Ο ΠΙΤ ΚΑΙ Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ (2016)
(PETE'S DRAGON)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Λόουερι
- ΚΑΣΤ: Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, Όουκς Φέγκλεϊ, Γουές Μπέντλεϊ, Καρλ Έρμπαν, Ρόμπερτ Ρέντφορντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ένα δεκάχρονο ορφανό αγόρι μεγαλώνει μόνο του στο δάσος, έχοντας για φύλακα και φίλο του έναν δράκο. Όταν γίνεται αντιληπτό από τη δασοφύλακα της περιοχής, η οποία το παίρνει υπό την προστασία της, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να τον γλιτώσει από τα χέρια των ανθρώπων.
Τρίτη ταινία της χρονιάς για την Disney, στην οποία η βασική σεναριακή ιδέα θέλει για πρωταγωνιστές ένα ορφανό παιδάκι και ένα ψηφιακά κατασκευασμένο πλάσμα. Από μόνο του αυτό κάνει το εμπορικό στοίχημα του φιλμ αρκετά δύσκολο, αφού τα πιτσιρίκια (στα οποία πρωτίστως απευθύνεται – βλέπε το ότι εδώ προβάλλεται μόνο σε μεταγλώττιση) δεν είναι απίθανο να τσινήσουν στο άκουσμα μιας ταινίας που θα τους θυμίσει τα πολύ πρόσφατα «Το Βιβλίο της Ζούγκλας» και «Ο Μεγάλος Φιλικός Γίγαντας». Εάν, δε, ληφθεί υπόψη πως το αυθεντικό «Ο Πιτ και ο Δράκος του» (1977), remake του οποίου αποτελεί αυτή η νέα version, δεν αποτελεί ακριβώς και τη μεγαλύτερη εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία του οργανισμού Disney, μαζί με μια εντύπωση ότι το concept ενός παραμυθιού με δράκο είναι κάπως ντεμοντέ για τις μέρες μας, το όλο πράγμα μοιάζει με επιχείρηση αυτοκτονίας.
Ευτυχώς, η αρνητική προδιάθεση μένει μόνο στα χαρτιά, καθώς η α λα Σπίλμπεργκ προσέγγιση του θέματος από τον Λόουερι, σε ό,τι έχει να κάνει με τη σκιαγράφηση της σχέσης τού Πιτ και του δράκου Έλιοτ, ξυπνά συναισθήματα εποχής «Ε.Τ.» (1982), χωρίς ασφαλώς να μπορεί να γίνει άλλη σύγκριση πέραν τούτης. Τοποθετώντας, πάντως, τη δράση στις αρχές της δεκαετίας του ’80, δείχνει επακριβώς σε ποια κατεύθυνση θέλει να κινηθεί, ενώ έχοντας ήδη καταθέσει τα διαπιστευτήριά του ως προς την ικανότητα κινηματογράφησης της αμερικάνικης επαρχίας στο – εντελώς διαφορετικού ύφους – «Μείνε Δίπλα Μου» (2013), πετυχαίνει μια εξίσου άψογη περιγραφή της υπαίθρου, και δη των πανέμορφων δασών των βορειοδυτικών ΗΠΑ.
Ο Πιτ που έχει επιζήσει από θανατηφόρο τροχαίο, στο οποίο έχασε και τους δύο γονείς του, έχει ζήσει επί έξι συναπτά έτη μόνος του στο δάσος, έχοντας για καλύτερό του φίλο έναν αξιαγάπητο πράσινο δράκο. Είναι κατά κάποιον τρόπο και οι δύο τους αταίριαστοι στον χώρο όπου ζουν, με αυτή τους την «ιδιομορφία» να αποτελεί το υπόβαθρο πάνω στο οποίο στήνεται το στενό τους φιλικό δέσιμο.
Με τη χρήση folk – country τραγουδιών καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο Λόουερι πετυχαίνει να δώσει μια αίσθηση γλυκιάς ευαισθησίας σε θέματα κατεξοχήν δυσάρεστα, όπως είναι ο θάνατος και η μοναξιά. Μην μπορώντας, βέβαια, να ξεφύγει από το κοινότοπο πλαίσιο του είδους της οικογενειακής περιπέτειας του οργανισμού Disney, φροντίζει να εμπλουτίσει το σενάριό του με μια διακριτική κριτική για την υπερεκμετάλλευση του φυσικού πλούτου (με τη μορφή της αλόγιστης υλοτόμησης). Προσθέτει, μάλιστα, και μια πινελιά από την παλέτα της αιώνιας ανθρώπινης ματαιοδοξίας, κλείνοντας κατά κάποιον τρόπο το μάτι στον «Κινγκ Κονγκ», μέσω της προσπάθειας αιχμαλωσίας του Έλιοτ από τους ξυλοκόπους της περιοχής, μοναδικός σκοπός των οποίων είναι η επίρρωση της δόξας και… της τσέπης τους. Τα εκ των ων ουκ άνευ θέματα της οικογένειας, της πίστης στο αδύνατο και της παντοτινής φιλίας δίνονται με την τυπικότητα που εξ ορισμού αρμόζει σε τέτοιου είδους φιλμ, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως γίνεται με τρόπο ανέμπνευστο η βαρετά διεκπεραιωτικό.
Ο Λόουερι αντιμετωπίζει με στοργή τους ήρωές του (ναι, ακόμα και τον εκτός πραγματικότητας Έλιοτ), με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ να χαρίζει κύρος με την παρουσία του στον ρόλο τού γέρου που πάντα πίστευε στην ύπαρξη ενός δράκου στο δάσος, κάνοντας μία από τις μετρημένες εμφανίσεις του στον κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια, κάτι που μόνο με θετικό τρόπο μπορεί να προσμετρηθεί στην υστεροφημία του. Η ένταξη του μικρού Πιτ στην κοινωνική ζωή δίνεται με χαλαρό χιούμορ μέσω της άγνοιάς του για τη χρήση των απλών καθημερινών αντικειμένων, ενώ το αναπόφευκτα προβλέψιμο φινάλε στήνεται στη γενικά χαμηλότονη λογική τού φιλμ, με εξαίρεση ίσως τη σεκάνς της οργής του Έλιοτ έναντι των κυνηγών του.