FreeCinema

Follow us

ΝΟΤΙΑΣ (2016)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τάσος Μπουλμέτης
  • ΚΑΣΤ: Γιάννης Νιάρρος, Θέμης Πάνου, Μαρία Καλλιμάνη, Zωζώ Σαπουντζάκη, Ταξιάρχης Χάνος, Αργύρης Ξάφης, Ερρίκος Λίτσης, Όμηρος Πουλάκης, Μελισσάνθη Μάχουτ, Xαρά Μάτα Γιαννάτου, Γιώργος Βουρδαμής, Δημήτρης Ήμελλος, Φοίβος Ταραμπίκος
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD / ROSEBUD.21

Ο μικρός Σταύρος έχει μανία να αλλάζει όλους τους μύθους της ελληνικής Ιστορίας από τα πρώτα του σχολικά χρόνια. Μεγαλώνοντας, το σινεμά και οι γυναίκες θα γίνουν το «τιμόνι» του επερχόμενου ενήλικου βίου του. Και η πραγματικότητα πάντοτε θα τον «προσγειώνει»…

«Storytelling» το λένε στην αλλοδαπή. Το σινεμά πρέπει να αφηγείται μια ιστορία. Και η ιστορία αυτή πρέπει να σε «παίρνει» από κάπου και να σε αφήνει σε ένα φινάλε, ένα κλείσιμο λογαριασμών, μια λύτρωση, μια ολοκλήρωση. Χωρίς την ιστορία, μια ταινία σου αφήνει, απλά, κάποιες εικόνες. Έστω. Αλλά η ιστορία είναι εκείνη που θα ακουμπήσει το συναίσθημά σου, θα σε κάνει να κρατήσεις την ταινία βαθιά μέσα στην ψυχή σου και θα σε κάνει να την αναπολείς. Οι εικόνες θα ξεθωριάσουν μαζί με τη μνήμη. Απ’ όπου κι αν φυσήξει…

Δεν είχα υπάρξει «fan» της «Πολίτικης Κουζίνας» (2003), μάλλον επειδή μου αρέσει να συγκρίνω το κάθε φιλμ με κάτι προγενέστερο στο είδος του. Και εκείνη την ταινία την είχαμε… «ξαναδεί». Την είχαμε ξαναδεί στο «Peppermint» (1999) του Κώστα Καπάκα, στην «Πίσω Πόρτα» (2000) του Γιώργου Τσεμπερόπουλου. Εκεί τα πράγματα είχαν λειτουργήσει καλύτερα φιλμικά, ουχί όμως και εισπρακτικά. Έλειπε ένα κάποιο στοιχείο κινηματογραφικής «μαγείας» για να γίνουν μαζικά hits. Και έλειπε και… ο μηχανισμός! Η «Πολίτικη Κουζίνα» ήταν η επιτυχία μιας εταιρείας! Στο poster, με bold γράμματα πάνω από τον τίτλο, δεν εμφανιζόταν το όνομα του σκηνοθέτη της. Πρώτα έβλεπες το «Μια ταινία της VILLAGE ROADSHOW PRODUCTIONS S.A.», ύστερα τον τίτλο του φιλμ και στα «ψιλά γράμματα» το credit στο σενάριο και τη σκηνοθεσία του Τάσου Μπουλμέτη. Πρώτα μάθαινες για το 1.500.000 ευρώ του κόστους της ταινίας κι ύστερα για την πλοκή της. Τα υπόλοιπα είναι… Ιστορία.

Η «Πολίτικη Κουζίνα», λοιπόν, «άλεσε» αυτή την τυπολογία της αναμνησιολογίας γύρω από την πατρίδα, συμπλήρωσε ένα γερό «γευστικό» κομμάτι… χαμένης πατρίδας και εφόρμησε με καλύτερα όπλα παραγωγής και προώθησης, σε μια εποχή που τα multiplex της Village (τρία στην Αθήνα, ένα στη Θεσσαλονίκη και ένα στην Πάτρα) γιγάντωναν την ελληνική κινηματογραφική αγορά με νέες συνήθειες και ένα μεγάλο σύνθημα – στόχο: καταναλώστε! Και οι θεατές ήρθαν, λες και θα γινόταν ο κατακλυσμός του Νώε, και η ταινία κρατάει ακόμη τα σκήπτρα της πιο εμπορικής επιτυχίας εισπρακτικά (συμπεριλαμβανομένων των ξένων παραγωγών) στην Ελλάδα για τις τελευταίες δεκαετίες (το μακρινό παρελθόν τοποθετείται εντός πέπλου μυστηρίου λόγω της β΄ προβολής), πλησιάζοντας τα 1.300.000 εισιτήρια. Το 2003.

