JOKER (2019)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τοντ Φίλιπς
- ΚΑΣΤ: Χοακίν Φίνιξ, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Ζάζι Μπιτς, Φράνσις Κόνροϊ, Μπρετ Κάλεν, Γκλεν Φλέσλερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 122'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Ο Άρθουρ Φλεκ βγάζει τα πενιχρά προς το ζην παριστάνοντας τον κατά παραγγελίαν clown. Θέλει να κάνει τον κόσμο να γελά. Ονειρεύεται την καριέρα ενός stand-up κωμικού. Ο Άρθουρ Φλεκ είναι ένας ψυχασθενής. Δεν γεννήθηκε έτσι. Οι κοινωνικές συνθήκες τον οδήγησαν εκεί. Και η έκρηξή του δεν θ’ αργήσει…
Το «Joker» ξεκινά με το logo της Warner Bros. Συγκεκριμένα με το σήμα που χρησιμοποίησε το studio κατά την περίοδο 1972 – 1990. Δηλαδή, με ένα μόλις καρέ, προτού δεις τις πρώτες εικόνες της ταινίας, σου έχει κάνει ένα πρώτο αισθητικό statement. Έχει σχεδόν ορίσει χρονολογικά το σύμπαν της δράσης του. Λίγο αργότερα, από κάποιες κινηματογραφικές μαρκίζες, αντιλαμβανόμαστε ότι βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1981. Γνωρίζουμε ότι οι χαρακτήρες (προφανώς και πρέπει να) είναι εμπνευσμένοι από τον κόσμο των comics, όμως το πλαίσιο στο οποίο κινούνται δεν είναι ασαφώς φανταστικό, δείχνει ρεαλιστικό. Με άλλα λόγια, ο Τοντ Φίλιπς έχει «σπάσει» και τη φόρμα του genre!
Με όλα αυτά να έχουν κολλήσει στη σκέψη μου, αρχικά, παρακολουθούσα επιφυλακτικός την ταινία, τη μίζερη απεικόνιση της πόλης (που ακόμη δεν είχε φανερώσει την ταυτότητά της σαν Γκόθαμ), το δυσάρεστο κλίμα διαβίωσης, την απανθρωπιά που δεν κρυβόταν καν στο φως της μέρας. Κλεισμένος σ’ ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα με τη γερασμένη μάνα του, ο Άρθουρ Φλεκ βρίσκει τη γαλήνη παρακολουθώντας vintage έργα ή το αγαπημένο του talk show στην τηλεόραση, κάνοντας όνειρα για μία καριέρα κωμικού. Μοναδικός του στόχος στη ζωή, το να κάνει τον κόσμο να γελά. Αλλά ο Άρθουρ μπορεί να κάνει μονάχα αυτό που λέει το τραγούδι: «put on a happy face». Με το μακιγιάζ τού clown και το σχεδόν νευρωσικό του γέλιο, που ηχεί ακόμη και στις πιο άσχετες ή ακατάλληλες στιγμές, ο Άρθουρ καλύπτει «κωμικά» την τραγωδία της ύπαρξής του, σε ένα «κοινωνικό» κράτος που όσο έχει τις σχετικές επιχορηγήσεις μπορεί να του διαθέτει τα (ψυχο)φάρμακά του, μπας και ξεχάσει τον πόνο, το πού και πώς ζει.
Ο Άρθουρ είναι ένας ψυχασθενής. Που κάποτε μπορεί να ήταν ένας… από εμάς. Κακά τα ψέματα, όλοι κουβαλάμε μια «τρέλα» μέσα μας. Αλλά μία ακαθόριστη λογική, η υποταγή στο «πολιτισμένο» περιβάλλον μας, οι νόμοι και η τάξη, δεν μας επιτρέπουν να «απασφαλίσουμε» και να φτάσουμε στα άλλα άκρα, σε κάτι το πραγματικά αθεράπευτο και ενδεχομένως επικίνδυνο, για τον εαυτό μας και όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους γύρω μας. Ο Άρθουρ Φλεκ δεν είναι ένας comic book hero, είναι ένα ρετάλι ανθρώπινης αξιοπρέπειας στα όρια ενός αυτοκαταστροφικού ξεσπάσματος. Που θα «εκτονωθεί» ανακαλύπτοντας ότι μπορεί να σκοτώσει. Κανονικά. Αρκεί το πάτημα μιας σκανδάλης.
