ANON (2018)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Sci-Fi Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντριου Νίκολ
- ΚΑΣΤ: Κλάιβ Όουεν, Αμάντα Σάιφριντ, Κολμ Φιόρε, Σόνια Γουόλτζερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Στο προηγμένο αύριο, privacy δεν υφίσταται και το πταίσμα, το πλημμέλημα, ακόμη και το κακούργημα αποτελούν σπάνια εξαίρεση γιατί «η ανωνυμία είναι ο εχθρός». Ένας άφαντος σπέρνει άψυχα κορμιά. Ένας μπασκίνας ψάχνει. Μια χακερού τούς φέρνει πιο κοντά. Save / Don’t Save?
Το φαίνεσθαι και το είναι των συμπάντων, τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού γύρω της, δεν συμφωνούν, διχάζουν τη μονάδα. Η συνείδηση και το ορμέμφυτο της ελευθερίας του «εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω» ανθρώπου, υπηρέτη τού συστήματος, δύνανται να τον μετατρέψουν σε καταλύτη της ανατροπής τού τεχνολογικού ντετερμινισμού status quo. Κυρίως: το μέλλον είναι τώρα, γύρω σου, πάνω σου, μέσα σου. Αυτά μοιάζουν να συναποτελούν το κωδικοποιημένο notification ολάκερου του corpus του Νεοζηλανδού που κι ο ίδιος αποτίναξε χρόνια links με τη διαφήμιση, εκτοξεύθηκε με την πρώτη («Gattaca») στα ανώτερα στρώματα της κινηματογραφικής στρατόσφαιρας, «ξέφυγε» προσομοιωτικά με το «S1m0ne» και επανόπλισε σωστά σατιρικά με το «Lord of War», για να πισωγυρίσει άσχημα στο χασομέρι τού «In Time» και να μπασταρδέψει κάργα το DNA του με «Το Σώμα», προτού αρκετά από τα πυρά του ξαναβρούν στόχους στο απρόβλητο εδώ «Good Kill». Εξελίσσοντας το ηθικό microchip του πανοπτικού αυτοχαφιεδισμού και της μεταθανάτιας ψιμυθίωσης του βίου της «Τελικής Πράξης» για τον whodunit επεξεργαστή της λαθεύουσας πάταξης της εγκληματικότητας του «Minority Report» με βλέψεις (και για το κοινό τού) «Black Mirror» στον απόηχο του φεϊσμπουκικού σκανδάλου της Cambridge Analytica, γίνεται να αρθεί σε ύψη μοντέρνου Ρέιμοντ Τσάντλερ και να αποθηκεύσει per posteritatem κάτι καλύτερο από τον με «Βασικό Ένστικτο» «Συλλέκτη Οστών» της εποχής της μετα-αλήθειας;
Όχι, ακόμη κι αν αυτό το νουάρ μπορεί (και θέλει) να διαβαστεί ως αλληγορία για το whitehatting της ίδιας της μυθοπλασίας της όποιας οθόνης (τη διανομή στις ΗΠΑ καρπώθηκε το Netflix) με αυτόβουλο θύμα τον θεατή. Επειδή αυτός, ειδικά ο ανήκων στο group ενδιαφερόντων με subject το genre και τον auteur, θα «αισθανθεί» τα glitch. Τη φαντασία του Νίκολ αυτή τη φορά έχει τσιγκλίσει ο