Έκτοτε, ο Τάσος Μπουλμέτης μετατράπηκε σε ένα είδος εγχώριου «urban legend», ο σκηνοθέτης ενός φαινομένου ο οποίος «εξαφανίστηκε» (ποτέ δημόσια…) ή εγκλωβίστηκε μέσα στον εισπρακτικό θρίαμβο της «Πολίτικης Κουζίνας», αναζητώντας… με μεγάλη χαλαρότητα τη νέα του μούσα. Η αλήθεια είναι πως αυτή άργησε πολύ να φανεί. Και ο χρόνος κουβαλάει μαζί του μια προσμονή που βαραίνει τους πάντες και τα πάντα. Η επόμενη ταινία του Μπουλμέτη, λοιπόν, έγινε ένα κάποιο «θρίλερ» για την αγορά, που για μερικούς ξέφτισε κιόλας. Είπαμε, είναι πολλά τα χρόνια. Ακόμη και βγάζοντας από τη γενική εικόνα την «Πολίτικη Κουζίνα» και την επιτυχία της, όμως, η απουσία αυτή άφηνε πίσω της πολλές απορίες. Οι οποίες απαντώνται με τον «Νοτιά» σήμερα. Και εξακολουθούν να αφήνουν τις ίδιες απορίες μετά την παρακολούθηση του φιλμ!

Το σινεμά σε μορφή φωτογραφικού άλμπουμ είναι και πάλι εδώ. Ο «Νοτιάς» αποτελεί ένα κεφάλαιο (μερικών επεισοδίων) από τις αναμνήσεις του κεντρικού του ήρωα (αναμφίβολο το αυτοαναφορικό στοιχείο του σκηνοθέτη), από την παιδική ηλικία μέχρι τα φοιτητικά χρόνια και την ουσιαστική ενηλικίωση, ταυτόχρονα με τις πολιτικές αλλαγές που πάντοτε έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων. Διόλου τυχαία, λοιπόν, η ταινία κλείνει γύρω στον ερχομό της κυβέρνησης του ΠαΣοΚ. Κλείνει. Δεν ολοκληρώνει. Διότι της λείπει η ιστορία που έλεγα στην αρχή. Με πιο απλά λόγια, ο «Νοτιάς» μοιάζει περισσότερο με έναν διπλό, μεγάλο πιλότο τηλεοπτικής σειράς, που μας συστήνει τους ήρωες, μας βάζει μέσα σε μια πλοκή με ανθρώπους που θα θέλαμε να δούμε να εξελίσσονται σε… κάτι, σχεδόν όπως κάνουν τα serials στα επόμενα επεισόδια μιας σεζόν. Εδώ, όμως, δεν υπάρχει το «to be continued»! Δηλαδή, υπάρχει (και μέσω αφήγησης με φωνή off) για τους ήρωες στη «φιλμική» τους ζωή, αλλά δεν υπάρχει στην ίδια την ταινία.

Ακόμη πιο λιανά. Σκέψου περίπτωση «Forrest Gump» (1994). Την οποία ταινία μνημονεύω διότι από εκεί είναι παρμένο το εύρημα της χρήσης υλικού επικαίρων της εποχής με ψηφιακή ένθεση φανταστικών, κινηματογραφικών χαρακτήρων, που παίζει τακτικά κατά τη διάρκεια του «Νοτιά». Εδώ έχουμε ένα ανθρωποκεντρικό φιλμ στο οποίο ο ήρωας δηλώνεται ως αφηγητής της «ιστορίας» του, αλλά κοιτά… τον εαυτό του ως χαρακτήρα, μετατρέποντας τον περίγυρό του σε ένα «άψυχο» ντεκόρ που, μοιραία, δεν συγκινεί. Στην ταινία του Ρόμπερτ Ζεμέκις, ο κεντρικός αφηγητής… με τα σοκολατάκια μας μιλάει για τον εαυτό του αλλά, επειδή το σενάριο γράφτηκε με άποψη ολοκληρωμένης ιστορίας, ο περίγυρος του ήρωα έχει χαρακτηρολογική σημασία, κάποια πρόσωπα έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα (ο μεγάλος, πρώτος έρωτας και η μάνα, φυσικά), έχουν εξελιχθεί μαζί του και, όταν ολοκληρώνεται η «φιλμική» τους ζωή, ο Φόρεστ έχει το δικαίωμα να συνεχίσει τον δικό του βίο και εκτός οθόνης διότι μας έχει παραδώσει πλήρως το νόημα της ύπαρξης (μας). Ο Σταύρος του «Νοτιά», ειλικρινά, δεν ένιωσα να μας παραδίδει κάτι…

