Ο ΙΡΛΑΝΔΟΣ (2019)
(THE IRISHMAN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Παρανομίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάρτιν Σκορσέζε
- ΚΑΣΤ: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Αλ Πατσίνο, Τζο Πέσι, Στίβεν Γκρέιαμ, Ρέι Ρομάνο, Τζέσι Πλέμονς, Άννα Πάκουιν, Κάθριν Ναρντούτσι, Αλέκσα Παλαντίνο, Μπόμπι Καναβάλε, Χάρβεϊ Καϊτέλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 209'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Εκτελεστής της Μαφίας αναπολεί τις δόξες του παρελθόντος, με «κορωνίδα» την ανάμιξή του στην «εξαφάνιση» του φημισμένου συνδικαλιστικού ηγέτη Τζίμι Χόφα.
Ο Μάρτιν Σκορσέζε δεν περιμένει από εμένα να κάνω κριτική για τον «Ιρλανδό» του. Γι’ αυτό και σε τούτη την περίπτωση θα προτιμήσω να μιλήσω ως θεατής, που έχει παρακολουθήσει και την πλήρη φιλμογραφία του και ποτέ δεν αποποιήθηκα αυτού του ρόλου μου εντός της αιθούσης. Αντιθέτως, αισθάνομαι την υποχρέωση να δηλώνω πρωτίστως θεατής απέναντι στη μεγάλη οθόνη. Ο κριτικός… πιάνει δουλειά κατόπιν προβολής. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, προσδεθείτε!
Λυπάμαι που θα το πω, αλλά εδώ «πρωταγωνιστής» δεν είναι ούτε το ίδιο το φιλμ, ούτε και ο Σκορσέζε. Είναι ένα νέο «κινηματογραφικό» σήμερα τηλεοπτική πλατφόρμας streaming με το όνομα Netflix. Το τελευταίο διακαώς επιθυμεί να αποκτήσει περγαμηνές «φιλμικού» studio που θα αναγνωριστεί και από την Ακαδημία Κινηματογράφου, ώστε με την κατοχή κάποιων Όσκαρ να πουληθεί καλύτερα σαν «Χόλιγουντ» στη συνείδηση των πελατών του. Για το Netflix, το σινεμά είναι ένα είδος σωστής διαφήμισης. Και έχει αποφασίσει να σπαταλήσει πολλά λεφτά γι’ αυτή τη διαφήμιση, χαρίζοντας «καθρεφτάκια» αμέτρητων εκατομμυρίων δολαρίων σε ονόματα της «γειτονικής» του βιομηχανίας. Όταν κατάλαβε ότι μονάχα με ηθοποιούς (όπως ο Άνταμ Σάντλερ) δεν γίνεται δουλίτσα (διότι ο σχετικός Τύπος στις ΗΠΑ πρέπει να κρατά και κάποια προσχήματα…), το Netflix άρχισε να επιστρατεύει φίρμες σκηνοθετών που «τυγχάνει» να είναι και οσκαρικοί. Πέρυσι η περίπτωση του «Ρόμα» σκανδάλισε αρκετά τους ψηφοφόρους της Ακαδημίας με την επιθετικότητά του (το κόστος της οσκαρικής προώθησης ξεπέρασε εκείνο του φιλμ!), καταλήγοντας να χάσει το βραβείο καλύτερης ταινίας.
