ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΠΟΤΖΑΝΓΚΛΣ (2022)
(EN ATTENDANT BOJANGLES)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρεζίς Ρουανσάρ
- ΚΑΣΤ: Ρομέν Ντουρίς, Βιρζινί Εφιρά, Γκρεγκορί Γκαντεμπουά, Σολάν Μασαντό Γκρανέρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 124'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
«Φευγάτος» τύπος γνωρίζει «φευγάτη» τύπισσα. Ερωτεύονται με την πρώτη ματιά, κάνουν οικογένεια, ζουν ανέμελα, σαν σε όνειρο. Όταν, όμως, εκείνη αρχίζει να ξεφεύγει στ’ αλήθεια, το «όνειρο» σταδιακά γκρεμίζεται.
Το τραγούδι «Mr. Bojangles» γράφτηκε και ηχογραφήθηκε στα 1968, από τον Αμερικανό μουσικό της country Τζέρι Τζεφ Γουόκερ. Το εμπνεύστηκε από τη συναναστροφή του μ’ έναν άστεγο, έξω καρδιά τύπο, σε κάποιο κελί φυλακής της Νέας Ορλεάνης, ο οποίος έλεγε ιστορίες συνηθίζοντας να χορεύει κλακέτες. Η εκτέλεση που απογείωσε το τραγούδι (κι έχει μείνει κλασική μέχρι και τις μέρες μας) ήταν εκείνη του Σάμι Ντέιβις Τζ., από τα 1973. Ο μαύρος entertainer έκανε την ιστορία του «Mr. Bojangles» τόσο δικιά του, σε σημείο να νομίζει κανείς πως γράφτηκε για τον ίδιο! Ατυχώς, στην ταινία που φέρει τον τίτλο «Περιμένοντας τον Μποτζάνγκλς» (και όπου το τραγούδι είναι σημαντικό για την εξέλιξη της πλοκής), η συγκεκριμένη καθοριστική εκτέλεση… δεν ακούγεται! Αντ’ αυτού, παίζει συνεχώς μια νερόβραστη σύγχρονη version από κάποιον Μάρλον Γουίλιαμς. Δεν είναι παρά μία από τις πολλές αστοχίες του φιλμ.
Στο τρίτο φιλμ της καριέρας του ο Γάλλος σκηνοθέτης Ρεζίς Ρουανσάρ επιστρέφει, έπειτα από τους θριλερικούς «Μεταφραστές» (2020), στο fifties κλίμα με το οποίο πρωτοσυστήθηκε μέσω του «Χτυποκάρδια στο Γραφείο» (2012). Το τελευταίο «έπαιζε» με τη νοσταλγική ανασύσταση εποχής και τους κλασικούς κώδικες της ρομαντικής κομεντί, προκειμένου να σκιαγραφηθεί το πορτρέτο μιας ανεξάρτητης, μπροστά από την εποχή της γυναίκας. Με το «Μποτζάνγκλς», η νοσταλγία της ανεμελιάς ξαναμπαίνει μπροστά, συνεπικουρούμενη από μια γερή δόση εκκεντρικότητας και μια ακόμα πιο γερή… μελοδράματος. Το πρώτο συστατικό θυμίζει το προ δεκαετίας ντεμπούτο του Ρουανσάρ, το δεύτερο θα ήθελε να περπατήσει στα χνάρια του Φρανκ Κάπρα από το περίφημο «Δεν Θα τα Πάρεις Μαζί σου» (1938), ενώ ο συνδυασμός των τριών θυμίζει (σε επικίνδυνο βαθμό) τον «Αφρό των Ημερών» (2012) του Μισέλ Γκοντρί. Εάν η τολμηρότητα του σημαντικά πιο ταλαντούχου Γκοντρί τον βοήθησε ν’ αποφύγει τις παγίδες του ιδιαίτερου γραψίματος του Μπορίς Βιάν, ο Ρουανσάρ δεν πετυχαίνει το ίδιο με το ομότιτλο της ταινίας του μυθιστόρημα του συγγραφέα Ολιβιέ Μπουρντό. Η τραγικά παθιασμένη ιστορία αγάπης που πραγματεύεται μοιάζει με ξεπατικωσούρα εκείνης του «Αφρού», εν τούτοις εδώ απουσιάζουν τα στοιχεία που θα έκαναν τα αβίαστα συναισθήματα να δείχνουν ως τέτοια και όχι σαν «πυροτεχνήματα».
Με άναμμα πυροτεχνημάτων, άλλωστε, μοιάζει η με το πόδι στο γκάζι εναρκτήρια σεκάνς, που εισάγει στο φιλμ τον αγαθό παρλαπίπα Ζορζ, ο οποίος εισβάλει σε party χλιδάτης έπαυλης στη Ριβιέρα του 1958 (ο αναχρονισμός σχετικά με το τραγούδι ««Mr. Bojangles» δεν περιλαμβάνεται στις αστοχίες). Φλομώνοντας άπαντες στο παραμύθι σχετικά με το ποιόν του, αντικρίζει την όμορφη και ελαφρώς άστατου χαρακτήρα Καμίγ, και παθαίνει την πλάκα της ζωής του. Έρωτας, αιώνιοι όρκοι, γιος, χορός, γέλια και διασκέδαση, άνευ χρημάτων και άνευ έγνοιας καμιάς επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Έπειτα, δεκαετές άλμα στον χρόνο και… προβλήματα.
Το οικοδόμημα που χτίζει ο Ρουανσάρ, βασισμένο σε μια ολοκληρωτικά ανέμελη προσέγγιση της ζωής, γκρεμίζεται άπαξ της αντικατάστασης της εκκεντρικότητας από την τραγωδία. Η ένθερμη ιστορία αγάπης μετατρέπεται σε αμήχανο μελόδραμα, αντικαθιστώντας τη θέρμη και την καλώς εννοούμενη τρέλα της οικογένειας Φουκέ μ’ ένα επίπεδο δράμα που αδυνατεί όχι μόνο να σταθεί στα πόδια του, αλλά να μοιάσει και αληθοφανές. Η μεταφορά της δράσης στην πολυτελή βίλα «σανατόριο» της Ισπανίας (στην πραγματικότητα ξανά η Ριβιέρα, όπου πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα), παγιδεύει το σενάριο σε πλεύση άνευ πυξίδας κι άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Το μάτι κάνει χάζι τα υπέροχα καλοκαιρινά τοπία του γαλλικού Νότου, η καρδιά, εν τούτοις, δεν δύναται ούτε να συγκινηθεί, ούτε να συμπάσχει. Η απουσία της α λα «Γκάτσμπυ» (2013) φαντασμαγορίας του πρώτου μέρους, που μέσα στην υπερβολή της κάπως κάνει το φιλμ να τσουλάει (βοηθά και η γοητεία που εκπέμπει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι), κρύβει ολέθρια αποτελέσματα για το δεύτερο μισό του. Η σαν σε παραμύθι σχέση πατέρα – γιου και η αφέλεια της παιδικής ηλικίας, μπλέκουν με την απόκλιση της ψυχικής υγείας, κρύβοντας όχι λύτρωση αλλά σεναριακή ανεπάρκεια. Η κατακλείδα όλων αυτών είναι να πέφτουν με τρόπο ολοκληρωτικά άτσαλο οι τίτλοι τέλους του «Μποτζάνγκλς», συγχέοντας τα μελοδραματικά στερεότυπα ενός καταραμένου έρωτα με μια απροσδιόριστη (του τύπου «στο βάθος κήπος»…) ενηλικίωση.