Αυτό που μένει εδώ, λοιπόν, είναι… οι εικόνες. Που έχουν φροντιστεί και δουλευτεί σωστά (με μικρές εξαιρέσεις στα τυπικά λάθη… εποχής, αφού η Αθήνα δεν είναι μια πόλη που βοηθά και τόσο για γυρίσματα και flashback σε παρελθούσες δεκαετίες), με τα ψηφιακά εφέ να προσπαθούν να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, να εντυπωσιάσουν μερικώς και να δηλώσουν ένα κάποιο βάρος στον όγκο τής παραγωγής. Οι «εναλλακτικές» οπτικοποιήσεις του Τρωικού πολέμου και οι Σουλιώτισσες «αλεξιπτωτίστριες» δουλεύουν με φαντασία και σε κάνουν να ζητάς ακόμη περισσότερο θέαμα, ενώ, παραδόξως, ένα εφετζίδικο πλάνο της παλιάς πλατείας Ομονοίας μαρτυρά τα ποιοτικά του ελαττώματα (ως απεικόνιση ρεαλιστικού urban τοπίου…).

Στο σύνολό του, ο «Νοτιάς» δείχνει να κοπιάζει σε αναζήτηση ευρημάτων, τα οποία ενίοτε σε κερδίζουν (το «κόλπο» με τη βαλίτσα του Ωνάση είναι εξαιρετικό), αλλού σου κλείνουν το μάτι (η «πηγή» της χρήσης της λέξης «αλλαγή» από τους σοσιαλιστές) και κάπου πατάνε και στην ευκολία για λίγο γέλιο παραπάνω (όταν ο Σταύρος έχει τις πρώτες του… σηκωμάρες ή όταν το ενδυματολογικό των δημοτικών χορών συναντά τους… μοντέρνους ρυθμούς). Είναι ωραίες αυτές οι λεπτομέρειες, αλλά από κάτω… δεν αισθάνεσαι! Το καστ δεν μπορεί να υποστηρίξει την ταινία διότι ελάχιστη προσοχή συναντάται στον σχεδιασμό (ή την ουσία) των χαρακτήρων και χάνονται και κάποιες ευκαιρίες όπως εκείνη της θαυμάσιας παρουσίας του Θέμη Πάνου και, κυρίως, της Ζωζώς Σαπουντζάκη, η οποία κλέβει με τόση απλότητα την παράσταση με δύο σύντομες εμφανίσεις και σε κάνει να λυπάσαι που δεν γράφτηκε γι’ αυτήν ένας άλλος, μεγαλύτερος ρόλος.