Φέτος, λοιπόν, επιστρατεύτηκε ένα όνομα θρυλικό. Δεν σημαίνει ότι όποιο έργο έχει γυρίσει ο Μάρτιν Σκορσέζε στην καριέρα του είναι και αριστούργημα (προς Θεού!). Αλλά ο Σκορσέζε για το αμερικανικό σινεμά αποτελεί συνώνυμο του σεβασμού. Σήμερα ο Σκορσέζε είναι 77 ετών. Έχει προταθεί έντεκα φορές για Όσκαρ και έχει κερδίσει μόλις μία (το 2007, και ελαφρώς χαριστικά, if you ask me). Το να γυρίσει ο Σκορσέζε σε ταινία τον «Ιρλανδό» ήταν ένα πολυετές όραμα (διαβάστε τα σχετικά εδώ), μα βασικά πολυέξοδο. Δηλαδή, το ιδανικό vanity project για το Netflix. Που του έδωσε ό,τι ζήτησε και τον άφησε να κάνει ό,τι θέλει. Γιατί το Netflix δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την πορεία μιας παραγωγής του στα κινηματογραφικά ταμεία (ούτε καν εισιτήρια δεν «ριπορτάρει», να ξέρουμε πόση απήχηση είχαν τα φιλμ του που διανέμονται και στις αίθουσες). Αυτό που υπολογίζει η πλατφόρμα είναι καλύτεροι τίτλοι στο library της. Και βραβεία, εντάξει; Παίρνει τον Σκορσέζε (ο οποίος στο παρελθόν έχει απασχολήσει αρκετά τα media για τους καυγάδες του με τα studios που του ζητούσαν να μικρύνει τη διάρκεια των ταινιών του) και περιμένει απ’ αυτόν να παραλάβει κάτι… «επικό». Για να φτάσουμε σε ένα έργο διάρκειας 209 λεπτών! Σε περίπτωση που δεν αντιλαμβάνεσαι ξεκάθαρα τι εστί 209 λεπτά, είναι 3 ώρες και 29 λεπτά. Στον «Λύκο της Wall Street» είχε σφαχτεί με την Paramount για να βγει τρίωρο το φιλμ. Εδώ, cool. Γιατί; Το Netflix δεν έχει λόγο να διαμαρτυρηθεί για κάτι που κάνει κακό στο σινεμά. Έχει συμφέρον από αυτό! Ποιος αιθουσάρχης είναι χαρούμενος παίζοντας φιλμ τόσο μεγάλης διάρκειας (με το ζόρι τού βγάζει δύο παραστάσεις την ημέρα); Και πόσο χαρούμενα είναι τα σινεμά που παίζουν (στις ΗΠΑ από την 1η του Νοέμβρη) μία ταινία η οποία θα διατίθεται νόμιμα στις τηλεοράσεις και τους συνδρομητές του Netflix από τις 27 του ίδιου μήνα; Ένα κινηματογραφικό studio θα είχε καταρρεύσει αν τολμούσε να ακολουθήσει παρόμοιο σχεδιασμό προγραμματισμού. Αλλά εδώ… δεν μιλάμε για σινεμά!
Ο «Ιρλανδός» στη γλώσσα τού streaming και του ταχείας κατανάλωσης τηλεοπτικού προϊόντος τού σήμερα χαρακτηρίζεται περισσότερο σαν «binge watching σε κινηματογραφική αίθουσα» παρά σαν φιλμική εμπειρία που αξίζει να βιώσεις στο σινεμά. Πλήρως ανοικονόμητο στην αφήγησή του, αν ιδωθεί μονοκοπανιά (χωρίς διάλειμμα) σε κινηματογράφο, σε κάνει να μισήσεις το format και την επιλογή σου να το δεις σε μεγάλη οθόνη (λες και ανήκε εκεί εξαρχής…). Προσωπικά, δεν απήλαυσα καθόλου το έργο, άρχισα να κοιτάζω την ώρα γύρω στα 80 πρώτα λεπτά της διάρκειάς του και η τελευταία ώρα ήταν σχεδόν οδυνηρή στην παρακολούθησή της, εξαιρώντας κάπως το ημίωρο του φινάλε, το οποίο λες και έχει βγει από άλλη ταινία! Όχι ότι ο «Ιρλανδός» είναι μία πραγματικά κακή ταινία. Συγκρίνοντας, όμως, με τα γκανγκστερικά του classics, είναι ο αντίστοιχος «Νονός ΙΙΙ» για τη