ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΤΟΥ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ (2023)
(KILLERS OF THE FLOWER MOON)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάρτιν Σκορσέζε
- ΚΑΣΤ: Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Λίλι Γκλάντστοουν, Σκοτ Σέπερντ, Τάντου Κάρντιναλ, Κάρα Τζέιντ Μάγερς, Τζανέι Κόλινς, Τζίλιαν Ντιόν, Τζέισον Ίσμπελ, Τζέσι Πλέμονς, Μπρένταν Φρέιζερ, Τζον Λίθγκοου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 206'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Στον αμερικανικό Νότο της δεκαετίας του 1920, η εκμετάλλευση της πλούσιας σε πετρέλαιο γης της ινδιάνικης φυλής των Οσέιτζ προσελκύει στην περιοχή κάθε λογής αγύρτες, οι οποίοι επιχειρούν να βάλουν χέρι στις περιουσίες τους με διάφορους τρόπους, από… παντρολογήματα έως και εν ψυχρώ δολοφονίες. Οι τοπικές Αρχές θα κάνουν τα «στραβά μάτια», μέχρι τη στιγμή που θα επέμβει το θορυβημένο FBI.
Κάπου… βαθιά μέσα στα 206 λεπτά που διαρκούν οι «Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού», βρίσκεται (αν όχι «κρύβεται»…) μια εξαιρετική ταινία. Αλλά δεν είναι αυτή που μας παρέδωσε ο Μάρτιν Σκορσέζε και θα δείτε στη μεγάλη οθόνη! Τελικά, ίσως αυτό το αποκαλούμενο «director’s cut» να έκανε (και) μεγάλο κακό σε σκηνοθέτες που… μεγαλώνοντας έχασαν μαζί και το νόημα του μεγέθους (τους;).
Πριν προχωρήσω στα των «Δολοφόνων», ας «κλέψω» μια φράση από την κριτική που είχα γράψει για τον «Ιρλανδό» του το 2019, φιλμ το οποίο «στη γλώσσα τού streaming και του ταχείας κατανάλωσης τηλεοπτικού προϊόντος τού σήμερα χαρακτηρίζεται περισσότερο σαν ‘binge watching σε κινηματογραφική αίθουσα’ παρά σαν φιλμική εμπειρία που αξίζει να βιώσεις στο σινεμά». Η τωρινή του δουλειά είναι σαφώς καλύτερη από εκείνο το φιάσκο, όμως, το πρόβλημα (που έχει να κάνει πρωτίστως με την επική διάρκεια) παραμένει. Τότε ήταν το Netflix, στην προκειμένη είναι η Apple (και το κανάλι της) ως βασικός παραγωγός μιας ταινίας που δεν έχει καμία απολύτως επαφή με το μέτρο του μοντάζ και τους χρόνους της αφήγησης ενός κινηματογραφικού έργου. Δεν είναι ότι δεν ξανάδαμε ποτέ στο σινεμά φιλμ που ξεπερνούσαν τις τρεις ή ακόμη και τις τέσσερις ώρες. Απλά, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με περιπτώσεις τύπου «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» (1939) ή εκείνη της «Cleopatra» (1963), όπου η φαντασμαγορία και το storytelling ήταν οι συνοδοιπόροι κολοσσιαίων παραγωγών οι οποίες ανήκαν στη μεγάλη οθόνη. Το σινεμά του Σκορσέζε δεν έχει να κάνει απαραιτήτως με αυτή την έννοια του «size matters» κι αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά το σύνολο της φιλμογραφίας του, έχει να βγάλει έργο με διάρκεια μικρότερη του δίωρου από… το 1986, με το «Χρώμα του Χρήματος» (119 λεπτά)! Από τότε μέχρι σήμερα, βέβαια, έχει εργαστεί αρκετά και για τηλεοπτικές σειρές, κάτι που φοβούμαι πως εσχάτως τον έχει κάνει να λειτουργεί μ’ ένα τέτοιο σκεπτικό ρυθμού και ύφους. Αν και οι «Δολοφόνοι» δεν έχουν φτιαχτεί (εξαρχής) για να ταιριάξουν σ’ αυτό το πλαίσιο, όσο τους παρακολουθείς να ξεδιπλώνονται τόσο ανοικονόμητα στη μεγάλη οθόνη, αισθάνεσαι πως οι τρεισήμισι ώρες τους θα μπορούσαν να είναι και πέντε και έξι και οκτώ, δίχως να έχουν να προτείνουν κάτι ουσιαστικά διαφορετικό. Είναι μια μεγάλη ταινία του… binge watching, όχι των δυνατοτήτων του Σκορσέζε.
