Η ΠΙΣΙΝΑ (1969)
(LA PISCINE)
- ΕΙΔΟΣ: Ερωτικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζακ Ντερέ
- ΚΑΣΤ: Αλέν Ντελόν, Ρόμι Σνάιντερ, Μορίς Ρονέ, Τζέιν Μπίρκιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 122'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMBOY PICTURES
Ερωτευμένο ζεύγος περνά ήρεμες καλοκαιρινές διακοπές στην πολυτελή του villa στη Νότια Γαλλία, μέχρις ότου καταφθάσει (μαζί με τη δεκαοκτάχρονη κόρη του) πρώην εραστής εκείνης. Οι ισορροπίες πρόκειται να διαταραχθούν.
Μετά τον περίφημο «Δολοφόνο με το Αγγελικό Πρόσωπο» (1967), ο Αλέν Ντελόν σημείωσε δύο διαδοχικές εμπορικές αποτυχίες για τα κυβικά του. Τόσο το «Μέχρις Εσχάτων» (1967), όπου είχε τη Ζέντα Μπέργκερ σαν παρτενέρ του, όσο και «Το Κορίτσι με τη Μοτοσυκλέτα» (1968) με την Μαριάν Φέιθφουλ, τα οποία διαδέχτηκαν την ταινία του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, δεν είχαν πετύχει κάτι το αξιόλογο στο box-office. Με τις σπονδυλωτές «Ιστορίες Μυστηρίου» (1968) να μην μετράνε ως αποκλειστικά δικό του εγχείρημα και τον ανέλπιστο θρίαμβο του «Αντίο Φίλε» (1968) να μην έχει ακόμη διανεμηθεί στις αίθουσες τον καιρό που ξεκινούσαν τα γυρίσματα τούτου, ο Γάλλος superstar ένιωθε πως δεν είχε περιθώρια για μεγάλα ρίσκα.
Σχεδόν απαίτησε από τον σκηνοθέτη Ζακ Ντερέ (στην πρώτη τους συνεργασία εδώ, καθώς θα ακολουθούσαν κι άλλες, με το «Borsalino» της επόμενης χρονιάς να σημειώνει ρεκόρ εισιτηρίων) να παίξει στο πλάι του η Ρόμι Σνάιντερ (πρώην ερωμένη του), ενώ είδε με ικανοποίηση τον καλό του φίλο Μορίς Ρονέ να συμπρωταγωνιστεί μαζί του. «Η Πισίνα» δικαίωσε μεν τον Ντελόν, αφού συνέχισε τα επιτυχημένα εισπρακτικά μεγέθη τού «Αντίο Φίλε», για τον σημερινό θεατή, όμως το σουξέ τού φιλμ τον καιρό εκείνο μοιάζει περίπου… αδιανόητο. Ο ρυθμός του είναι από ανύπαρκτος έως εξουθενωτικά αργός, το δε σενάριο δεν δικαιολογεί με τίποτα τις δύο γεμάτες ώρες διάρκειας. Οι Ντελόν και Σνάιντερ, όμως, ήταν οι υπέρτατα γοητευτικοί star της εποχής και είχαν από μόνοι τους τη δύναμη να στείλουν την πλατιά μάζα στις αίθουσες, χωρίς η ταινία τους να έχει τις τυπικές «εμπορικές» προδιαγραφές. Άλλοι καιροί και προφανώς άλλα ήθη, καθώς είμαι βέβαιος πως το ίδιο ακριβώς πράγμα σήμερα, με τους ανάλογους αστέρες (βάλτε όποιους θέλετε, από τον Ράιαν Γκόσλινγκ μέχρι την Τζένιφερ Λόρενς), στην καλύτερη θα διέγραφε μια συμπαθητική πορεία στα ταμεία (μεγαλύτερη η πιθανότητα να έκλεινε κάστρα, ως παραξενιά άσκησης ύφους…).