φιλμογραφία του Σκορσέζε. Τέτοιου μεγέθους αποτυχία. Ακολουθώντας το τυπικό μοτίβο εξιστόρησης μιας «saga» δεκαετιών, ο Φρανκ Σίραν (Ντε Νίρο) μας αφηγείται από ένα γηροκομείο στο «τώρα» τα πιο αξιομνημόνευτα βήματα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας ως εκτελεστή της Μαφίας, σαν να παρακολουθούμε συρραφή ανάλογης τηλεοπτικής σειράς (δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι το Netflix κάποτε θα «ανακαλύψει» extra υλικό και θα το κάνει και mini series, εδώ το τόλμησε ολόκληρη Paramount με τον «Νονό»…). Δυστυχώς, το φιλμ κυλά δίχως ίχνος σκηνής ανθολογίας (ή κάτι πρωτότυπου, που δεν έχουμε ξαναδεί από τον Σκορσέζε, βρε αδελφέ!) και, προσωπικά, με έκανε να νοσταλγώ τα απείρως καλύτερα (και όποια!) επεισόδια των τηλεοπτικών «The Sopranos». Η μη γραμμική αφήγηση, οι διάφορες υποπλοκές και η πληθώρα προσώπων δεν επιτρέπουν να επιτευχθεί κάποια εμβάθυνση στους χαρακτήρες (γιγάντιο πλήγμα στο κομμάτι της σχέσης του Φρανκ με την κόρη του Πέγκι, ειδικά όταν βρίσκεται στην ηλικία της Πάκουιν), ενώ την ίδια στιγμή ο Σκορσέζε σπαταλά πολύτιμο χρόνο σε μακράς διάρκειας σεκάνς που θα μπορούσαν να λείπουν κανονικά (η τελετή βράβευσης του Φρανκ) ή να έχουν σμικρυνθεί χαρακτηριστικά (το ride για το τελευταίο ραντεβού του Τζίμι Χόφα με τον Άντονι Προβεντζάνο, των Πατσίνο και Γκρέιαμ, αντίστοιχα). Το έχω ξαναπεί και για άλλες ταινίες που παρουσιάζουν προβλήματα αφηγηματικού σκελετού στην ιστορία τους, δίχως αρχή, μέση και τέλος. Έτσι, ο «Ιρλανδός» θα μπορούσε να διαρκεί και… season ολόκληρα στην TV, όχι μόνο 209 λεπτά (και τι ωραία επεισόδια θα έβγαζε η έναρξη του δολοφονικού του βίου ως φαντάρου στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σκηνή έξοχη που φανερώνει για τον χαρακτήρα πολύ περισσότερα από τη φλυαρία τού υπόλοιπου έργου)!
Για μένα (πάντα), ακόμη μία σοβαρή ενόχληση που είχα από το φιλμ ήταν η χρήση των ψηφιακών εφέ για το «de-aging» των ηθοποιών. Τα εφέ καλύπτουν πλήρως τα εμφανισιακά χαρακτηριστικά τους, «κλέβοντας» τη φυσικότητα των προσώπων, με αποτέλεσμα να παρακολουθείς μία «πλαστικούρα» σχεδόν γκροτέσκα, που μου θύμισε τους μακιγιαρισμένους κακούς του «Dick Tracy» του Γουόρεν Μπέιτι! Ίσως ακραίο το παράδειγμα, αλλά ταιριαστό για τον βαθμό «αλλοίωσης» των προσώπων του ανδρικού καστ. Τώρα, πού είδαν «οσκαρικές» ερμηνείες εδώ τόσοι κριτικοί, απορώ (ειδικά για την περίπτωση του Πέσι). Ο Ντε Νίρο μετακινεί το βλέμμα αριστερά-δεξιά με μία γηραλέα απάθεια, ενώ η γλώσσα του σώματός του και οι κινήσεις του τον προδίδουν στις σεκάνς της «νιότης» του, ο Πατσίνο είναι σαν να του έχουν βάλει «χαλινάρι» (ευτυχώς) και υπακούει σε κάτι αξιοπρεπές ερμηνευτικά, ενώ οι υπόλοιποι ρόλοι είναι περισσότερο καρικατούρες στερεοτύπων της Μαφίας (στενοχωρήθηκα με την τόσο… ανύπαρκτη εμφάνιση του Καϊτέλ, που στέκει δίχως λόγο και αιτία σε δύο σκηνούλες, σαν τη «γλάστρα»).