Ο Άρθουρ θέλει να σκοτώσει αυτούς που τον περιπαίζουν και εκείνους που του στέρησαν μια καλύτερη ζωή. Δεν είναι απαραίτητα μία μορφή εκδίκησης, αλλά μία δικαίωση μπροστά στο άδικο. Μία πράξη που σχεδόν «νομιμοποιείται» στα μάτια τού θεατή! Οι δύο πρώτες σκηνές φόνων στο «Joker» είναι στυγνές, ωμές, όχι απαραίτητα προμελετημένες. Αναδίδουν μία λυτρωτική δύναμη ενέργειας που φορτίζει τον Άρθουρ (ώστε να συνεχίσει) και συνοδεύονται από αντίστοιχες στιγμές ανθολογίας οι οποίες έχουν χορογραφηθεί με ιδιαίτερη σημασία. Στην πρώτη περίπτωση, τα έγχορδα της Χίλντουρ Γκουδεναντότιρ στριγγλίζουν κάτω από το δέος της απελευθέρωσης του ήρωα που δοξάζει με το σώμα του τη βία, κάπου μεταξύ χαιρεκακίας που εκδηλώθηκε με τιμή αίματος και δέησης προς έναν ανώτερο Θεό, ο οποίος επιστρέφει τη «χάρη» της ανθρωποθυσίας προς τον θύτη με μία διαύγεια ικανοποίησης και ηδονής δίχως προηγούμενο. Ναι, η αφαίρεση μιας άλλης ζωής χαρίζει στον Άρθουρ μια πρωτόγνωρη αίσθηση ηδονής. Ανακάλυψης του δικού του είναι και ανύψωσης αυτού προς τον έξω κόσμο. Στη δεύτερη περίπτωση, υπό τους ήχους του «Rock and Roll Part 2» του Γκάρι Γκλίτερ, η κίνηση του σώματος δηλώνει την κατάκτηση, την ετοιμότητα για τη μεγάλη έξοδο, μία αναρχική διάθεση υπεροψίας. Ο ήρωας έχει αγγίξει την πληρότητα, μπορεί να νιώθει πια σαν ένας star, που τα media θα τον κάνουν απαραίτητο για κατανάλωση στα μάτια του κόσμου. Ακόμη πιο διάσημο, ακόμη πιο τρομακτικό.
Ο Τοντ Φίλιπς, σχεδόν ανεξήγητα συνεπής, οργανωμένος και καλλιτεχνικά δημιουργικός εδώ, σοκάρει επίσης (πόσω μάλλον ρίχνοντας μία ματιά στο «αμαρτωλό» παρελθόν της εμπορικών προδιαγραφών κωμικής φιλμογραφίας του), υπογράφοντας ένα στέρεο έργο κοινωνικού σχολιασμού που απομακρύνεται πλήρως από το κομιξικό σύμπαν, για να πάρει τη μορφή ενός διαχρονικού manifesto αναρχίας ενάντια στο σύστημα και την πλουτοκρατία που διοικεί και ελέγχει τα πάντα. Το «Kill the rich» αντηχεί με νόημα μέσα από τις εικόνες οργής του τελευταίου μέρους της ταινίας, με τον Άρθουρ να έχει «μεταμορφωθεί» σε έναν μπαρουτιασμένο συνδυασμό μεταξύ Τράβις Μπικλ και Χάουαρντ Μπιλ, που επιθυμεί ο τόπος να καθαρίσει από τα αποβράσματα (ανεξαρτήτως ταξικής προέλευσης) της Γης, αλλά παράλληλα (καταλήγει να) επιζητά και την αναγνώριση από τον όχλο, ένα είδος «μεσσιανικού» stardom. Σε αντίθεση με τη συνηθισμένη εικόνα ενός κακού χαρακτήρα των comics, ο Joker (όπως θέλει να τον αποκαλούν σε αυτό το στάδιο της ύπαρξής του) δεν είναι μία τυχαία εγκληματική μορφή, αλλά ο ηγέτης μίας νέας επανάστασης που θα μπορούσε να έχει σαν ιδανικό σύνθημα το… «Βγείτε έξω και γαμήστε τα όλα». Τηρουμένων των σημερινών