: international glamour αυθεντικού (στο μακρινό παρελθόν), αμφισβήτησης, κακοδιαχείρισης, σπατάλης, άδοξων «μεγαλείων». Έχω επισημάνει και παλιότερα ότι έχουν περάσει από αυτό και διευθύνσεις που έριξαν το ίδιο το σινεμά σε δεύτερη μοίρα (!), για να πείσουν ότι με celebrities και φιέστες η πόλη, έστω, θα κέρδιζε μεγαλύτερη δημοσιότητα, δίχως να λαμβάνεται υπόψη πώς περνά και τι αντιμετωπίζει εντός αιθούσης ο θεατής. Επίσης, ευτυχώς, έχουμε πάψει εδώ πάνω να ασχολούμαστε με τις ντόπιες «ιντριγκούλες», άπαξ και καταργήθηκαν τα κρατικά (και χρηματικά) βραβεία, με το ελληνικό σινεμά να παίρνει έκτοτε την κατιούσα, ταυτόχρονα με το ενδιαφέρον να ασχοληθεί κανείς μαζί του (έξω από φεστιβαλικές εκδηλώσεις ανά την Ελλάδα, άντε και την αλλοδαπή). Όλη αυτή η τελευταία πρόταση μας έχει κάνει πιο ευτυχισμένους (εμένα αφάνταστα) σε τούτη την πόλη, πια. Γι’ αυτό και έχω επιστρέψει τα τελευταία χρόνια. Για να παρακολουθώ σινεμά. Και μόνο.

Με την Ελίζ Ζαλαντό και τον Ορέστη Ανδρεαδάκη στο τιμόνι του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο θεσμός δείχνει πλέον καλοκουρδισμένος και βγάζει μία «αδιόρατη» αξιοπρέπεια καλής οργάνωσης, που ίσως είναι αρκετά σεμνή για μία 60η επέτειο, αλλά αυτές οι εντυπώσεις αξίζει να αναλυθούν καλύτερα σε ένα απολογιστικό άρθρο, κοντά στη λήξη της διοργάνωσης. Μία πρώτη παρατήρηση δείχνει πως η πόλη δεν ζει στους τρελούς ρυθμούς πάθους για σινεμά (όσο παλιότερα), αν και η ηλικιακή ποικιλία στην προσέλευση εξακολουθεί να δίνει αισιόδοξα μηνύματα. Απλά, σπάνια αντιμετωπίζεις τεράστιες ουρές και διάθεση να… πέσει ξύλο για να μπεις σε αίθουσα. Θέλω να το παρακολουθήσω μέχρι τέλους αυτό εφέτος, για να βγάλω συμπεράσματα γύρω από τη συμπεριφορά των ντόπιων θεατών.