Κι εκεί που η εξάντληση (λόγω χρόνου και έλλειψης ενδιαφέροντος για τα τεκταινόμενα, πια) λειτουργεί εις βάρος του «Ιρλανδού», κάπου γύρω στο τελευταίο ημίωρο, ο Σκορσέζε κάνει μία «γυριστή» προσέγγισης επάνω στον ήρωά του, με έναν μοιραία ελεγειακό τόνο, ώστε να μας δηλώσει την ανησυχία του για τον επερχόμενο θάνατο, ουχί όπως συνέβη σε ντουζίνες αληθινών προσώπων (που με ένα ειρωνικό freeze frame για τον καθένα μαθαίνουμε πότε και πόσες σφαίρες έφαγε, ίσως το μοναδικό εύρημα που θα συγκρατήσεις από το έργο), αλλά εξαιτίας… της παρόδου του χρόνου (γελάω για τον κίνδυνο χιουμοριστικής παρερμήνευσης της ατάκας). Και, ναι, για φαντάσου, στο τέλος, καλοί ή κακοί, όλοι πεθαίνουμε. Και ίσως και να έχουμε μείνει μόνοι σ’ αυτές τις τελευταίες στιγμές της ζωής. Γιατί, όπως σαρκαστικά μας λέει κι ο Σκορσέζε, ουδείς άλλος απέμεινε από όλη αυτή την ιστορία για να πιστοποιήσει τι συνέβη στον «εξαφανισμένο» Τζίμι Χόφα. Ο χρόνος στάθηκε ο μεγάλος «δολοφόνος» μιας ολάκερης γενιάς ανθρώπων. Και συνεχίζει να υφίσταται, διότι αυτή είναι η φύση μας. Και φοβόμαστε γι’ αυτό (οι περισσότεροι άνθρωποι, μην υπολογίζετε κι εμένα σ’ αυτό). Και ο Φρανκ και ο Σκορσέζε. Και δεν κλείνουμε μάτι από τη φοβέρα αυτή. Εγώ, πάλι, που κόντεψα να πεθάνω στο κάθισμα του κινηματογράφου για 209 λεπτά non-stop, φοβάμαι περισσότερο το κακό σινεμά. Ή το σινεμά που μου τρώει τα χρόνια. Άδικα.
Ο «Ιρλανδός» είναι ένα αδιαμφισβήτητο κινηματογραφικό έπος, μακράν η καλύτερη ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε εδώ και κάποιες δεκαετίες, ο δικός του «Πολίτης Κέιν» (και δεν χρησιμοποιώ ελαφρά αυτή τη σύγκριση). Έτσι είχα περιγράψει τις πρώτες μου εντυπώσεις μετά τη δημοσιογραφική προβολή και την επακόλουθη συνέντευξη Τύπου για το φιλμ το οποίο «έκλεισε» το φετινό κινηματογραφικό Φεστιβάλ Λονδίνου – και το σχόλιο παραμένει αυτούσιο και ειλικρινές. Ο Μάρτιν Σκορσέζε, στα 76 του χρόνια και συντροφιά με πιστούς, αγαπημένους και μακροχρόνιους συνεργάτες του, ανέλαβε την κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου του 2004, «I Heard You Paint Houses», του πρώην εισαγγελέα ανθρωποκτονιών, ανακριτή και δικηγόρου Τσαρλς Μπραντ, αποδέχθηκε την πρώτη του (και αμφιλεγόμενη) συνεργασία με το Netflix και παρέδωσε ένα αυθεντικό καλλιτεχνικό έπος, του οποίου η σημασία και οι «συνέπειες» για την παρούσα αλλά και διαχρονική θέση του σινεμά θα μελετώνται για αρκετές δεκαετίες μετά.
