FreeCinema

Follow us

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟ BELLE ÉPOQUE (2019)

(LA BELLE ÉPOQUE)

  • ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νικολά Μπεντός
  • ΚΑΣΤ: Ντανιέλ Οτείγ, Γκιγιόμ Κανέ, Ντοριά Τιγιέ, Φανί Αρντάν, Ντενί Πονταλιντές, Πιερ Αρντιτί
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21 / SEVEN FILMS

Παλαιομοδίτης άνδρας, ο οποίος με τη σύζυγό του βρίσκεται σε κατάσταση καθημερινής και δια παντός επιστητού γκρίνιας, λαμβάνει σαν δώρο πρόσκληση να ξαναζήσει όποια περίοδο της ζωής του επιλέξει σε διαμορφωμένο (σύμφωνα με τις επιθυμίες του) studio. Αυτός διαλέγει την 16η Μαΐου του 1974. Την ημέρα που γνώρισε τον πρώτο και μοναδικό κεραυνοβόλο του έρωτα. Χωρίς γκρίνιες τότε…

Το έχετε καημό να ζούσατε τον καιρό της Μαρίας Αντουανέτας; Ονειρεύεστε πως τα πίνατε στα bar με τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ; Θέλετε για κάποιον λόγο να βιώσετε πώς ήταν ο κόσμος την εποχή του Ναζισμού; Όποια περίοδο της ανθρωπότητας ή της δικής σας ζωής και να επιθυμείτε να (ξανα)ζήσετε, μπορεί να την κάνει «πραγματικότητα» για εσάς η εταιρεία Time Travelers. Όχι με ταξίδια στον χωροχρόνο κατά το δοκούν α λα «Όσα Φέρνει ο Χρόνος» (2013) και κόλπα επιστημονικής φαντασίας σε στυλ «Ολικής Επαναφοράς» (1990), αλλά με έναν παραδοσιακό, χειροποίητο τρόπο. Κάτι σαν αυτό που πρόσφερε στους πελάτες του το θεματικό πάρκο του «Westworld» (1973), με τη διαφορά ότι εδώ δεν υπάρχουν robots που ενδέχεται να εξεγερθούν εάν κάτι πάει στραβά.

Ο ιθύνων νους της επιχείρησης, Αντουάν, λειτουργεί ως σκηνοθέτης ενός ιδιότυπου «Truman Show» (1998), αναπαριστώντας σαν σε κινηματογραφικό set με σκηνικά, κοστούμια, ηθοποιούς και κομπάρσους την εποχή που οι πελάτες του έχουν ζητήσει, ωθώντας τους είτε να δώσουν σάρκα και οστά στη φαντασία τους, είτε να χαθούν σε νοσταλγικές αναμνήσεις. Είναι από παλιά θαυμαστής του έργου του ευρισκόμενου σε πολυετή πλέον απραξία σκιτσογράφου Βικτόρ, που έχει βρεθεί στη δυσάρεστη αυτή θέση καθώς η εφημερίδα στην οποία επί χρόνια εργαζόταν δεν χρειάζεται άλλο τις υπηρεσίες του, ένεκα της επανάστασης του διαδικτύου που ουδόλως μπορεί να συλλάβει και να κατανοήσει. Ακόμη χειρότερα, ο άνθρωπος ο οποίος τον απέλυσε είναι ο επί χρόνια καλύτερός του φίλος Φρανσουά, που μάλιστα εν είδει κοινού μυστικού διατηρεί πολύμηνη σχέση με τη γυναίκα του! Θεωρώντας πως μια «επανάληψη» της πρώτης του γνωριμίας με τη σύζυγο του, Μαριάν, ίσως σώσει τον γάμο του, αποδέχεται τη σχετική πρόσκληση, δίνει οδηγίες για το πώς ακριβώς ήταν η γειτονιά της Λυών όπου γνωρίστηκαν το 1974 και μπαίνει σταδιακά στο πετσί του ρόλου του, έχοντας σαν «συμπρωταγωνίστρια» την αποξενωμένη γυναίκα τού Αντουάν ονόματι Μαργκό, η οποία συχνά πυκνά κάνει μεροκάματα στις παραγωγές του. Η βουτιά στην «Belle Époque» της ζωής του θα λειτουργήσει άραγε σαν σανίδα σωτηρίας για τον έγγαμο βίο του ή τα όρια ανάμεσα σε πραγματικότητα και φαντασία θα αρχίσουν να παίζουν περίεργα παιχνίδια στο μυαλό του;