Σε αυτό το σημείο, θα επαναλάβω το κλασικό πιστεύω μου: δεν ανεβαίνω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να μεταφέρω μια στεγνή, ρεπορταζιακή «υποχρέωση» αποστολής, αλλά για να ζω το κλίμα, τον τρόπο λειτουργίας και την αποτελεσματικότητα της διοργάνωσης ως ένας… απλός θεατής που επιλέγει τα φιλμ τα οποία θα ήθελε να παρακολουθήσει, με το χέρι στη σκανδάλη και την τύχη της κινέζικης ρουλέτας! Οι πρώτες μέρες (με οκτώ φιλμ που πρόλαβα να δω) κύλησαν χωρίς ιδιαίτερα… βασανιστήρια, με έργα αναζήτησης ύφους και πρωτοτυπίας στη θεματολογία. Εκείνο που με κέρδισε περισσότερο μέχρι στιγμής ήταν το «Disco», η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Γιόρουν Μίκλεμπουστ Σίβερσεν από τη Νορβηγία (στο τμήμα Another Take), μία σχεδόν εκκεντρική ματιά στις κοινότητες ευαγγελικών Χριστιανών και τις σύγχρονες μεθόδους προσηλυτισμού των νέων, με κεντρική ηρωίδα μία χορεύτρια διαγωνισμών disco που αισθάνεται να χάνει τη δύναμη της πίστης της, αν όχι και την πεποίθηση πως όλη αυτή η «παραμύθα» πραγματικά σώζει. Η θεματική αυτή μας έχει απασχολήσει αρκετά στο αμερικανικό σινεμά, όμως περισσότερο εστιασμένη στη «θεραπεία» της ομοφυλοφιλίας σε αντίστοιχα camps νέων (από το πιο χιουμοριστικό «But I’m a Cheerleader» του 2000 μέχρι το περσινό και πιο μελοδραματικών τόνων «Boy Erased»). Σε ένα πιο γενικευμένο πλαίσιο προσέγγισης εδώ, το φιλμ παρουσιάζει με μία σχεδόν ντοκιμαντερίστικη ειλικρίνεια την παραδοξότητα της κατήχησης με τα παλαιολιθικά στερεότυπα των θρησκευτικών δογμάτων, σε μία updated εκδοχή… pop party και μαρκετίστικης nirvana που καταλήγει να καταπιέζει πολλά από τα ανθρώπινα δικαιώματα των νέων, έτσι ώστε να τους επιτραπεί μία θέση… «στον Παράδεισο». Η Σίβερσεν δεν σκηνοθετεί με φανταχτερό τρόπο, δεν σαρκάζει, στέκει σαν ένας θεατής απέναντι στο όλο φαινόμενο και αφήνει το κοινό να σκεφτεί, να τρομάξει ή και να γελάσει με το κατάντημα μίας κοινότητας που εκβιάζει συνειδήσεις και υπόσχεται εξαγνισμό και σωτηρία από τα «λάθος βήματα» της ζωής εκεί έξω. Το τελευταίο μέρος με τα εξαντλητικά γυμνάσια σε ανήλικα παιδιά είναι τραγικό και τόσο αστείο ταυτόχρονα.

Ακόμη μία αξιοπρόσεκτη στιγμή ήταν το «Swallow» (από το Διεθνές Διαγωνιστικό) του πρωτοεμφανιζόμενου Κάρλο Μιραμπέλα-Ντέιβις, το ιδιότυπο δράμα μιας νιόπαντρης κοπέλας που μένει γρήγορα έγκυος, όμως δεν έχει με τι να ασχοληθεί στο πανάκριβο σπίτι της και, πλήρως παραμελημένη από τον γοητευτικό σύζυγό της, αρχίζει να… καταπίνει σχεδόν ό,τι βρίσκει μπροστά της! Μερικά παγάκια από ένα ποτήρι της ανοίγουν την όρεξη, όμως η συνέχεια δεν έχει να κάνει με παραδοσιακά φαγώσιμα αλλά με μικρά αντικείμενα, όπως μία μικρή μπίλια (αρχικά), την οποία αφοδεύει λίγο αργότερα και την τοποθετεί σε ένα κομοδίνο, εκεί όπου θα προστεθούν και τα υπόλοιπα πράγματα που θα δοκιμάσει να κατεβάσει ο ουρανίσκος της (από ένα μικρό λουκέτο μέχρι ένα σχετικά ευμέγεθες bibelot!). Σταδιακά, οι κίνδυνοι για το έμβρυο αλλά και για τον ίδιο της τον εαυτό είναι ορατοί, ενίοτε καταλήγει σε κλινικές, η οικογένεια του γαμπρού τη θέτει υπό αυστηρή παρακολούθηση και μία ψυχίατρος επιχειρεί να τη βοηθήσει να ξεπεράσει το πρόβλημα της αλλοτροφαγίας (πρόκειται περί υπαρκτής πάθησης). Το φιλμ καταλήγει να προσανατολίζεται προς μία κατεύθυνση εκλογικευμένης ερμηνείας της μεταστροφής της ηρωίδας, κάτι όχι ακριβώς απαραίτητο, αφού έτσι σχεδόν ακυρώνει τη μεταφορική σημασία του κυνικού ταξικού σχολιασμού και της όλης μεταφοράς ενός κόσμου ισχύος που μπορεί να σε μετατρέψει σε απόκτημά του, έως και να σε… καταπιεί ακόμη. Θαυμάσια η πρωταγωνίστρια Χέιλι Μπένετ, σηκώνει στους ώμους της το έργο με εύθραυστη εκφραστικότητα και αβίαστα σκαμπρόζικη χιουμοριστική διάθεση.