κοινωνικών αναλογιών, δεν μπορείς παρά να τον υποστηρίξεις! Η αλήθεια στα λόγια του θα σου προκαλέσει μικρές εκρήξεις συνειδητοποίησης στο μυαλό, καθώς κι εσύ, στον ιδιωτικό σου βίο, μπορεί να την παλεύεις για να δεις ποιος θα σε νικήσει εκεί έξω, στον ρεαλιστικό κόσμο: το σύστημα ή η τρέλα που «κληρονόμησες» μεγαλώνοντας υπό το καθεστώς αυτού του συστήματος; Τολμάς να τους «φας» ή θα σε κατασπαράξουν (όπως είναι η ζωή, που λέει και το τραγούδι);
Δεν έχω να πω κάτι που δεν έχεις ακούσει ήδη για την ερμηνεία του Χοακίν Φίνιξ. Δεν θα συγκρίνω με τους προκατόχους του στον ρόλο. Η κάθε προσέγγιση ήταν αρκετά διαφορετική και εξίσου σπουδαία. Λίγο πιο κοντά σ’ εκείνην του Χιθ Λέτζερ από το 2008, η απόδοση του χαρακτήρα του Άρθουρ Φλεκ είναι ένα δυσάρεστο rollercoaster θαυμασμού και απέχθειας μαζί (στην όψη τού τρομακτικά αδυνατισμένου κορμιού τού ηθοποιού το δεύτερο), που στο βάθος τού μυαλού σου φοβίζει, για τα όρια της (προσωπικής) τρέλας που χρειάστηκε ν’ αντικρίσει ο Φίνιξ. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας τού φιλμ στέκει στους ώμους του και αυτό που κάνει μπροστά στον φακό της κάμερας θα μείνει για πάντα στη μνήμη τού κόσμου, με ή χωρίς βραβεία.
Θα γραφτούν πολλά για το «Joker». Θα συγκριθεί με έργα από τη δεκαετία του ’70, για τόσο προφανείς λόγους (βλέπε κομμάτι του casting) που αδικούν τούτη τη δουλειά. Θα διχάσει, θα ενοχλήσει, θα ταρακουνήσει, θα χλευαστεί, μπορεί και να γίνει το εφαλτήριο για μία νέα μορφή επανάστασης. Κάπως έτσι, ουτοπικά, βλέπαμε και το «V for Vendetta» το 2006, έτσι δεν είναι; Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες με αυτό, ναι. Ένα παρόμοιο κάλεσμα προς τον απλό λαό έμοιαζε να επιχειρεί κι εκείνη η ταινία. Ο παράδοξος «δεσμός» του με τον ήρωα που φορά μία μάσκα (ή ακόμη και το κλοουνίστικο μακιγιάζ του Άρθουρ εδώ) θα περάσει από τον νου σου, αναπόφευκτα. Με λύπη το σκέφτηκα, καθώς όλοι θυμόμαστε πού κατέληξε εκείνη η «επανάσταση». Σε ένα αστειάκι για τα social κάθε 5 του Νοέμβρη, στην εμπορευματοποίηση εκείνης της μάσκας για τα… καρναβάλια, σε κάτι διόλου ουσιαστικό. Μία «φούσκα» που έσκασε στα μούτρα της pop κουλτούρας, ανίκανη να κάνει το breakthrough στην πραγματικότητα. Ίσως το ίδιο να συμβεί και σήμερα, αν και η εποχή είναι πολύ πιο άγρια, γεμάτη από άλυτα προβλήματα, δυστυχία και φρίκη μέσω μετατοπίσεων τεράστιων πληθυσμών που εξοντώνονται σε… περίοδο «ειρήνης». Ούτε καν ο ίδιος ο πλανήτης δείχνει να μας αντέχει πια! Κι όταν εκείνος ξεσπάσει σαν τον Άρθουρ Φλεκ, τι να το κάνεις το «Kill the rich»; Πάτα μία χαμογελαστή φατσούλα στο facebook και ξέχνα το. Ή πάτα μία σκανδάλη. Τώρα. Είναι καιρός.