Το βιβλίο του Μπραντ και, κατά συνέπεια, το σενάριο του πολυβραβευμένου Στίβεν Ζέιλιαν (από τη «Λίστα του Σίντλερ» στις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης», ο άνθρωπος ξέρει να παραδίδει παραδείγματα γραφής κλασικών ταινιών) αφηγείται τη ζωή και το «έργο» του Φρανκ «Ιρλανδού» Σίραν, εκτελεστή της Μαφίας ο οποίος εξομολογείται (αν και ορισμένες του ομολογίες, ειδικά πολύ διαβόητων υποθέσεων, αμφισβητούνται έντονα) την εκτενή δολοφονική του δράση κυρίως για την οικογένεια Μπουφαλίνο, στο διάστημα αρκετών δεκαετιών. Χωρίς να διαχωρίζουν την ταινία σε χρονικά κεφάλαια και συγκεκριμένες υποθέσεις, οι Σκορσέζε / Ζέιλιαν επιλέγουν μια ρευστή αφήγηση, δίχως τη συνήθη σε βιογραφικά φιλμ υπερφόρτωση πληροφοριών για τα χρόνια που περνούν, προτιμώντας εναλλακτικά να δίνουν πληροφορίες για τις ημερομηνίες και αιτίες θανάτου των διαφόρων κυρίως μαφιόζικων προσωπικοτήτων που περνούν από την οθόνη, με απρόσμενα «εύθυμο» αποτέλεσμα. Προσθέτοντας και την προσωπικότητα του Τζίμι Χόφα κάπου στα μισά της ιστορίας, οι θεματικές της πολιτικής διαφθοράς και της ανελέητης φιλοδοξίας αναρρίχησης στις μαφιόζικες αλλά και πολιτικο-κοινωνικές τάξεις βρίσκουν ένα από τα ιδανικότερα παραδείγματα προς αποφυγή της σύγχρονης (αμερικάνικης και όχι μόνο) Ιστορίας.
Netflix και τρεισήμισι ώρες διάρκεια. Η εταιρεία, που τόσο έχει διχάσει το κινηματογραφόφιλο κοινό (ειδικά) την τελευταία διετία, έδωσε στην εν λόγω παραγωγή τον προϋπολογισμό και την ελευθερία καλλιτεχνικών κινήσεων με αντάλλαγμα τη γρήγορη έξοδό της στην πλατφόρμα του streaming. Είναι ένας τέτοιος συνδυασμός καταδικαστέος; «Πούλησαν» ο Σκορσέζε και οι συνεργάτες του την ψυχή τους στον διάβολο για να φτιάξουν ένα μακροσκελές δημιούργημα ματαιοδοξίας; Μάλλον το αντίθετο συνέβη. Ανέτρεψαν κατά κάποιον τρόπο τους έτσι κι αλλιώς συνεχώς εναλλασσόμενους κανόνες αυτής της αβέβαιης και απροσδιόριστης εποχής για το σινεμά και, κατά μεγάλη ειρωνεία, έφτιαξαν μια απόλυτα κινηματογραφική εμπειρία, αντάξια αλλοτινών χρυσών εποχών της 7ης Τέχνης, ένα θεμελιωδώς επικό φιλμικό ταξίδι που επαναφέρει την αυθεντική, ουσιώδη, εκ βαθέων ψυχαγωγική εμπειρία της αληθινής, αναλλοίωτης τέχνης του σινεμά, που, ναι, αξίζει πολύ περισσότερο από το όνομα Netflix στους τίτλους της, ωστόσο μάλλον δεν θα είχε δημιουργηθεί καν από τα πιο «δυσκοίλια» και ήδη οικονομικά στριμωγμένα «κλασικά» χολιγουντιανά studios.