Κατά τα άλλα, το… φεστιβαλικό σινεμά είναι μία σκέτη «περιπέτεια». Αναζητάς το καινούργιο, ρισκάρεις με το ευπρόσδεκτο ή την αποτυχία. Το γαλλικό «Perdrix» του Ερβάν Λε Ντουκ (από το τμήμα Another Take) επιχειρεί να αποσυνθέσει το είδος της ρομαντικής κομεντί με χιούμορ πραγματικά σουρεαλιστικό και λειτουργικό… στην αρχή. Ο αστυνομικός που δέχεται στη ζωή του τη «ρομαντική» εισβολή ενός θύματος κλοπής αυτοκινήτου από… ακτιβιστές γυμνιστές, κάπου καταφέρνει να αγγίζει την γκονταρική αναρχία της περιόδου του «Weekend» (1967), αλλά γρήγορα οδηγείται σε μία απίστευτη φλυαρία και την κυριολεκτική απώλεια των ευρημάτων που εξαρχής έδιναν ελπίδες για κάτι φρέσκο και κοινωνικά κανιβαλιστικό. Φάγαμε ήττα. Παρομοίως, το πολυακουσμένο τελευταίο φιλμ της Τζοάνα Χογκ (στο έργο της οποίας πραγματοποιείται και ρετροσπεκτίβα εφέτος) «The Souvenir» (φωτό) ήταν ένα φιλμ που εύκολα μισείς ή θαυμάζεις. Ερωτική σχέση εξάρτησης που δίνει μεγάλο σεναριακό πάτημα στο ζήτημα του εθισμού στα ναρκωτικά σταδιακά, ακουμπά μελοδραματισμούς και γραφικές παρεκτροπές αφήγησης που δεν κάνουν την καλύτερη παρέα με το αντισυμβατικό σκηνοθετικό ύφος, για το οποίο ποτέ δεν καταλήγεις σε συμπέρασμα αν πρόκειται περί νοσταλγίας προς τη δεκαετία του ’80 ή είναι προσηλωμένο σε ένα τόσο παλιακό ύφος «αγγλικουργιάς» διότι εκεί παρέμεινε (σε ιδέες) παντοτινά. Εξαντλήθηκα. Αλλά επιφύλασσε συγκινήσεις στην επιλογή των τραγουδιών της εποχής εκείνης (από Specials μέχρι Ρόμπερτ Γουάιατ).

