ΧΟΜΠΙΤ: Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΣΤΡΑΤΩΝ (2014)
(THE HOBBIT: THE BATTLE OF THE FIVE ARMIES)
- ΕΙΔΟΣ: Επική Φαντασία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πίτερ Τζάκσον
- ΚΑΣΤ: Μάρτιν Φρίμαν, Ίαν ΜακΚέλεν, Ρίτσαρντ Άρμιτατζ, Ορλάντο Μπλουμ, Εβάντζελιν Λίλι, Έινταν Τέρνερ, Λουκ Έβανς, Λι Πέις, Κέιτ Μπλάνσετ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 144’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Αφού ανακτούν το βασίλειο του Έρεμπορ και τους αμύθητους θησαυρούς του, ο Μπίλμπο και οι 12 νάνοι βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν παράφρονα Θόριν εντός των τειχών, και με στρατιές ανθρώπων (της λίμνης), ξωτικών (του δάσους), όρκ, τελωνίων και μεταλλαγμένων νυχτερίδων, εκτός των τειχών.
Ψύχραιμα, και όσο το δυνατόν αντικειμενικά, αυτό το τρίτο μέρος, που ολοκληρώνει την κινηματογραφική τριλογία του «Χόμπιτ» και βάζει τελεία (με τα μέχρις στιγμής δεδομένα, τουλάχιστον) στην επί της μεγάλης οθόνης, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θρυλική πλέον, κοσμογονική περιπλάνηση του Τζάκσον στη Μέση Γη, είναι μια καλή ταινία. Σκηνοθετημένη με ασύλληπτη, υποδειγματικά εύγλωττη δεξιοτεχνία, που σου επιτρέπει κάθε στιγμή να αντιλαμβάνεσαι τι και πώς ακριβώς συμβαίνει σε κάθε σπιθαμή τού κάδρου, ποιός και τι βρίσκεται πού, ποιος πολεμάει ποιον, πώς εκρήγνυται και εξελίσσεται η δράση, αλλά και ποιος, πώς και γιατί σιωπά (όλα τους χαρακτηριστικά της μαεστρίας του Τζάκσον, που γίνονται άμεσα, στο σύνολό τους αντιληπτά, από την εναρκτήρια κιόλας, μεγαλειωδώς περίπλοκη και εκτενή σκηνή της επίθεσης του Σμογκ στην πόλη της Λίμνης). Με υποβλητικά, «σούπερ-ντούπερ», πιο high-tech και ρεαλιστικά… πεθαίνεις, ειδικά εφέ.
Με ένα HD, 48fps ή απλά HFR (High Frame Rate) 3D να έχει ξεπεράσει όλες τις παιδικές του ασθένειες, προσφέροντας κρυστάλλινες, διαυγείς, κελαρυστές, ξεκούραστες, φυσικά ανάγλυφες, κινούμενες εικόνες, και να αποδεικνύει, αδιαμφισβήτητα πια, πως έτσι πρέπει να προβάλλονται όλες οι στερεοσκοπικές ταινίες δράσης: χωρίς την κουραστική θολούρα που προκαλείται από τη γρήγορη κίνηση ανθρώπων και αντικειμένων, ή τη «λασπουριά» που μαστίζει συχνά τις 3D προβολές (ειδικά όσων φιλμ δεν έχουν γυριστεί για 3D, αλλά απλά έχουν μετατραπεί). Με ηθοποιούς, που στέκονται επιβλητικοί στο ύψος των περιστάσεων, πλάθουν χαρακτήρα χωρίς πολλά-πολλά λόγια, επικοινωνούν ακόμα και με τις σιωπές τους και δεν αφήνουν το CGI και μη υπερθέαμα που τους περιβάλλει να τους καταπιεί. Με τρεις τουλάχιστον σκηνές ανθολογίας (την προαναφερθείσα, εναρκτήρια, εκείνη κατά την οποία ο Θόριν αντιμετωπίζει τους δαίμονές του, πάνω σε ένα ολόχρυσο, παραισθησιογόνο δάπεδο, και την – ουσιαστικά αντανάκλαση της τελευταίας – τελική μονομαχία με τον Άζογκ πάνω στον πάγο) και μια που (αν και όχι απολύτως απαραίτητη, τελικά) αποκαθιστά ευφάνταστα την αδικία τού – μικρότερου ή μεγαλύτερου – ψαλιδίσματος της παρουσίας δύο εκ των πιο εμβληματικών ηρώων στο σύμπαν τού Τόλκιν (της Γκαλάντριελ και του Σάρουμαν) από την κινηματογραφική τριλογία του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» . Επιπλέον, αυτή η «Μάχη», καθώς η αφηγηματική της ροή είναι εύρυθμη, ανεμπόδιστη από φλυαρίες / παραγεμίσματα ή υποχρεωτικές συμπτύξεις και πολλαπλά, κοφτά φινάλε, καταφέρνει να αποφύγει τόσο τις ατέλειες του «Αναπάντεχου Ταξιδιού», όσο και της «Επιστροφής του Βασιλιά» (στην πρωτότυπη τουλάχιστον προβολή του, αφού η σχεδόν πεντάωρη, αγαπημένη, special edition του, είναι σαφώς πιο ισορροπημένη).