επιστημονικός τομέας τού eyetracking σε συνδυασμό με τη διασυνδεσιμότητα κι έκθεση του αληθινού ή πλασματικού εαυτού, οι οποίες σήμερα γιγαντώνονται ανησυχητικά. Στο μέλλον; Καθετί υλικό αλλά και (το αποκορύφωμα) αφάνταστα καταλεπτώς τα προσωπικά στοιχεία του πληθυσμού είναι αυτοστιγμεί ανοιχτό βιβλίο στους πάντες λόγω υποχρεωτικών βιοσυνθετικών εμφυτευμάτων και του εμπροσθοφθάλμιου info-ρεύματος ονόματι Το Όμμα του Νου, και φορτώνονται μαζί με το πλήρες video-αρχείο κάθε ζωής, ενώ αυτή «τρέχει», στην προσβάσιμη στις διωκτικές αρχές βάση δεδομένων τού Αιθέρα. Μια νεαρή ξεγλιστράει ως tabula rasa στον δρόμο, ένας περαστικός υψηλόβαθμος μπάτσος θα το προσέξει και θα το αποδώσει σε στιγμιαία δυσλειτουργία, αλλά θα την ξαναβρεί μπροστά του ως πρόσωπο – κλειδί σε υπόθεση ειδεχθών σειριακών φόνων. Ο δράστης καλύπτει πλήρως τα ίχνη του ανασυνθέτοντας πρωτότυπα την οπτική γωνία των θυμάτων που θα τον προέδιδε. Ο detective πάει γυρεύοντας παίζοντας το δόλωμα. O επικίνδυνα για όλο το οικοδόμημα παραβιασμένος Ιστός γίνεται παγιδευτικό δίχτυ. Ποιος θα πιαστεί στο Web που έχει πανταχόθεν καταστεί web of lies;
Εν αρχή ην η image – για μας, αν όχι για τον Νίκολ. Ο designer Φιλ Άιβι του «Elysium» εντάσσει τις φιγούρες (σημαινόντως, και βολικά για τον προϋπολογισμό βέβαια, στον αντίποδα της πολυκοσμίας ιδίως στους ανοιχτούς χώρους) στους δυσοίωνα δεσπόζοντες κτηριακούς όγκους του γερμανικού εξπρεσιονισμού σε high-end εκδοχή. Ο dp Αμίρ Μόκρι του «Άνθρωπος από Ατσάλι» συλλαμβάνει με σκούρα χρώματα σε υψηλή ευκρίνεια και συνήθως αυστηρώς συμμετρικά κάδρα με στατικό φακό το κράτος ασφαλείας και την… ταινία των βιωμάτων οποιουδήποτε αυτό θέτει υπό έρευνα. Η Chimney του «Atomic Blonde» σε γραφικά κι εφέ «κατεβάζει» μέσα τους τη δίχως χρεία Google Glasses εξουσία των αλγορίθμων, πυλώνα μιας σε βαθμό απολυτότητας information society, όπου μια ρηξικέλευθη δολιοφθορά μπορεί να καταστήσει την τεχνητή νοημοσύνη απειλή – ή μήπως να εξουδετερώσει την ήδη απειλητική ισχύ της; Τρία σ’ ένα (κι ο Άλεξ Ροντρίγκεζ του «Παιδιά των Ανθρώπων» μοντάρει ευσύνοπτα κι εύρυθμα αλλά του ‘χουν στρωμένη δουλειά) στριμάρουν πιστευτά, αν και σχεδόν σε ποιότητα και μεγέθη τηλεόρασης αξιώσεων, την κομψή ψηφιακή δυστοπία για την οποία νομοτελειακά πέπρωται να κρουστεί ο κώδωνας του κινδύνου από τον εγκέφαλο του classic στο ζήτημα «Ζωντανή Μετάδοση» στο νέο και όπισθεν κάμερας πείραμά του.