Οι σινεματικές αναζητήσεις σε ύφος ή αφήγηση αποδείχτηκαν πιο ενδιαφέρουσες στις επόμενες δύο περιπτώσεις (από το κυρίως πρόγραμμα). Στο αυστριακό «Nobadi» του Καρλ Μάρκοβιτς ένας σχεδόν απάνθρωπος γέρος ζητά από έναν νεαρό Αφγανό μετανάστη να τον βοηθήσει να σκάψει τον λάκκο στον οποίο σκοπεύει να θάψει τον πεθαμένο σκύλο του. Σπουδή χαρακτήρων με απροσδόκητη εξέλιξη στην ιστορία, το έργο σεβάστηκε πλήρως το θέμα της σκιαγράφησης χαρακτήρων, προκαλώντας ποικίλα συναισθήματα, ενώ ακόμη και μία ακραία θριλερική τροπή δεν «κλώτσαγε» άσχημα στο σύνολο. Υπήρξε σοβαρή αίσθηση ενόχλησης για το gore στοιχείο από μερίδα του κοινού στην προβολή, αλλά άξιζε τον κόπο. Σωστή δουλειά στο σύνολό της. Στο ουκρανικό «Atlantis» (φωτό) του Βαλεντίν Βασιάνοβιτς παρακολουθούμε ένα όχι ακριβώς δυστοπικό μέλλον φαντασίας αλλά τις συνέπειες πολέμων στην περιοχή, κάπου στο 2025, με τη γη να έχει υποστεί σοβαρή οικολογική καταστροφή και όσους έδωσαν όλον τους τον εαυτό για την πατρίδα και τα κυριαρχικά της δικαιώματα να συνειδητοποιούν ότι πρέπει να την εγκαταλείψουν διότι η διαβίωση εκεί είναι πλέον ανέφικτη. Με το τοπίο να γεμίζει σαπισμένα σώματα νεκρών στρατιωτών που ξεθάβονται δίχως ταυτότητα (τις περισσότερες φορές), ο ήρωας του φιλμ αναζητά εργασία για τα προς το ζην, προσπαθώντας να ξεπεράσει τα τραύματα της πολεμικής εμπειρίας. Μεγάλα σε διάρκεια στατικά πλάνα, ένα κλίμα ζόφου και απογοήτευσης, δυναμική αισθητικής κάδρου και παγερός ψυχισμός δημιουργούσαν μία εμπειρία φιλμικού σύμπαντος που ή σε έπαιρνε μαζί του ή σε έκανε να βαρεθείς και να μην βγάζεις άκρη για τον τελικό σκοπό ύπαρξης του φιλμ. Ανήκω στην πρώτη κατηγορία.

Είχα πολλές ελπίδες για το «The Lodge» (φωτό) της συζύγου του Ούλριχ Ζάιντλ, Βερόνικα Φραντς, και του Ζέβεριν Φιάλα, που είχαν υπογράψει το εξαιρετικό θρίλερ «Ich Seh Ich Seh» (είχε παίξει εδώ το 2014). Αγγλόφωνο τούτο εδώ (από το τμήμα του Round Midnight), βρίσκει το δημιουργικό δίδυμο πιστό στο genre του τρόμου, με κάποιες «παραξενιές» και αυθεντικότητα στην ιστορία (έστω κι αν το μοτίβο των ανήλικων παιδιών και της μητέρας επαναλαμβάνεται εδώ). Ζευγάρι σε διάσταση, εκείνος δηλώνει ότι πρόκειται να παντρευτεί την ερωμένη του, η σύζυγος αυτοκτονεί, τα παιδιά εξοργίζονται, λίγες μέρες διακοπών σε ερημικό καταφύγιο (το οποίο πρόκειται να αποκλειστεί από χιονοθύελλα) έρχονται σαν πρόσχημα του συζύγου ώστε να έρθουν πιο κοντά τα τέκνα του με τη μέλλουσα μητριά. Σε υποψιάζει διαρκώς για το πού το πάει το σενάριο, από ένα σημείο κι έπειτα οι όποιες αμφιβολίες χάνονται, μαζί και η ελπίδα για κάτι ανατρεπτικό που θα σώσει τούτη την ενδιαφέρουσα ταινία είδους που καταλήγει να μην αξιοποιεί τις αρχικά