Ο Ζαν-Πολ και η Μαριάν απολαμβάνουν τον καλοκαιρινό ήλιο του γαλλικού νότου στην πισίνα του υπέροχου σπιτιού τους, στα περίχωρα του Σαιν-Τροπέ. Πέραν τούτου δεν κάνουν σχεδόν τίποτε άλλο, ακριβώς όπως οι ξέγνοιαστες και ξεκούραστες διακοπές οφείλουν να προστάζουν. Η ηρεμία θα σπάσει όταν η Μαριάν λαμβάνει αναπάντεχο τηλεφώνημα από τον πρώην εραστή της, Χάρι, που ενημερώνει πως λίαν συντόμως έρχεται να τους επισκεφθεί. Αυτός είναι ένας αλέγρος τύπος που, με την εξωστρέφειά του και τους πολλούς φίλους τους οποίους φαίνεται να έχει στην περιοχή, διαταράσσει τη θερινή ραστώνη του φιλικού του ζεύγους. Επιπροσθέτως, σέρνει (στην κυριολεξία) μαζί του την έφηβη κόρη του Πενέλοπι, την ύπαρξη της οποίας οι δύο οικοδεσπότες του αγνοούσαν όλα αυτά τα χρόνια.
Ακόμα κι αν κάποιος δεν γνωρίζει ούτε αυτό, αλλά ούτε και το… κάτι σαν remake του «Κάτω από τον Ήλιο» (2015), δεν χρειάζεται να έχει μαντικές ικανότητες ώστε να προβλέψει την εξέλιξη της ιστορίας. Το party που ο Χάρι αυτοβούλως διοργανώνει στη villa των Ζαν-Πολ και Μαριάν, τα βλέμματα που ρίχνει προς το παλιό του amore (το οποίο όπως φαίνεται δεν έχει ξεχάσει), αλλά και ο πειρασμός της άγουρης κόρης του, που λειτουργεί σαν πρόκληση στις ερωτικές επιθυμίες τού ευρισκόμενου στα όρια της κατάθλιψης φίλου του οδηγούν με ακρίβεια στο ξύπνημα της εγκληματικής ανθρώπινης φύσης, που αρχικά δείχνει ικανή να καταστρέψει τις ζωές όλων των εμπλεκόμενων.
Ήταν ίσως η πρώτη φορά στην καριέρα του που ο Αλέν Ντελόν έδειχνε εμφανισιακά ώριμος σε ταινία του. Ο Ζαν-Πολ του προσπαθεί να ξεπεράσει μια σκοτεινή περίοδο της ζωής του, κρύβοντας όμως τα αισθήματά του στη μόνιμη θαρρεί κανείς θλίψη του, αλλά και στο λιγομίλητο του χαρακτήρα του. Με τη Μαριάν της Ρόμι Σνάιντερ μοιάζει να αποτελεί ένα φαινομενικά ευτυχισμένο ζευγάρι. Είναι και οι δυο τους γοητευτικοί σε υπέρτατο βαθμό, με την κάμερα του Ντερέ να «χαϊδεύει» τα ημίγυμνα μαυρισμένα τους κορμιά στα ερωτικά τους παιχνίδια, μέχρις ότου ο παράδεισός τους αυτός να αποδειχθεί φενάκη. Η εισβολή ενός τρίτου προσώπου (που μαζί του «κουβαλάει», περισσότερο από ανάγκη, κι ένα τέταρτο…) φέρνει σταδιακά έναν αέρα τραγωδίας που πλανάται στην καλοκαιρινή ατμόσφαιρα της Côte d’Azur. Είναι σε αυτό το σημείο που το σενάριο των Ντερέ και Ζαν-Κλοντ Καριέρ αρχίζει ελαφρώς να εκτροχιάζεται, μην μπορώντας να αντιμετωπίσει με πειθώ ερωτικού θρίλερ την αστυνομική κλιμάκωση του στόρι. H απάθεια της σχέσης των bourgeois Ζαν-Πολ και Μαριάν έχει σκιαγραφηθεί επακριβώς (ενίοτε απολύτως κυριολεκτικά, αφού… δεν γίνεται σχεδόν τίποτα), ο δε ένθεν κι ένθεν ερωτισμός τους μόνο με υπαινιγμούς εμφανίζεται, αφήνοντας κατά τα άλλα τη φαντασία του θεατή να οργιάσει για το τι πραγματικά έχει παιχτεί ανάμεσα στο ζεύγος, τον πατέρα και την κόρη του σ’ αυτό το «καρέ». H περιφρόνηση και ο φθόνος, όμως, που αρχίζει να πηγάζει από τον πάτο της «Πισίνας» (#diplhs) και που αποτελεί εξαρχής το ζητούμενο του θέματος, μοιάζει να κυλά υπερβολικά χαλαρά και αβίαστα. Όπως, δηλαδή, θα έπρεπε να είναι οι συνήθεις καλοκαιρινές διακοπές, αλλά σπάνια εξελίσσονται έτσι.