Ο ΝΟΝΟΣ (1972)
(THE GODFATHER)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φράνσις Φορντ Κόπολα
- ΚΑΣΤ: Μάρλον Μπράντο, Αλ Πατσίνο, Τζέιμς Κάαν, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Νταϊάν Κίτον, Τζον Καζάλε, Τάλια Σάιρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 175'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Αμετανόητος στο θέμα της εμπορίας ναρκωτικών, ο Ντον Βίτο Κορλεόνε βλέπει τις υπόλοιπες μαφιόζικες οικογένειες να τον εχθρεύονται και να διεκδικούν, πλέον, τη θέση του στην κορυφή μιας πανίσχυρης πυραμίδας εξουσίας με δεσμούς στην πολιτική και τις αστυνομικές Αρχές.
Μερικές ταινίες έχουν μια αύρα. «Ο Νονός» υπήρξε από πάντα ένα τέτοιο φιλμ και σήμερα το αποδεικνύει όλο και πιο έντονα, χωρίς να αισθάνεσαι κάτι γερασμένο στη δύναμή του, στην αφήγηση του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ακόμη και στην ουσία του έργου. Το μουσικό θέμα του τίτλου από τον Νίνο Ρότα σου προκαλεί πραγματικό δέος, η εμφάνιση του κλασικού logo σε πνίγει κι εσένα με μια συγκίνηση αλλόκοτη καθώς κάνει ένα σχεδόν πένθιμο fade to black, και η πρώτη ατάκα που ακούς («I believe in America»), φαντάζει τόσο πολιτική και πιο… τρομακτική από ποτέ!
«Ο Νονός» ξεκινά με έναν γάμο και τελειώνει με μια κηδεία, λίγο πριν επικυρωθεί η συνέχιση του βίου της φαμίλιας με την ανάθεση καθηκόντων στον νόμιμο δικαιούχο. Από τη στιγμή που υπάρχει κληρονόμος, η ζωή συνεχίζεται ως έχει. Το σύστημα παραμένει ζωντανό. Η Γη κινείται και κανείς δεν δύναται να διαφοροποιήσει τους μηχανισμούς εξουσίας που ορίζουν την πορεία της, την πορεία της ανθρωπότητας. Κατά κάποιον τρόπο, η προσέγγιση του Μάριο Πούζο, που έγραψε και το διαβόητο βιβλίο στο οποίο βασίστηκε το φιλμ, μοιάζει με μια αλληγορία για το σύστημα, που μπορεί να αντιπροσωπεύει όχι μόνο μια παντοδύναμη κάστα μαφιόζικων οίκων αλλά και κάθε είδους οργανισμό, φτάνοντας μέχρι τις αρχές διοίκησης ενός κράτους. Στην τελική, με τόση διαφθορά και συγγένειες μεταξύ τους, όλοι μαζί συνυπάρχουν και «εγκλιματίζονται» σε ένα σύμπαν αλληλοκάλυψης, όπου οι προσωπικές χάρες αφήνουν πίσω τους χρέη και υποχρεώσεις που κάποτε θα χρειαστεί να πληρώσεις ή ν’ ανταποδώσεις, με χρήμα και αίμα, αναλόγως της περίστασης και της πίστης σου στους δεσμούς της «οικογένειας».
Όσο επικριτικά ύπουλος κι αν δείχνει να είναι… στο πίσω μέρος του μυαλού του (και της ταινίας) ο Κόπολα για το πολιτικό σύστημα της Αμερικής και τους ακόμη πιο ευάλωτους άνδρες της αστυνομίας, τίποτα δεν συγκρίνεται με τον στυγνό τρόπο που ζωντανεύει στην οθόνη αυτές τις ιταλιάνικες φαμίλιες. Που τηρούν πατροπαράδοτους κώδικες ηθικής, οικογενειακά σύμβολα και τιμή, φτάνοντας μέχρι το σεβασμό στη θρησκεία, φυσικά. Βαθύτατα συντηρητικοί αλλά και καταπατητές κάθε Εντολής που υποτίθεται ότι τους ορίζει, οι Κορλεόνε είναι μια τερατώδης δύναμη με πανίσχυρα πλοκάμια που ήρθε στην Αμερική, πίστεψε και ρίζωσε για ένα καλύτερο μέλλον σε αυτήν – και την προστατεύει ως δεύτερη πατρίδα της χωρίς να υπολογίζει νεκρούς στο πέρασμά της.