Όσο για τη διάρκεια, ομολογουμένως το νούμερο των 209 λεπτών φαντάζει τρομακτικό, για μερικούς έως και αποτρεπτικό. Ωστόσο, αν δεν πάει κανείς εκ των προτέρων «τρομαγμένος» και αφεθεί στην έξοχη αφηγηματικότητα, το άψογα υφασμένο σενάριο, και σε αυτή την παρέα ηθοποιών, όμοια της οποίας δύσκολα ξαναβρίσκεται στην κινηματογραφική ιστορία, σε αυτή την (πιθανότερα) τελευταία τους συνεύρεση μπροστά από την κάμερα του «συνταξιδιώτη» καθοδηγητή τους, οι τρεισήμισι ώρες θα κυλήσουν αβίαστα, σαν μια παλιά, αγαπημένη ιστορία που όχι μόνο δεν θα κουράσει, αλλά σε στιγμές δεν θα θέλεις και να τελειώσει. Ο «αέρας» της ταινίας κουβαλά συνεχώς μαζί του μία βαρύτητα, όχι γηριατρική μα ελεγειακή, που κάνει την εμπειρία παρακολούθησής της συχνά ευλαβική, σεβάσμια απέναντι στο κινηματογραφικό μεγαλείο, ίσως το τελευταίο δείγμα μιας από τις σπουδαιότερες κινηματογραφικές γενεές σκηνοθετών και ηθοποιών που όχι μόνο σέβονται το δικό τους έργο, αλλά είναι και οι ίδιοι γνώστες και λάτρεις της τέχνης την οποία έχουν υπηρετήσει παραπάνω από μισό αιώνα.
Τα «καλά παιδιά» μεγάλωσαν, ωρίμασαν, γέρασαν και απέκτησαν μία νηφαλιότητα εξίσου επικίνδυνη με τα πιο «άγριά» τους χρόνια, και αυτό δεν αντικατοπτρίζεται καλύτερα σε κανέναν χαρακτήρα περισσότερο από τον Τζο Πέσι, ο οποίος βγήκε από τη «συνταξιοδότησή» του γι’ αυτό το τελευταίο «hoorah». Πάνε οι υπερβολές, οι φωνές κι εκείνη η μανιακή, εξωτερικευμένη βία του Τόμι ΝτεΒίτο. Ο Πέσι του «Ιρλανδού» διαπερνά την ιστορία με μια απρόσμενη υποτονικότητα, μια ήρεμη δύναμη που θυμίζει περισσότερο τον Γιόντα παρά έναν κλασικό σκορσεζικό αρχιμαφιόζο περασμένων εποχών. Ο χαρακτήρας του, ο Ράσελ Μπουφαλίνο, είναι ο ισχυρότερος όλων, χωρίς να υψώνει ποτέ τον τόνο της φωνής του ή να χάνει την ψυχραιμία του. Με ένα νεύμα, ένα βλέμμα, και ο κύβος ερρίφθη για τη μοίρα κάποιου εχθρού, αντιπάλου ή προδότη. Ο 76χρονος ηθοποιός επανέρχεται για μια τελευταία φορά και η απόφασή του ανταμείβει τόσο τον ίδιο όσο κυρίως την ταινία και το κοινό της. Αλλά και ο Αλ Πατσίνο αποτελεί ενός είδους ευχάριστη έκπληξη ως Τζίμι Χόφα. Με μια σειρά πρόσφατων ερμηνειών που χαρακτηρίζονται από την υπερβολή και μανιέρες που θεωρούνται πια γραφικές, ο Πατσίνο εδώ «μαζεύεται», θαρρείς ξαναεμπνέεται να γίνει η ηθοποιάρα περασμένων δεκαετιών και ο Χόφα του είναι ταυτόχρονα διασκεδαστικός και δυναμικός, έντονος αλλά και (σε στιγμές) σχεδόν αφόρητα συμπαθής κι ευάλωτος. Όσο για την άλλη ανόητη «κατηγορία» της σημερινής πολιτικής ορθότητας, ότι ο Σκορσέζε «φιμώνει» και «απαξιώνει» τους γυναικείους χαρακτήρες της ταινίας, ο νοήμων θεατής θα κατανοήσει πολύ γρήγορα πως τα θηλυκά εδώ λειτουργούν ως η ηθική συνείδηση των ανδρών και κυρίως του Φρανκ Σίραν, με τις επικριτικές, καταδικαστικές τους ματιές και τις σπαρακτικές επικλήσεις μέσα από την τηλεφωνική γραμμή και κατευθείαν στο αδύναμο σημείο του ψυχισμού ενός «σκληρού άντρα».