Το περιεχόμενο, όμως, είναι θαυμαστό και πλούσιο. Μιλά για τη σταδιακή εξαφάνιση μιας ολόκληρης φυλής ερυθρόδερμων οι οποίοι έπεσαν θύματα της… ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της κλοπής της γης τους, του πλούτου τους, της ελευθερίας τους και καθετί που θα μπορούσαν να έχουν δικαιωματικά (και διαχρονικά) από κοινού με τους λευκούς. Η εισαγωγή του φιλμ παρουσιάζει με αρκετά ειρωνικό τρόπο την «αστικοποίηση» των ιθαγενών οι οποίοι θησαυρίσανε με το πετρέλαιο που ανακάλυψαν στις εκτάσεις τους, για να καταλήξουν να υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό ταξικές συνήθειες των λευκών: μεγάλα σπίτια, ακριβά αυτοκίνητα με chauffeur, ένδυση και κοσμήματα που μαρτυρούσαν σπατάλη. Όλα αυτά δεν δείχνουν να συνοδεύονται από ένα αίσθημα απληστίας, όμως, αυτή θα προκύψει από τις φθονερές σκέψεις των λευκών, οι οποίοι θα αποκαλέσουν πατρίδα «τους» ολόκληρη την Αμερική και θ’ αρχίσουν να κατατρέχουν το «διαφορετικό», το «ξένο», το «πρωτόγονο», απαιτώντας την κυριαρχία στα πάντα.
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1920, σε μία επαρχία όπου οι Ινδιάνοι μπορεί να έχουν το χρήμα, όμως, έχουν αρχίσει (και) να λογοδοτούν σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο που ορίζεται όλο και πιο έντονα από τη συστημική λογική του λευκού. Πέραν της νομιμότητας αυτού, σε ατομικό επίπεδο, κάμποσοι κομπιναδόροι έχουν σκαρφιστεί το «σενάριο» των μεικτών γάμων και των κληρονομικών δικαιωμάτων που τους επιτρέπει να έχουν ένας… «ξαφνικός» θάνατος, με το φαινόμενο ν’ αποκτά διαστάσεις επιδημίας, αφήνοντας πίσω του δεκάδες πτώματα που φυσικά ποτέ δεν προβλημάτιζαν τις τοπικές Αρχές. Σ’ ένα πολιτειακό σύμπαν που λειτουργούσε σχεδόν… μασονικά (υπάρχει και μία σχετική σεκάνς που κάνει κάτι παραπάνω από «κλείσιμο ματιού»), με κανόνες συγκάλυψης και βολέματος αλυσιδωτών συμφερόντων, ο νεαρός Έρνεστ (ΝτιΚάπριο) επιστρέφει από τα μαγειρεία στρατευμάτων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στην αγκαλιά του θείου Γουίλιαμ (Ντε Νίρο) και μένει στη δούλεψή του με σκοπό να νοικοκυρευτεί μόνιμα στην περιοχή. Ο Έρνεστ αγαπά το ουίσκι και τις γυναίκες, δεν δείχνει να «του κόβει» και τόσο, σοφάρει για πλούσιους Ινδιάνους και μετά από υπόδειξη του θείου του αρχίζει να φλερτάρει την Μόλι (Γκλάντστοουν), με το ενδεχόμενο να καλοπαντρευτεί και (Θεού θέλοντος!) να… χηρέψει ως ο μοναδικός κληρονόμος της περιουσίας της. Βλέπετε, εκείνη την εποχή επικρατούσε η άποψη πως οι Ινδιάνοι δεν ζούσαν και πολλά χρόνια (με το ζόρι πατούσαν τα πενήντα έτη), άσχετα από τα ακριβή αίτια θανάτου τους (βλέπε δηλητηριάσεις, «αυτοκτονίες» ή και κανονικές δολοφονίες), τα οποία ουδέποτε σκότιζαν ιατροδικαστές και σερίφηδες.
Ο Σκορσέζε στήνει ένα κοινωνικό πλαίσιο που αφορά μέχρι και σήμερα, με κάμποσους παραλληλισμούς σε κάθε ιστορική χρονική περίοδο των ΗΠΑ (και όχι μόνο…) και πάντοτε κρατά τα χαρτιά του ανοιχτά. Δεν υφίσταται μυστήριο γύρω από την εγκληματική δράση στην περιοχή. Ο θείος Γουίλιαμ είναι ο «Νονός», ο άρχοντας της μηχανορραφίας και της δολοπλοκίας, με άπειρα πιόνια, συγγενικά και μη, τα οποία χρηματίζονται με ψίχουλα για να εκτελούν εντολές (κι ανθρώπους), όπως ακριβώς θα πράξει και ο Έρνεστ, εν γνώσει του οποίου θ’ αρχίσουν να ξεπαστρεύονται οι αδελφές της συζύγου του (πλέον) Μόλι, ώσπου να χτυπήσει το «καμπανάκι» και για τη δική της σειρά.