Η δυνάμει απολυταρχία του νομιμοποιημένου Μεγάλου Αδελφού («Απαιτούμε συνεχή ταυτοποίηση»), η κατάργηση των ορίων ιδιωτικού – δημόσιου ως αποδεδεγμένο αξιακοθεσμικό θεμέλιο («Όλοι έχουν κάτι να κρύψουν») και η φαύλη εξίσωση «ορατό Εγώ = υπαρκτό Εγώ» («Θα εκπλαγείς αν μάθεις πόσα πράγματα οι άνθρωποι παριστάνουν ότι δεν έγιναν») ως κάρφοι κυριολεκτικά πλέον στο μάτι (τα δικαιώματα) του πολίτη, ο σε ενδιαφέρουσα meta-παραλλαγή στόχος του Νίκολ, χάνεται όμως καταρχήν στο παιχνίδι της ατάκας. Δύο τους… σκοτώνουν («Την παραδέχομαι, είναι αληθινά αναλογική», θα αστειευτεί το αφεντικό του μπασκίνα για την κοπέλα, που με τη σειρά της θα «γράψει» με το «Κλείνουμε τα μάτια μας για να φιλήσουμε, να κλάψουμε, να ονειρευτούμε και να παραβούμε τον νόμο»); Στα καπάκια δύο τους οδηγούν σε βραχυκύκλωμα τον επιδιωκόμενο αντίκτυπο, όταν το «Αφού όλα συνδέονται, όλα είναι τρωτά» κάνει παιδαριωδώς λιανά την ουσία τού εν γένει μηνύματος και το «Το “δεν πιστεύω στα μάτια μου” δεν είναι πια τρόπος του λέγειν» αποτυγχάνει παταγωδώς να περάσει χειροπέδες στο απαραίτητο για μια τέτοια ταινία hardboiled χιούμορ μιας άλλης, πιο retro περιόδου, προσέτι με φορέα έναν (τουλάχιστον θεωρητικά στο δραματικό στοιχείο του) ψυχρά μετριοπαθή ρολίστα όπως ο Όουεν, τον οποίο όμως εδώ νιώθεις πιο κρύο του επιθυμητού.
Η Σάιφριντ ως θηλυκός, πιο συμφεροντολόγος Mr. Robot με κάτι από «Chloe» είναι μια ακόμη μεγαλύτερη κερκόπορτα στο firewall, λόγω περισσότερο διανομής και διδασκαλίας παρά υποκριτικής εμβέλειας (let’s give her the benefit of a doubt), και δεν τη βοηθούν μα-μου όπως η απόπειρα μόχλευσης του πιο κίβδηλου chat αρχετύπου τού policier αμφισημίας σ’ εκείνο το «Πώς μπορώ να ξέρω ότι αυτό που μου έδειξες είναι ο φάκελός σου;» – «Δεν το ξέρεις…». Ο Νίκολ επινοεί έξυπνα ως ειδοποιό διαφορά τής στο επίπεδο της παραχάραξης της πραγματικότητας (κακόβουλης από τον killer κι απ’ τα Νέα Μέσα, ποθητά μαυλιστικής από το σινεμά) ίντριγκας ένα αναδιπλούμενο κλου POV, που στις εκπυρσοκροτήσεις δράσης περιέργως κι επαινετέα κατορθώνει να μην υφοποιείται τα FPS games παρότι πιθανότατα βάλλει υπαινικτικά εναντίον τους. Αφού βάλει, όντως ή virtually, υποφερτά στο παιχνίδι με τον μακελάρη έναν τραγικά διαλυμένο γάμο με μικρό παιδί, έναν σκύλαρο, ποντίκια, παγίδες ενοχοποίησης και decent (#diplhs) σεξάκι, σου αρνείται το δικαίωμα στη λήθη και χάρη σε μια σεκάνς αδρεναλίνης στα τυφλά που διαισθητικά πριζώνει τον Ζατόιτσι στο «Με τα Μάτια του Έρωτα». Αλλά λίγο αργότερα, in cold blood αποφασίζοντας (τ’ ορκίζομαι, ήταν σαν να τον… βλέπω μπρος στον υπολογιστή του, ελλείψει ιδεών και με βαριά καρδιά, να εμπνέεται και να εκτελεί επί της σελίδας) την αθώωση της κυρίως ύποπτης μούρης για το déjà vu μιας ποταπά σεσημασμένης ανατροπής προ του οριστικού ξεκαθαρίσματος, καρφώνεται κατηγορηματικά. Whistleblower της άκρας αστυνόμευσης στις λεωφόρους της πληροφορίας; Θεμιτό. Σαν Αμερικανάκι αντί ουμανιστικά ακτιβιστής και με τόσο εύθραυστες δικλίδες; Αθέμιτο. Στις μέρες μας δύσκολο να πλασάρεσαι ως και καλλιτέχνης και homo digitalis…