Ωστόσο, ο κεντρικός (αντι)ήρωας της ιστορίας είναι ο ομώνυμος χαρακτήρας, ερμηνευμένος από τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Όπως και στην περίπτωση του Πατσίνο, αρκετές άστοχες πρόσφατες επιλογές απειλούσαν να επισκιάσουν την υπερ-σπουδαία καριέρα ενός τεράστιου ηθοποιού και με τον ρόλο του Φρανκ ο Ντε Νίρο όχι μόνο επιστρέφει ενεργά αλλά και δίνει μία από τις συγκλονιστικότερες εσωτερικές ερμηνείες του σύγχρονου σινεμά. Με μια σχετικά νέα χρήση του CGI που «σβήνει» δεκαετίες από τα πρόσωπα των ηθοποιών (για τη γήρανση και τα λοιπά υπάρχει πάντα το παραδοσιακό μακιγιάζ), ο Ντε Νίρο ερμηνεύει τον Σίραν από νεαρό στρατιώτη σε υπερήλικα τρόφιμο γηροκομείου, εκτελεστή / εργαλείο, μεσάζοντα, ειρηνοποιό, λιγομίλητο αλλά αγαπητά έμπιστο, φίλο αλλά και προδότη. Η πολυεπίπεδη, εσωστρεφής ερμηνεία τού Ντε Νίρο, με τη συσσωρευμένη ένταση και τα ανείπωτα συναισθήματα, καταφέρνει και εισχωρεί στη συνείδηση και τη μνήμη του θεατή όσο ελάχιστες άλλες εκεί έξω, και το γεγονός πως έρχεται από έναν ζωντανό θρύλο του σινεμά την κάνει ακόμα πιο ιδιαίτερη.
Το τελικό κεφάλαιο της ταινίας έρχεται τόσο μοιραία αναπόφευκτο όσο και ο πιο ύπουλος κι αδίστακτος εχθρός όλων, ο χρόνος, με ένα από τα πιο στωικά μελαγχολικά φινάλε (τουλάχιστον) του σύγχρονου κινηματογράφου. Με τον ασταμάτητο χείμαρρο βιομηχανοποιημένων ταινιών (ή «theme parks», όπως μας τα αποκάλεσε ο Σκορσέζε, και δεν έχει καθόλου άδικο) και μια ανελέητη λούπα sequels, prequels, remakes και «αναβιώσεων» που κατακλύζουν τα χωρικά ύδατα της ταλαίπωρης 7ης Τέχνης, «Ο Ιρλανδός» αποτελεί όχι μόνο φωτεινή εξαίρεση, αλλά ίσως και μία από τις τελευταίες πολύτιμες αναλαμπές ενός σινεμά που χάνεται, μαζί με τους πλέον ηλικιωμένους θρύλους του. Και αυτό το σπάνιο δώρο δεν χάνεται.