FreeCinema

Follow us
07.1113:15

Θεσσαλονίκη 60: Και καλό σινεμά και Τζον Γουότερς χωρίς κινητά!


Ταινίες που απολαμβάνεις, ταινίες που θέλεις να ξεχάσεις, ταινίες που σε κάνουν να μην επιθυμείς την επιστροφή σε τούτη την πόλη! Το 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης διαθέτει… «δοκιμασίες» για κάθε γούστο. Και στην τελική, σου πετάει κι έναν Τζον Γουότερς επί σκηνής, για το πιο λυτρωτικό γέλιο της φετινής διοργάνωσης. Και χωρίς κινητά!

Ειλικρινά, το να κάθεσαι σε κινηματογραφική αίθουσα για ώρες, κάμποσες φορές την ημέρα, θέλει ένα κάποιο κουράγιο. Και απαιτεί δύναμη, που συνήθως σου προσφέρει το καλό σινεμά. Υπάρχει και τέτοιο στο 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και μάλιστα η έκπληξη είναι ότι προέρχεται από το Διεθνές Διαγωνιστικό, τμήμα το οποίο παλιότερα (ή συχνότερα) δεν τολμούσες να πλησιάσεις! Κάποια ευτυχής συγκυρία έχει φέρει εδώ φέτος έργα που σε βγάζουν από την αίθουσα με ικανοποίηση και διάθεση να κουβεντιάσεις γι’ αυτά. Λαμπρά παραδείγματα, η «Lillian» του Αυστριακού ντοκιμαντερίστα Αντρέας Χόρβατ και το «Wet Season» του Άντονι Τσεν από τη Σιγκαπούρη. Σε παραγωγή του Ούλριχ Ζάιντλ, το πρώτο παρακολουθεί την πορεία της Ρωσίδας μετανάστριας Λίλιαν, από τη Νέα Υόρκη μέχρι… το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα, αφού το αντίστοιχο αμερικάνικο δεν φτούρησε. Χωρίς visa, χωρίς χρήματα και χωρίς την παραμικρή βοήθεια, η Λίλιαν αρχίζει να περπατά με σκοπό να διασχίσει τις ΗΠΑ, να περάσει στον Καναδά, κατόπιν στην Αλάσκα και από εκεί να περάσει τα ρωσικά σύνορα! Με τα πόδια! Επίσης, η ηρωίδα δεν ομιλεί την αγγλική γλώσσα, με αποτέλεσμα το φιλμ να παίρνει σχεδόν τη μορφή έργου του βωβού κινηματογράφου, επικεντρώνοντας έτσι στην εκφραστικότητα της (μοναδικής) πρωταγωνίστριάς του, Πατρίτσια Πλάνικ, όσο και στο αχανές widescreen τοπίο της χώρας. Με διόλου δηκτικό τρόπο, ο Χόρβατ απλά καταγράφει την παρακμή και την εγκατάλειψη (του εσωτερικού, ειδικότερα) της Αμερικής του σήμερα, καθώς η κάμερά του περνά από τη μία Πολιτεία στην άλλη, προσθέτοντας ηχητικά αποσπάσματα από ραδιοφωνικές εκπομπές, με πρόζα απολύτως κενή σε περιεχόμενο, σχεδόν όσο κενή είναι η ζωή και οι προσωπικότητες των ανθρώπων που συναντά στον δρόμο η Λίλιαν. Εμπνευσμένο από μία αληθινή ιστορία, το «Lillian» είναι ένα πικρά ωμό φιλμ, χωρίς συναισθήματα, χωρίς μελοδραματισμούς, με μία γλώσσα κινηματογραφικά απογυμνωμένη, ένα ντοκουμέντο για το επερχόμενο τέλος του δυτικού πολιτισμού και τον βιασμό λαών και παραδόσεων, αν όχι και της φύσης της ίδιας. Που έχει τη δύναμη να (μας) εκδικηθεί…