Άσχετα από τα εγκλήματά της, η οικογένεια Κορλεόνε καταφέρνει να γίνεται ένας άξονας ταύτισης για τον θεατή, που δεν έχει κάτι εναλλακτικό και πραγματικά μη διεφθαρμένο στο οποίο να αποταθεί ώστε να «λυτρωθεί». Για τον Κόπολα αλλά και για εμάς, ο Βίτο και τα παιδιά του είναι άνθρωποι με καθημερινές συνήθειες, με χαρές και λύπες, που τη μια στιγμή μπορεί να φτιάχνουν κεφτέδες και σάλτσα τομάτας σε μια κουζίνα και αμέσως μετά να γαζώνουν με σφαίρες έναν αντίπαλό τους. Αυτούς παρακολουθούμε, αυτούς γνωρίζουμε, με αυτούς πορευόμαστε. Είμαστε μέρος μιας ζούγκλας και ακολουθούμε τον ισχυρό, γιατί μια θέση παρακάτω στη… διατροφική αλυσίδα δεν μας συμφέρει.
Ο Κόπολα σκηνοθετεί με έναν ρυθμό αλάθητο, λες και… εκτελεί ένα άψογα προσχεδιασμένο θρησκευτικό μυστήριο με κώδικες, που δεν «σπάει» ή ανανεώνει αλλά κινηματογραφεί με ειλικρίνεια και φυσικότητα, σαν το «υποκειμενικό» βλέμμα ενός ακόμη μέλους της οικογένειας. Ο βίος των Κορλεόνε δείχνει περισσότερο συχνά φυσιολογικός, αλλά και ασυνήθιστα βίαιος (για την εποχή του), όταν η συμμορία τους μακελεύει τους εχθρούς της με το στιλάτο crosscutting που άφησε εποχή στην ιστορία του σινεμά. Χωρίς να αγωνιά για τη διάρκεια (που δεν είναι καν αισθητή, και αυτό είναι μια επιπλέον νίκη της ταινίας), ο Κόπολα διαγράφει αυτόν τον κύκλο της βίας σαν την πορεία μιας ζωής που ποτέ δεν θα πάψει να αναγεννάται, ποτέ δεν θα πάψει να διαιωνίζεται. Λες και πρόκειται για τον ομφάλιο λώρο της ύπαρξής μας.
Ακόμη και χωρίς το Όσκαρ καλύτερης ταινίας τού 1973, ακόμη και χωρίς την κινηματογραφική του αξία που δεν έσβησε καθόλου όλες αυτές τις δεκαετίες, «Ο Νονός» αποτελεί έναν πραγματικό μύθο για το αμερικανικό σινεμά και χάρη στους ερμηνευτές του, από την ηγετική μορφή του Μάρλον Μπράντο και την εκκολαπτόμενα κτηνώδη δύναμη του Αλ Πατσίνο, μέχρι τις φιγούρες μιας ολόκληρης φυλής μαφιόζων που τόσο εκφραστικά παγιδεύουν μέσα τους την αβεβαιότητα, την προδοσία και την εκδικητικότητα. Τόσα χρόνια αργότερα, η προσφορά του Κόπολα στο σινεμά εξακολουθεί να είναι κάτι που αδυνατείς να αρνηθείς και να μην ξαναδείς, με τον ίδιο σεβασμό. Γιατί και εσύ… πιστεύεις στην Αμερική!