O ΚΥΡΙΟΣ & Η ΚΥΡΙΑ ΑΝΤΕΛΜΑΝ (2017)
(MONSIEUR ET MADAME ADELMAN)
- ΕΙΔΟΣ: Δραμεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νικολά Μπεντός
- ΚΑΣΤ: Νικολά Μπεντός, Ντοριά Τιγιέ, Ντενί Πονταλιντές, Αντουάν Γκουΐ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS
Επί 45 συναπτά έτη, ο Βικτόρ και η Σαρά Αντελμάν έζησαν μαζί ως ένα από τα πιο σεβαστά ζευγάρια της Γαλλίας. Όταν αυτός, ένας διάσημος συγγραφέας, πεθαίνει, εκείνη εξιστορεί σε έναν νεαρό δημοσιογράφο το χρονικό και τις άγνωστες πτυχές της ζωής τους.
Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο σεναριογράφος και ηθοποιός Νικολά Μπεντός καταπιάνεται με μια ιστορία αγάπης και τα πολλαπλά στάδια που αυτή περνά για να αντέξει στον χρόνο. Η αλήθεια είναι πως το κάνει με θαυμαστή ευθύτητα και ειλικρίνεια, δίχως να φοβάται να δείξει τις επιρροές του, αν και σε πολλά σημεία δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τα κλισέ, αλλά και τη μόνιμη ασθένεια του (νεο)γαλλικού κινηματογράφου: τη διαχείριση του ρυθμού.
Έχετε γνωρίσει ποτέ σε κάποιο party ή μάζωξη έναν από αυτούς τους τύπους που επειδή έχουν διαβάσει Σαρτρ ή Αντόρνο, ξεκινούν όλες τους τις φράσεις με ημι-διανοούμενα τσιτάτα του στυλ «Κοίτα, όπως είχε πει και ο τάδε…», και στο πρώτο πεντάλεπτο φαντασιώνεστε να τους ρίχνετε μπουκέτο στη μάπα; Αυτός είναι ο Βικτόρ, στο Παρίσι των 70s, όπου ο μισός πληθυσμός ενέπιπτε στην άνωθεν κατηγορία. Κλασική περίπτωση φερέλπιδος συγγραφέα / ποιητή, προερχόμενου από bourgeois υπόβαθρο, που προσπαθεί απεγνωσμένα να το αποτινάξει από πάνω του. Σε ένα bar θα γνωρίσει τη Σάρα, ένα κραυγαλέο, over the top παράδειγμα creepy τύπισσας που, μετά το φιλί στο πρώτο κιόλας βράδυ της γνωριμίας τους, θα του διορθώσει το χειρόγραφο, θα του γράψει τρία διαφορετικά τηλέφωνα για να την καλέσει την επόμενη μέρα, θα το κάνει εκείνη γύρω στις… επτακόσιες φορές (χωρίς απάντηση), θα τα φτιάξει με τον κολλητό του και μετά με τον αδελφό του. Παρά τα προαναφερθέντα red flags, η Σάρα είναι το υγρό όνειρο κάθε Γάλλου wannabe καλλιτέχνη στα 70s: είναι όμορφή, classy, ενδιαφέρουσα και διαβάζει Ντοστογιέφσκι και Πολ Βαλερί.
Η αποστολή του Μπεντός είναι εκ προοιμίου δύσκολη. Πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ δράματος και κωμωδίας, και παράλληλα να διανύσει μια διαδρομή τεσσάρων δεκαετιών με όλες τις αλλαγές στο ύφος και την κουλτούρα που αυτό συνεπάγεται. Προσφέροντάς μας απλά τα βασικά, θα καταφέρει να μη μας πετάξει τελείως έξω. Λίγο Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εσταίν, λίγο Ζακ Σιράκ, η ψυχεδέλεια των 70s, η πολύχρωμη glam επέλαση των 80s και το μείγμα είναι έτοιμο – η χρονική αναδρομή, άλλωστε, δεν είναι ο βασικός πυρήνας του έργου. Το ουσιαστικό θέμα εδώ είναι τα στάδια ενός έρωτα, μιας αγάπης, ενός γάμου, πόσο επώδυνο είναι και πόσες θυσίες απαιτεί η προσπάθεια να μείνεις μαζί με έναν άνθρωπο για σχεδόν μισόν αιώνα. Ο Μπεντός θα τα καταφέρει, φέρνοντας πίσω ένα απαραίτητο συστατικό του γαλλικού κινηματογράφου των περασμένων δεκαετιών: την ψυχανάλυση. Θα αναλύσει μέχρις εσχάτων τους ήρωές του, κλείνοντας αρκετές φορές το μάτι στον μεγάλο νευρωτικό του παγκόσμιου σινεμά, τον σπουδαίο Γούντι Άλεν (ειδικά όταν γνωρίζουμε τους γονείς της Σάρα, είναι πασιφανές).
Σε όλο αυτό το μερικώς επιτυχημένο πείραμα, θα λάμψει η πρωτοεμφανιζόμενη Ντοριά Τιγιέ (προτάθηκε και για César καλύτερης γυναικείας ερμηνείας), ένα πραγματικά φρέσκο, κινηματογραφικό πρόσωπο με ανεπιτήδευτη γοητεία, που διαχειρίζεται υποδειγματικά τις εναλλασσόμενες διαθέσεις και ανάγκες του ρόλου. Ειδική μνεία και στην guest εμφάνιση του Ντενί Πονταλιντές ως ψυχαναλυτή που προσπαθεί να αντεπεξέλθει στην ακατάσχετη λογοδιάρροια του πρωταγωνιστή (προσωπικά, μου θύμισε κάτι από τον ανυπέρβλητο Γουάλας Σον του «My Dinner with Andre»).
In retrospect, σίγουρα αποτελεί ευχάριστη έκπληξη το γεγονός πως η ταινία δεν ταυτίζεται με το σύνηθες «ξεφόρτωμα» των εταιρειών διανομής ενόψει θερινών. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να έχουμε ένα πιο χαριτωμένο αποτέλεσμα αν είχε εκμεταλλευτεί τους παράγοντες της φωτογραφίας (που πατά σχεδόν αποκλειστικά πάνω σε πλαστά φίλτρα «βιντατζιάς») ή και της ηχητικής μπάντας (που πέρα από 2-3 κομμάτια του Αλέν Σουσόν, δηλώνει φτώχεια).