Στο «Wet Season» του Άντονι Τσεν, μία δασκάλα της κινέζικης γλώσσας σε γυμνάσιο της Σιγκαπούρης ξεχωρίζει έναν από τους πιο μέτριους μαθητές της τάξης της και προσπαθεί να τον βοηθήσει να περάσει με καλό βαθμό. Η γυναίκα είναι σαραντάρα, ανικανοποίητη από τον γάμο της, με έναν σύζυγο διαρκώς απόντα και τον ανάπηρο πεθερό της να εξαρτάται σχεδόν μονάχα από εκείνη, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να πιάσει παιδί, μετρώντας ήδη οκτώ χρόνια αποτυχιών. Το νεαρό αγόρι είναι ταλαντούχος αθλητής του wushu, λατρεύει τον Τζάκι Τσαν και μεγαλώνει σχεδόν μόνος, σε ένα παρατημένο από τους γονείς του σπίτι. Τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους θα δημιουργήσουν μία «γέφυρα» φιλίας, με το νοιάξιμο να μεγαλώνει σταδιακά. Η ιστορία βαδίζει (χωρίς να ενοχλεί ή να απογοητεύει) σε προβλέψιμα μονοπάτια, όμως η κομψότητα των συναισθημάτων ανθρωπιάς που χαρακτηρίζει το ασιατικό σινεμά βγαίνει εντελώς αβίαστα εδώ, με τον Τσεν να συνδυάζει επαγγελματική αρτιότητα και τεχνογνωσία αφήγησης του δυτικού σινεμά, σε βαθμό να αισθάνεσαι ότι βλέπεις… αμερικάνικη ταινία (για καλό το λέω)! Θα του έδινα κι ένα διαβατήριο για Χόλιγουντ δίχως δεύτερη σκέψη.