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι φαντασιώσεις χρησιμοποιούνται σαν «εργαλείο» θεραπείας στον κινηματογράφο, εξεταζόμενες υπό το πρίσμα του κινδύνου που πιθανόν να κρύβεται όταν τα σύνορα αλήθειας και ψευδαίσθησης μπερδεύονται μεταξύ τους. «Το Παιχνίδι» (1997) του Ντέιβιντ Φίντσερ έκανε κάτι ανάλογο από καθαρά θριλερική σκοπιά ασφαλώς, με τον Νικολά Μπεντός να προσεγγίζει εδώ το θέμα αυτό με μία ρομαντική, feelgood διάθεση, που αν θα μπορούσε να παραλληλιστεί με κάτι από τα πρόσφατα χρόνια, είναι με το σεναριακό και σκηνοθετικό ύφος του Ρίτσαρντ Κέρτις, προτάσσοντας το εξής απλό: εάν θέλεις να φτιάξεις ή να βελτιώσεις το παρόν, ρίξε μια ματιά στο παρελθόν (υπό μία πιο ευρεία έννοια, για κάτι ανάλογο μιλούσε και το φετινό «Yesterday»).

Ο Βικτόρ εμφανίζεται σταθερά βέβαιος πως οι καλύτερες μέρες του είναι πια μία μακρινή γι’ αυτόν ανάμνηση. Αδυνατεί να συμβαδίσει με τις τεχνολογικές εξελίξεις, δεν θέλει να καταλάβει τι είναι οι streaming πλατφόρμες με τις οποίες ο γιος του ανακατεύεται, ούτε φυσικά δύναται να αντιληφθεί πώς διάολο υπάρχει κόσμος που διαβάζει βιβλία που δεν είναι τυπωμένα σε χαρτί. Η επιστροφή στα νεανικά, γεμάτα ζωντάνια γι’ αυτόν χρόνια, τότε που οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν ανεπιτήδευτες, δείχνει να λειτουργεί ευεργετικά, με τον ίδιο να φαίνεται πως έχει πάντα στο μυαλό του ότι όλο αυτό δεν είναι πραγματικότητα αλλά ένα «παιχνίδι». Το παιχνίδι, όμως, θα πάρει μία άλλη τροπή όταν η γοητεία της Μαργκό τον χτυπήσει κατακούτελα, κάνοντάς τον να υποκύψει στα κάλλη τής… «Μαριάν» όπως ήταν πριν από σαράντα και πλέον χρόνια! Χειρίζεται έξυπνα την προοπτική αυτή ο Μπεντός, καθώς δείχνει πως ελέγχει απόλυτα σκηνοθετικά (μέσω του… alter ego του, Αντουάν) την πορεία τού ρομάντζου σε παρόν και «παρελθόν», χωρίς να αφήνει το φιλμ του να ξεφύγει άτσαλα στα χωράφια του σινεμά του φανταστικού. Η εμμονή τού Βικτόρ με τη νεότερη εκδοχή της γυναίκας του περισσότερο έχει να κάνει με τη δική του ανάγκη να επιστρέψει (έστω κατ’ αυτόν τον αδόκιμο τρόπο) στον καιρό της νιότης του, παρά σε αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας.