Από μια άποψη, ο «Νοτιάς» μοιάζει με μια νέα, βελτιωμένη εκδοχή της συνταγής που είδαμε και στην «Πολίτικη Κουζίνα», σαφώς αρτιότερη και πιο επαγγελματική. Είναι σινεμά. Με φροντίδα. Αλλά το σινεμά θέλει και την ιστορία του. Διαφορετικά, είναι σαν να… αυτο-ακυρώνεται. Να χάνει τον λόγο ύπαρξής του. Να το παίρνει ο άνεμος…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Τα υλικά υπήρχαν, η συνταγή έμοιαζε γνωστή, αλλά η θερμοκρασία (λέγε με και συναίσθημα) ήταν λάθος. Ή, μάλλον, δεν άναψε ποτέ ο φούρνος! Κι έτσι ο «Νοτιάς» έρχεται, απλά, να θυμίσει παρελθούσες δουλειές που πάτησαν επάνω στον παράγοντα της τοπικής memorabilia διάθεσης, χωρίς να προσθέτει κάτι παραπάνω. Οι θεατές που γνωρίζουν καλύτερα τις δεκαετίες από το ’60 μέχρι το ’80 θα βρουν στοιχεία ψυχαγωγίας, η παραγωγή έχει προσπαθήσει για ένα όσο το δυνατόν άρτιο αποτέλεσμα, αλλά ως περιεχόμενο το φιλμ δεν αφορά και τόσο (ειδικά από τη στιγμή που ο νεαρός Σταύρος νιώθει την έλξη προς την εικόνα και την κινηματογραφική δημιουργία, ο λαϊκός θεατής έχει πάει… περίπατο). Σκληρή η σύγκριση με την «Πολίτικη Κουζίνα» και το δράμα της, ακόμη πιο σκληρή κι εκείνη με ένα φιλμ (ονόματα δεν λέμε) που σκίζει αυτή την περίοδο στα ταμεία μιλώντας για πράγματα που ο θεατής βιώνει τόσο, μα τόσο αληθινά. Ο «Νοτιάς» θα έπρεπε να ακολουθήσει αυτή την επιτυχία με ένα πιο δυνατό feeling παραμυθιού. Κινηματογραφικού παραμυθιού. Αλλά ο αφηγητής δεν το έχει…


MORE REVIEWS

ΑΜΠΙΓΚΕΪΛ

Ασύνδετη ομάδα παρανόμων απάγει ανήλικη μπαλαρίνα, με τη φήμη ότι πρόκειται για την κόρη ζάμπλουτου ο οποίος θα δώσει ασυζητητί το τεράστιο ποσό των λύτρων που θα του ζητηθεί. Η μικρή Άμπιγκεϊλ, όμως, δεν είναι ένα κοινό, απροστάτευτο κοριτσάκι…

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Σε ένα κοντινό, δυστοπικό μέλλον, η Αμερική σπαράσσεται από τον διχασμό ενός Εμφυλίου που έχει μετατρέψει τη χώρα σε αληθινή ζώνη πολέμου. Καθώς μία ισχυρή φατρία ανταρτών κατευθύνεται προς τον Λευκό Οίκο για να σκοτώσει τον Πρόεδρο, μία φωτορεπόρτερ και η ομάδα συνεργατών της αγωνίζεται να προλάβει να φτάσει στη Γουόσινγκτον πριν να είναι αργά.

DEMON SLAYER: KIMETSU NO YAIBA - HASHIRA TRAINING

Ο Τάνζιρο, ο Γκένια και η Νέζουκο καταδιώκουν έναν δαίμονα Ανώτερης Τάξης στα δάση του Χωριού Ξιφασκίας, με τον πρώτο ν’ αντιμετωπίζει ένα θανάσιμο δίλημμα. Βγαίνει κερδισμένος, αλλά δεν πρόκειται να χαρεί τη νίκη του, μιας και ο Άρχοντας Μούζαν θέλει να εκμεταλλευτεί εκείνη της «μολυσμένης» Νέζουκο έναντι του ήλιου!

MIA AND ME: Η ΤΑΙΝΙΑ

Όταν η Μία επιστρέφει στο παλιό εξοχικό σπίτι της οικογένειας με τον παππού της, η πέτρα στο μαγικό της βραχιόλι φωτίζει ξαφνικά - ένα κάλεσμα για βοήθεια! Μέσω μιας αστραφτερής πύλης, μεταφέρεται στον φανταστικό κόσμο των μονόκερων της Σεντοπίας. Εκεί συναντά τον μονόκερο Στόρμι και τον Ίκο, ένα ξωτικό από το Νησί Λώτους, το οποίο χρειάζεται απεγνωσμένα τη βοήθειά της. Ο Τόξορ, ένας αποκρουστικός κακός που μοιάζει με βατράχι, θέλει να κατακτήσει το νησί με μαύρη μαγεία.

ΜΗ ΜΟΥ ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ

Διάσημος συγγραφέας επιστρέφει στη γενέτειρά του έπειτα από τριανταπέντε χρόνια απουσίας, προκειμένου να παραστεί σε επετειακές εκδηλώσεις. Η τυχαία συνάντηση με τον γιο παλιού συμμαθητή του, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος του εφηβικός έρωτας, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, αλλά και των συγκρούσεων.