Από την άλλη, το πρόβλημα της ελληνικής παραγωγής δείχνει όλο και πιο τρομακτικό. Ο «Απόστρατος» του Ζαχαρία Μαυροειδή παραμένει η μοναδική ταινία της φετινής διοργάνωσης που έχει κερδίσει τον περισσότερο κόσμο κι έχει μετατραπεί σε «talk of the town», δίπλα σε πρεμιέρες ελληνικών φιλμ που πάσχουν από τα ίδια ακριβώς πράγματα: αδυναμία / ανικανότητα χειρισμού σεναρίου και αφηγηματικής ανάπτυξης έργου. Στο «Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών» του Σύλλα Τζουμέρκα η λέξη «κρίμα» βροντοφωνάζει με bold στοιχεία. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο, να βλέπεις σκηνοθέτη που χειρίζεται τέλεια τη «γλώσσα» της εικόνας, να ηττάται τόσο άσχημα σε όλα τα υπόλοιπα και βασικότατα στοιχεία της φιλμικής αφήγησης. Εδώ δεν υπάρχει άγνοια. Υπάρχει μία εμμονή στα ίδια λάθη! Ο Τζουμέρκας δεν δείχνει αποφασισμένος να υπηρετήσει ένα συγκεκριμένο φιλμικό είδος (και εδώ μιλάμε για ταινία είδους), δραματουργικά το εγχείρημα βρίσκεται στον αέρα, το σενάριο δεν διαχειρίζεται ούτε ολοκληρώνει ποτέ χαρακτήρες και το μοντάζ ακολουθεί αυτοκτονικά την τρικυμία των όσων προανέφερα. Η εισαγωγική σεκάνς είναι εντυπωσιακή (επίθεση της αντιτρομοκρατικής σε διαμέρισμα οργάνωσης αντιεξουσιαστών), αλλά ολοκληρώνεται με μία… παρτούζα που (ειλικρινά) δεν κατάλαβα τι ήθελε να μας πει (πόσω μάλλον σε «καθρέφτισμα» επερχόμενης σεκάνς). Στοχοποιημένη από τρομοκράτες, μια αστυνομική επιθεωρητής παίρνει μετάθεση για να διοικήσει το Τμήμα Μεσολογγίου και να «χαθούν» τα ίχνη της, διότι έχει και μικρό παιδί. Λίγα χρόνια αργότερα, ξυπνά σε κρεβάτι με hangover και γυμνό άνδρα δίπλα της (αργότερα μαθαίνουμε ότι είναι ένας παντρεμένος ντόπιος γιατρός) και ξεκινά για τη δουλειά με απίστευτη (και μόνιμη) ζοχάδα. Παρά τον επαγγελματικό της ρόλο, η ηρωίδα είναι σχεδόν όλη τη μέρα τύφλα στο μεθύσι και σνιφάρει κι από πάνω! Δεν παίρνουμε καμία επιπλέον πληροφορία για τον χαρακτήρα της. Εκτός από το ότι θέλει να επιστρέψει στην Αθήνα. Σε ένα βραδινό τραπέζωμα, το φιλμ μάς συστήνει ένα μάτσο από νέα πρόσωπα (προσοχή, όχι χαρακτήρες…), που θα αποτελέσουν τους «πρωταγωνιστές» / μέλη μίας μικρογραφίας της τοπικής κοινότητας. Ένας θάνατος μετατρέπει σε θριλερικό το (έως τώρα τύπου κοινωνικό) στόρι και η ηρωίδα αρχίζει τις ανακρίσεις για να καταλήξει στο αν υπάρχει ένοχος ή όχι. Προκύπτουν και δύο (σκέτα) εμβόλιμες στιγμές… «βιβλικών» αναφορών (!), που δεν ολοκληρώνονται (σε κάτι) νοηματικά μέχρι τέλους. Το καστ παλεύει να δώσει ψυχή σε ρόλους που σχεδόν δεν υπάρχουν, εικόνες μόνο σε κερδίζουν, όλο το υπόλοιπο φιλμ σε αφήνει σε αμηχανία. Βγαίνοντας έξω από την αίθουσα, συνειδητοποίησα πως αν δεν υπήρχε η σκηνή του τραπεζιού, δεν θα υπήρχε σενάριο και ήρωες! Είδα και το «Cosmic Candy» της Ρηνιώς Δραγασάκη. Εδώ δεν έχω λόγια. Χριστέ και Παναγία (αν και agnostic, θα αναφωνήσω)! Θέλω να ξεχάσω! Η μόνη παρατήρηση που θα πρόσθετα είναι ένα τεράστιο… γιατί βρέθηκε στο Διεθνές Διαγωνιστικό;

Δεν θα προχωρήσω σε άλλα φιλμ που παρακολούθησα αυτές τις μέρες, θα υπάρξουν και άλλα σχετικά posts, άλλωστε. Θα πω, όμως, ένα μεγάλο μπράβο για το ότι το 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μας έδωσε τη χαρά να ζήσουμε την εμπειρία της σκηνικής παρουσίας του Τζον Γουότερς στο κατάμεστο Ολύμπιον, σε ένα λεκτικό show αυτοαναφορικότητας και κριτικής γύρω από την πολιτική, την τέχνη, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και τα κοινωνικά πρότυπα και κανόνες. Και όλο αυτό απαγορεύοντας ρητά τη χρήση κινητών τηλεφώνων! Μπράβο, μπράβο, μπράβο! Ο Γουότερς ήταν τόσο χειμαρρώδης και ξεκαρδιστικός, που έκανε το γέλιο να μοιάζει με μία λυτρωτική ανάσα ζωής. Τώρα, αν πετύχετε πουθενά στα social γνωστό, φίλο ή τυχαίο που κατάφερε να τραβήξει έστω και μία εικόνα εντός αιθούσης (εκτός από εκείνες που τράβηξαν οι συνεργαζόμενοι με το φεστιβάλ επαγγελματίες φωτογράφοι), παρά τις ευγενικές παρακλήσεις της διοργάνωσης (και του ιδίου του Αμερικανού σκηνοθέτη!) ή την αισθητή παρουσία security στον χώρο, πείτε του κι από εμένα: είσαι και πολύ μαλάκας / μαλακισμένη! Ευχαριστώ.