Ο Μπεντός διανθίζει με σαρκαστικό χιούμορ την πλοκή (με τον Ντανιέλ Οτέιγ να βρίσκεται μετά από καιρό στο στοιχείο του και εντελώς μέσα στο πνεύμα του ρόλου), πετάει εδώ κι εκεί μερικά καρφιά πολιτικής φύσης, ενώ αφήνει την Ντοριά Τιγιέ να αλωνίζει με τον αέρα φτασμένης star, κάτι που η νεαρή Γαλλίδα (σύντροφος του Μπεντός στη ζωή) καταφέρνει να φέρει εις πέρας με χαρακτηριστική άνεση. Το δε στήσιμο της δεκαετίας του ’70 είναι πειστικότατο, κάτι που ο auteur είχε δείξει πως «έχει» (με τη συγκεκριμένη περίοδο ειδικά) από το ντεμπούτο του κιόλας, το «Ο κύριος & η κυρία Αντελμάν» (2017). Εκεί που αστοχεί είναι σε κάποιες λεπτομέρειες των υποπλοκών του σεναρίου του, τις οποίες δεν έχει δουλέψει και τόσο καλά, με αποτέλεσμα να στέκουν ελαφρώς έωλες. Η σχέση ανάμεσα σε Αντουάν και Βικτόρ, που από την πρώτη στιγμή μαθαίνουμε δια στόματος του πρώτου πως ανάγεται σε κάτι σπουδαίο από το παρελθόν, δεν αιτιολογείται επαρκώς, ενώ ούτε η παράλληλη ιστορία άλλου πελάτη της Time Traveler που κινείται στον ίδιο χωροχρόνο προσφέρει κάτι το ουσιαστικό, πέραν μιας επιπλέον (απαραίτητης;) γλυκόπικρης πινελιάς.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Από τις (ευρηματικές) περιπτώσεις ταινίας του σύγχρονου γαλλικού κινηματογράφου που σπάνια έχουμε την ευκαιρία να βλέπουμε πια, καθώς προσφέρει ψυχαγωγία που σέβεται τον θεατή. Δεν πρόκειται για κάτι που θα μνημονεύεται εις τον αιώνα τον άπαντα ως τρανό αριστούργημα, για ένα ξέγνοιαστο δίωρο όμως συνιστάται με ευκολία. Αν έχεις φάει, δε, στη μάπα (κάποιες, έστω…) από τις φόλες του καλοκαιριού που ομιλούν την γαλλικήν, μέχρι και για αληθινή αποκάλυψη θα σου κάνει τούτο! Χώρια που μπορεί να ανάψει κουβέντες σε παρέες, του τύπου «Εσύ ποια εποχή της ζωής σου θα ήθελες να ξαναζήσεις;».


MORE REVIEWS

ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ

Ολιγοήμερο ταξίδι εταιρικού bonding σε απομονωμένο hiking retreat αυστραλέζικου εθνικού πάρκου καταλήγει σε θρίλερ, με την εξαφάνιση μιας γυναίκας η οποία (διόλου συμπτωματικά;) λειτουργούσε ως πληροφοριοδότης για λογαριασμό ομοσπονδιακών πρακτόρων. Υπάρχει χρόνος για να βρεθεί ζωντανή ή μήπως πρόκειται για ένα καλοστημένο σχέδιο δολοφονίας;

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Στο μεγάλο «πουθενά» του Νέου Μεξικού, κάπου στα ‘80s, η Λου, επιστάτρια ενός βουτηγμένου στην τεστοστερόνη γυμναστηρίου, θα ερωτευθεί την Τζάκι, μια bodybuilder περαστική από τα μέρη εκείνα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, μα ονειρεύεται περισσότερα μούσκουλα και δόξα. Γύρω τους, όμως, συγκεντρώνονται αρκετά… πτώματα και χρέη παλιά κι αλύτρωτα.

ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Όταν έπειτα από έλεγχο αλκοτέστ του αφαιρείται το δίπλωμα οδήγησης, ο Μαρκ οφείλει να περάσει από μια σειρά ιατρικών και ψυχολογικών σεμιναρίων αξιολόγησης, εάν επιθυμεί να το πάρει ξανά πίσω. Το αληθινό πρόβλημα του Μαρκ, όμως, δεν είναι η προσωρινή απώλεια του διπλώματός του, αλλά η μη συνειδητοποίηση της κατάστασης την οποία βιώνει ως… αλκοολικός.

ΕΓΩ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Δύο έφηβα αγόρια ξεκινούν από το Ντακάρ της Σενεγάλης κυνηγώντας το όνειρο της καλύτερης ζωής στην Ευρώπη. Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιταλία, να εύχεσαι να μην είναι μακρύς ο δρόμος.

ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ

Η καθημερινότητα στο πλωτό κέντρο φροντίδας πασχόντων από ψυχικές διαταραχές «Adamant», το οποίο βρίσκεται δεμένο σε προβλήτα του Σηκουάνα στο Παρίσι.