Συναισθηματικά, όμως, και ομολογουμένως υποκειμενικά, αυτή «Η Μάχη των Πέντε Στρατών» ούτε αντάξια των υποσχέσεων που είχε αφήσει η προηγούμενη «Ερημιά του Νοσφιστή» στέκεται, ούτε ως ιδανικό αντίο στην κινηματογραφική, α λα Τζάκσον εκδοχή τού τολκινικού σύμπαντος προκύπτει. Ίσως μου φταίει το γεγονός ότι στο μεγαλύτερο μέρος της είναι ακριβώς ό,τι λέει ο τίτλος της: μια μάχη, έξω από τα τείχη του Έρεμπορ. Και ως τέτοια υπολείπεται, σαφώς, και σε πρωτοτυπία και σε δραματουργικές εντάσεις από εκείνη την ανάλογη της πολιορκίας του Helm’s Deep των «Δύο Πύργων», που και πιο πολύπλοκη, αφού συνέβαινε μέσα στη μαύρη νύχτα υπό καταρρακτώδη βροχή, και πιο απέριττη ήταν στην κινηματογράφησή της. Ίσως με ενοχλεί η αίσθηση ότι οι παλιοί γνώριμοι και πιο αγαπημένοι ήρωες – συνοδοιπόροι και πυξίδα μας (και) σε αυτό το ταξίδι έχουν αδικαιολόγητα περιορισμένη και αποσπασματική παρουσία. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους περισσότερο ή εντελώς απόντες στο βιβλίο Γκάνταλφ και Λέγκολας (τους οποίους «Η Ερημιά του Νοσφιστή» μας είχε προϊδεάσει ότι θα απολαμβάναμε ως κανονικούς πρωταγωνιστές).
Αναφέρομαι κυρίως στον Μπίλμπο του υπέροχου Φρίμαν, που αντίθετα με τον Φρόντο και τον Σαμ στην «Επιστροφή του Βασιλιά», απομακρύνεται συχνά-πυκνά από το επίκεντρο αυτού του φιλμ, στερώντας του σημαντικό κομμάτι από το συγκινησιακό του εκτόπισμα. Κομμάτι που νεοφερμένοι χαρακτήρες σαν τον Μπαρντ και τον – σφόδρα αμφιλεγόμενο – Θραντουίλ δεν προλαβαίνουν να αναπληρώσουν, παρά τον – δυσανάλογα – extra χρόνο που τους δίνεται. Ίσως, πάλι, μου φταίει η διαπίστωση ότι το πολλά υποσχόμενο ρομάντζο στο προηγούμενο, δεύτερο μέρος, μεταξύ της ξωτικού Τόριελ και του νάνου Κίλι δεν πάει ουσιαστικά πουθενά, πέρα από μια ακαταμάχητα συγκινητική, αλλά αμήχανη κατάληξη, που αποκτά αξία μόνο ως – φαιδρό – κίνητρο της μοναχικότητας του Λέγκολας, αλλά και της σχετικής αντιπάθειας που τρέφει για τους νάνους στην αρχή της τριλογίας του «Άρχοντα», «Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού». Ίσως, τέλος, με χάλασε το χιούμορ, που αν και δεόντως παρόν και εδώ ώστε να γλιτώσει το σύνολο από τις βαρύγδουπες κορόνες, δεν εκπορεύεται πια από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, αλλά από έναν εντελώς περιφερειακό, μονοδιάστατο, γελοίο και αντιπαθητικό χαρακτήρα: τον υπηρέτη του Άρχοντα της Λιμνούπολης, Άλφριντ.
Πάμε πάλι από την αρχή. Σε μια από τις δύο ανησυχητικές απορίες / κακούς οιωνούς που κλήθηκε να λύσει / ξορκίσει κατ’ αρχή το «Ένα Αναπάντεχο Ταξίδι». Είχε εν τέλει νόημα ή αξία η απόφαση του Τζάκσον να αναγάγει και το – μια σταλιά ως βιβλίο – «Χόμπιτ» σε πολύωρη τριλογία; Η απάντησή μου είναι και πάλι «όχι», με μερικά, σωτήρια «αλλά», συν ένα βροντερό, αδιαφιλονίκητο «ωστόσο», αυτή τη φορά: καλύτερα ωστόσο να το έκανε δύο ταινίες, όπως αρχικά σχεδίαζε.