καλές ιδέες της (το «μεταφορικό» και ενίοτε «μαρτυριάρικο» εύρημα με το κουκλόσπιτο κάπου χάνεται στην εξέλιξη της αφήγησης, για παράδειγμα). Πετυχημένο το κλίμα τρόμου, πάντως. Από την άλλη, υπάρχει και ένα εντελώς διαφορετικό είδος «τρόμου»: εκείνο της παρακολούθησης μιας πραγματικά φρικτής ταινίας, όπως του «Technoboss» του Πορτογάλου Ζουάου Νικολάου (από το τμήμα του Another Take), με ήρωα έναν ώριμο και βαριεστημένο κύριο που εργάζεται σε εταιρεία η οποία παρέχει συστήματα ασφαλείας και παρακολούθησης για ξενοδοχεία και επιχειρήσεις. Με διάθεση για offbeat πλακίτσα και έναν πρωταγωνιστή διόλου χαρισματικό ώστε να σε νοιάζει η πορεία του, το φιλμ αποτέλεσε ένα κυριολεκτικά βασανιστικό δίωρο, με τον σκηνοθέτη να είναι… εγκληματικά συνυπεύθυνος και για το μοντάζ. Επίσης, όποιος έγραψε αυτό το πράγμα («εικόνες παραλόγου τον κατακλύζουν, τοπία μεταμορφώνονται σε πίνακες και άνθρωποι τραγουδούν από το πουθενά, καθρεφτίζοντας τη δική του εσωτερική αλλαγή») στη σύνοψη του καταλόγου του φεστιβάλ, αξίζει παραδειγματική και βίαιη τιμωρίας (ίσως το να βλέπει την ταινία σε λούπα για ώρες να αρκεί…). Είχα καιρό να αισθανθώ να μου κόβονται τα πόδια σε προβολή! Και, όχι, σπανιότατα βγαίνω εκτός αιθούσης πριν από το τέλος διότι έφριξα από έργο. Επαγγελματικό βίτσιο.

Δύο τελευταίες, μικρές παρατηρήσεις. Πόσο όμορφο είναι να βλέπεις συντηρητικούρες θεατών να βγαίνουν από τα ρούχα τους με το συνοδευτικό φιλμάκι της Βιολέτας (φωτό), από τα μικρού μήκους επετειακά που σκηνοθέτησε ο Βασίλης Κεκάτος! Και η δεύτερη είναι σχετική: έχει ξεφύγει εντελώς η κατάσταση με τα spots που προβάλλονται πριν από κάθε ταινία. Σήματα του φεστιβάλ, οδηγίες χρήσης, χορηγοί, κάτι τουριστικά για την Ελλάδα, τα ταινιάκια του Κεκάτου, όλα μαζί βγάζουν στην καλύτερη περίπτωση ένα κανονικό επιπλέον εξάλεπτο στη διάρκεια του φιλμ που ακολουθεί και ενίοτε δημιουργούν καταστάσεις θρίλερ για το κατά πόσο προλαβαίνεις να πας σε επόμενη προβολή, όταν ο χρόνος σε περιορίζει τραγικά (βάλε και ενδεχόμενο πρόλογο με καλεσμένο, που βγάζει τουλάχιστον δεκάλεπτο στην καθυστέρηση, βάλε και περπάτημα από Ολύμπιον σε λιμάνι, για παράδειγμα). Καταλαβαίνω τη σημασία των χορηγιών, αλλά αυτό το πράγμα είναι απαράδεκτο, ειδικά όταν υπάρχουν παντού έξω από τις αίθουσες οθόνες, οι οποίες θα μπορούσαν να παίζουν non-stop τα videos της κάθε εταιρείας. Όλοι θα τα έχουμε δει, άπειρες φορές, σε ημερήσια βάση. Εάν αυτό δεν γίνεται κατανοητό, ας ζητηθεί από τους χορηγούς τα spots να μην ξεπερνούν τα (ας πούμε) 15 δευτερόλεπτα σε διάρκεια. Σε κανέναν δεν προσφέρει κάτι παραπάνω ένα έπος… σκέτης διαφήμισης. Εις βάρος της κινηματογραφικής απόλαυσης, πόσω μάλλον σε ένα φεστιβάλ.