Η ιστορία θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί αφηγηματικά υπό το στυλ ενός θρίλερ κλιμακωτής έντασης και τρομερών αποκαλύψεων, όμως, ο Σκορσέζε δεν ακολουθεί τους κανόνες αυτού του genre. Το Κακό είναι ορατό από το ξεκίνημα του φιλμ και το μόνο που έχει να αναμένει ο θεατής είναι ο τρόπος της τιμωρίας και της λύτρωσης, παρακολουθώντας πρώτα την «saga» της εξολόθρευσης ενός ολόκληρου «οίκου», εκ των πλουσιότερων στην περιοχή εκείνα τα χρόνια. Ίσως και ν’ αποτελεί ένα σκηνοθετικό λάθος όλο αυτό. Δεν θα το τόνιζα, εάν δεν «ξεστράτιζε» προς τα εκεί ενίοτε ο Σκορσέζε, δηλώνοντας μία αναποφασιστικότητα ανάμεσα στο κοινωνικό φιλμ καταγγελίας και κριτικής (με βάση ιστορικά δεδομένα) και μια λανθάνουσα ροπή προς το crime drama (με κάμποσες «τρύπες» που ίσως προέρχονται από το… μοντάζ και ουχί από το σενάριο) όπως το ορίζουν πια οι… τηλεοπτικές mini σειρές τύπου «American Crime Story».
Μιλώντας περί σκηνοθετικού λάθους, φτάνουμε και στις ερμηνείες των δύο βασικών πρωταγωνιστών, οι οποίες συνθέτουν ένα… κάκιστο domino αποτυχημένων μιμήσεων! Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο «δανείζεται» (βαριεστημένα) μορφασμούς του Μάρλον Μπράντο (μην αναφέρω και το από πού, φωνάζει το πράμα…) και ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο τους παίρνει από «δεύτερο χέρι» και τους μετατρέπει σε μια παρωδία μούτας, για να μας δώσει τη χειρότερη ερμηνεία της κινηματογραφικής του καριέρας, χαντακώνοντας κάθε τρόπο προσέγγισης του χαρακτήρα του. Το overacting του ΝτιΚάπριο βλακοδείχνει τόσο ενοχλητικά, που μ’ έκανε να αισθάνομαι πως «έπαθε»… Άρη Σερβετάλη, ενώ ο ίδιος νομίζει πως υποδύεται μια αφελή, νεανική καρικατούρα του «θείου» Ντε Νίρο, ο οποίος επαναλαμβάνει διαρκώς μια στερεοτυπικά «αποτροπιαστική» έκφραση μακιαβελικού με κατεβασμένα χείλη. Το πώς ο Σκορσέζε επέτρεψε στον ΝτιΚάπριο αυτή την άσχημη έκθεση, με «θολές» διακυμάνσεις προς κάτι το φυσιολογικότερο του «αλαφροΐσκιωτου» που σέρνει για τόσες ώρες στην οθόνη, αποτελεί το μεγαλύτερο μυστήριο του φιλμ. Και οι δύο ηθοποιοί μοιάζουν να δρουν με μια ειρωνεία που αστοχεί πλήρως δραματουργικά, καθώς τόση ηλιθιότητα δεν δύναται να φέρνει τόσα θετικά αποτελέσματα… ούτε γι’ αστείο! Μέχρι ενός σημείου, δηλαδή, διότι κάποτε πρέπει να εμφανιστεί και το FBI, που θα κόψει το «γέλιο» σε ολόκληρη την πόλη.
Υπάρχει στο φινάλε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα «λύση» αποφυγής επεξηγηματικών καρτών για το τι απέγιναν όλοι οι χαρακτήρες της ιστορίας αυτής, ένα είδος οικονομικής διαχείρισης της μυθοπλασίας που μας σώζει (και) από ένα επιπλέον ημίωρο (τουλάχιστον) διάρκειας του φιλμ. Αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι, όμως, είναι σαν να ήρθε ουρανοκατέβατη από τις «Μέρες Ραδιοφώνου» (1987) του Γούντι Άλεν!
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι η τελική αξιολόγηση των «Δολοφόνων του Ανθισμένου Φεγγαριού» εμπεριέχει και μια ελπίδα / φιλοδοξία, πως πέραν εμού θα υπάρξουν και κάμποσοι θεατές ακόμη οι οποίοι, μέσα σε τούτο το ενίοτε ασύνδετο χάος αφηγηματικού «δεσίματος» (και ξεχειλώματος), θα εντοπίσουν κάτι θεματικά σπουδαίο για το πώς χτίστηκε (επί αθώων πτωμάτων) ένα ολόκληρο Έθνος. Κάθε ομοιότητα είναι απλά συμπτωματική…