ΜΕΙΝΕ ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ (2013)
(AIN’T THEM BODIES SAINTS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Λόουερι
- ΚΑΣΤ: Κέισι Άφλεκ, Ρούνι Μάρα, Μπεν Φόστερ, Κιθ Καραντίν, Νέιτ Πάρκερ, Ρόμπερτ Λόνγκστριτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 96’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ένα κορίτσι και ένα αγόρι, η Ρουθ και ο Μπομπ, μόνοι στη Φύση, λουσμένοι στο φως, (επανα)βεβαιώνουν τον έρωτά τους, και την αγάπη τους για το παιδί που περιμένουν. Η πραγματικότητα, όμως, τους προσγειώνει απότομα. Μικροαπατεώνες στην υπηρεσία τού μπαμπά τού κολλητού τους, βρίσκονται μια ανάσα πριν απ’ τη σύλληψη. Η Ρουθ πυροβολεί αστυνομικό και ο Μπομπ παίρνει το φταίξιμο. Λίγα χρόνια μετά αποδρά από τη φυλακή και σχεδιάζει επανένωση. Η πραγματικότητα, όμως, τους προσγειώνει, πάλι, απότομα…
Από τα πρώτα λεπτά του, αυτό, το βραβευμένο (για την υποβλητική φωτογραφία και την απέριττη παραγωγή του) στο Φεστιβάλ του Sundance, φιλμικό πλάσμα δηλώνει απερίφραστα τη λυρική του διάθεση. Ο ίδιος ο Ντέιβιντ Λόουερι, εξάλλου, υποστηρίζει πως το οραματίστηκε ως ένα κινηματογραφικό «folklore τραγούδι», γέννημα-θρέμα τού επαρχιακού Τέξας, όπου διαδραματίζεται. Από τα πρώτα του λεπτά, επίσης, φέρνει αμέσως στο μυαλό εικόνες από το χαρακτηριστικά ποιητικό σινεμά του Τέρενς Μάλικ (αισθάνομαι το Φραγκούλη να βγάζει καντήλες…). Ευτυχώς, όμως, και για το Λόουερι και για σένα, σύντομα συνειδητοποιείς πως οι ομοιότητες σταματούν στο (παλιό) καλύτερο κομμάτι του εικονοπλαστικού σύμπαντος του Μάλικ. Στον σε close-up εναγκαλισμό των προσώπων μεταξύ τους, με την αδάμαστη Φύση που τα περιβάλλει και το όπισθεν, πότε γλυκό και τρυφερό, πότε σκληρό και βίαιο, φυσικό και μη φως. Στις εγκυμονούσες σιωπές και στους νωχελικούς, μεθυστικούς ρυθμούς. Άνευ της αλαφροΐσκιωτης, επιτηδευμένης αμπελοφιλοσοφίας, που τσακίζει μοιραία τις, μετά τη «Λεπτή Κόκκινη Γραμμή», ταινίες του τελευταίου.
Το «Μείνε Δίπλα Μου» δε χάνει στιγμή την επαφή του με τη γη. Το χώμα και το νερό. Το δέρμα και το αίμα. Η (αφτιασίδωτη) ομορφιά των εικόνων του δεν του στερεί ίχνος ανθρωπιάς ή ρεαλισμού. Αντίθετα, κοινωνεί ατόφια, τόσο την ατμόσφαιρα του αραιοκατοικημένου, αμερικάνικου Νότου, όσο και των συναισθημάτων τής συγκεκριμένης χούφτας ανθρώπων του. Για την ακρίβεια, ο Λόουερι, σε ιδανική συνέργεια με τη φωτισμένη πρωταγωνιστική του τριάδα, αντικαθιστά τα λόγια (που πολλά μπορεί να είναι φτώχεια) με σιωπηλές (αλλά όχι ανέκφραστες, αφού οι ήχοι της Φύσης, της ανθρώπινης δραστηριότητας και του κυριολεκτικά – με παλαμάκια – χειροποίητου soundtrack τούς δίνουν ιδανικό παλμό) εικόνες. Εν κινήσει κάδρα / αμόλυντες μερίδες της πραγματικότητας, που αφουγκράζονται και αναδεικνύουν όλα όσα μένουν ανείπωτα, αλλά, αληθινά και πανανθρώπινα, χαράζουν ανεξίτηλα το θυμικό.
Στην αρχή, το γλυκό φως του ήλιου, στη δύση του, αγκαλιάζει στοργικά το ερωτευμένο ζευγάρι καθώς αρχίζει να κάνει σχέδια για το μέλλον. Πριν το τέλος, όμως, στο σκοτάδι της νύχτας, όταν ο Μπομπ, μόνος, μπαίνει στο αυτοκίνητο για να πάει να συναντήσει επιτέλους την οικογένειά του, το φως από τους προβολείς του οχήματος πίσω του, εισβάλλει ορμητικά στο πλάνο, καταπίνοντας το πρόσωπο του Μπομπ και κάθε χρώμα που τρεμόπαιζε γύρω του, τυφλώνοντάς σε. Ο Μπομπ και η Ρουθ, όπως εσύ και εγώ, πρόκειται να βρεθούν ξανά αντιμέτωποι με την – σαν τη Φύση, αδάμαστη, πέραν της λογικής και του δικαίου – πραγματικότητα. Που λέει πως η ζωή ποτέ δε στα φέρνει όπως τα σχεδιάζεις. Ακόμα και αν κάνεις το οδυνηρό «σωστό» εξαρχής (ο Μπομπ, θυσιάζοντας την ελευθερία του, για να μην πάει η Ρουθ φυλακή) ή πριν να είναι πολύ αργά (η Ρουθ, θυσιάζοντας την άμεση επανένωση με τον αγαπημένο της, για τον προστατέψει από όσους θέλουν να τον ξαναστείλουν στη φυλακή). Ακόμα και αν βρεις το θάρρος να συγχωρέσεις το θύτη σου – θύμα κάποιου άλλου (όπως κάνει τόσο αφοπλιστικά συγκινητικά ο, επιζήσας αστυνομικός, Πάτρικ). Ακόμα και αν αρνείσαι να πάψεις να υπομένεις και να επιμένεις… Πραγματικότητα, που λέει ακόμα πως σε / από αυτόν τον κόσμο ερχόμαστε και φεύγουμε μόνοι, με μοναδική παρηγοριά, αν είμαστε τυχεροί, να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε από εκείνους που επιλέξαμε, παίρνοντας το ρίσκο τού πόνου τής (αναπόφευκτης) απώλειας, έστω για λίγες, φευγαλέες στιγμές. Και αυτό αρκεί. Και, παραδόξως, είναι ωραίο.
Σα μια εξομολογητική μπαλάντα, χωρίς εξηγήσεις και επεξηγήσεις, με μόνο τους απολύτως απαραίτητους διαλόγους / στίχους, αλλά και γόνιμα φορτωμένο όλα όσα αναπνέουν αλογόκριτα τόσο ανάμεσα στους τελευταίους, όσο και στην άγρια ομορφιά των εικόνων και στο ανυπόκριτα ράθυμο χτυποκάρδι / ρυθμό του, τούτο το φιλμ θέλει να προσπεράσει τη λογική και να μιλήσει κατευθείαν στο συναίσθημά σου. Και θα το κάνει, αν επιδείξεις, σαν τους ανθρώπους του, υπομονή και επιμονή.