1968 (2018)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τάσος Μπουλμέτης
- ΚΑΣΤ: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Αντώνης Καφετζόπουλος, Γιώργος Μητσικώστας, Στέλιος Μάινας, Μανώλης Μαυροματάκης, Βασιλική Τρουφάκου, Γιάννης Βούρος, Ορφέας Αυγουστίδης, Θέμης Πάνου, Ταξιάρχης Χάνος, Αντώνης Αντωνίου, Ερρίκος Λίτσης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Αθήνα, 4 Απριλίου 1968. Η ομάδα μπάσκετ της ΑΕΚ κατακτά το τρόπαιο των κυπελλούχων ομάδων Ευρώπης, επικρατώντας επί της Σλάβια Πράγας στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Οι ζωές των Αθηναίων πολιτών, εκείνο το βράδυ, περιστρέφονται γύρω από αυτό το μοναδικό γεγονός.
Είναι απαραίτητο να ξεκαθαριστεί εξαρχής πως η σκηνοθετική επιστροφή του Τάσου Μπουλμέτη δεν γίνεται με μια ταινία που ανήκει αποκλειστικά στο σινεμά μυθοπλασίας. Παρόλο που τόσο το επίσημο trailer όσο και η αφίσα του φιλμ αυτό υπονοούν, το «1968» είναι ένας συνδυασμός φανταστικών γεγονότων και καθαρόαιμου ντοκιμαντέρ, με τα δύο αυτά «είδη» να εμπλέκονται το ένα με το άλλο, κατανεμημένα σχεδόν ισομερώς στη διάρκειά του. Πρόκειται για ένα σχεδόν υβριδικό για τα ελληνικά δεδομένα κατασκεύασμα, όπου οι on camera συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών τού ανεπανάληπτου θριάμβου της ΑΕΚ διαδέχονται τη δραματοποιημένη μυθοπλασία (και τούμπαλιν), η οποία λαμβάνει χώρα σχεδόν εξολοκλήρου εκείνη τη νύχτα του μεγάλου τελικού. Πιθανότατα αυτή η «απόκρυψη» να σχετίζεται με μια απόπειρα αποφυγής του αποκλεισμού σημαντικής μερίδας θεατών από το να μπουν στις αίθουσες (τα ντοκιμαντέρ δεν τραβάνε στα ταμεία, πόσω μάλλον τα αθλητικού ενδιαφέροντος που ως επί το πλείστον απευθύνονται σε περιορισμένο κοινό… ανδρικού φύλου). Ατυχής επιλογή ως προς το marketing της ταινίας, διότι… αυτά τα πράγματα δεν κρύβονται.
Σε ό,τι αφορά την ντοκιμαντερίστικη πλευρά του «1968», το αποτέλεσμα είναι από συμπαθές έως ικανοποιητικό. Ο Μπουλμέτης έχει μιλήσει με πολλούς από τους παίκτες της τότε ομάδας της ΑΕΚ (Τρόντζος, Ζούπας, Τσάβας, Βασιλειάδης κ.α.), με φίλαθλο κόσμο που είχε βρεθεί εκείνη τη νύχτα στο Καλλιμάρμαρο, αλλά και με μπασκετμπολίστες της Σλάβια Πράγας (προεξάρχοντος του μεγάλου τους αστεριού και κορυφαίου καλαθοσφαιριστή της εποχής, Γίρι Ζίντεκ), οι οποίοι με έναν γλαφυρό ενίοτε τρόπο δίνουν τις δικές τους μαρτυρίες για το πώς έζησαν τον αγώνα. Διανθίζει τις εξομολογήσεις με εκτεταμένα σε διάρκεια τηλεοπτικά αποσπάσματα του τελικού, τα οποία χρωματίζει με τη μνημειώδη ραδιοφωνική περιγραφή τού Βασίλη Γεωργίου (βγαλμένη από μια εντελώς άλλη εποχή, καθώς εάν έλεγε τα ίδια σήμερα, τα social media θα τον κατασπάραζαν!), η οποία βρίθει αθωότητας («…οι δυο διαιτητές του αγώνα που ελπίζουμε να βοηθήσουν, αμερόληπτα βέβαια, την ομάδα μας…») και ποιητικής συγκίνησης («..αυτό το καλάθι δεν ήτανε καλάθι, ήτανε όνειρο…»), προσφέροντας παράλληλα μια αναμφισβήτητη ζωντάνια στο όλο εγχείρημα.
Οι αφηγήσεις των Ελλήνων πιάνουν όλη την πορεία της ομάδας της ΑΕΚ προς την 4η Απριλίου, αποκαλύπτοντας γαργαλιστικές λεπτομέρειες σχετικά με το πώς αποφασίστηκε να διεξαχθεί ο τελικός επί ελληνικού εδάφους, για τα «αθέμιτα» μέσα που επιστρατεύτηκαν στον ημιτελικό με την ιταλική Βαρέζε, σκιρτήματα θλίψης για τον Γιώργο Μόσχο, τον αδικοχαμένο συμπαίχτη που δεν πρόκαμε (η περίπτωσή του αξίζει ένα αποκλειστικό ντοκιμαντέρ), και το περίφημο γούρι του μακαρίτη πλέον Γιώργου Αμερικάνου που είχε να κάνει με… τις νεκροφόρες! Πολλά από αυτά που λέγονται είναι ήδη γνωστά, η εξιστόρησή τους όμως από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, συνεπικουρούμενη από τη δημοσιογραφική καταγραφή μέσω των πρωτοσέλιδων του Τύπου της εποχής (και της εμφάνισης του εκ των πατριαρχών της αθλητικής δημοσιογραφίας Φαίδωνα Κωνσταντουδάκη, που έζησε από κοντά όλη εκείνη τη σεζόν της ΑΕΚ), προσδίδουν την απαιτούμενη βαρύτητα. Υπό αυτό το πρίσμα, οι εξομολογήσεις των Τσεχοσλοβάκων αθλητών έχουν ίσως σημαντικότερο ενδιαφέρον, καθώς περιγράφουν μεταξύ άλλων τις εντυπώσεις τους από την εμπειρία της ανοιξιάτικης Αθήνας, ερχόμενοι μάλιστα από ένα κράτος του κομμουνιστικού (τότε) bloc. Δίνουν έτσι τη δική τους οπτική στον τελικό, όπου βρέθηκαν εκτός των άλλων αντιμέτωποι με ένα πρωτοφανές (και αξεπέραστο σε μέγεθος) πλήθος 80.000 ανθρώπων. Καλό θα ήταν, πάντως, το ντοκιμαντέρ να έμενε στο στενό πλαίσιο του αθλητικού γεγονότος, μιας και η προσπάθεια ένταξης της νίκης της ελληνικής ομάδας ή έστω του παραλληλισμού της με τα παγκόσμια γεγονότα που συγκλόνισαν τον κόσμο τη χρονιά του ‘68 (δολοφονία Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, γαλλικός Μάης, Άνοιξη της Πράγας κ.λπ.), είναι παντελώς άστοχη και άτοπη, αναδίδοντας ταυτόχρονα μια αύρα μεγαλομανίας.
Από την άλλη, η μυθοπλαστική πλευρά του «1968» είναι θλιβερή. Όλα τα επί σειρά… δεκαετιών άλυτα προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου σε ό,τι έχει να κάνει με αναπαράσταση εποχής, βρίσκονται μαζεμένα εδώ, με bonus στην προκειμένη τον extra αρνητικό παράγοντα της άγνοιας του σινεμά είδους, και δη της κατηγορίας «αθλητική ταινία». Δεν υπάρχει καμία συνοχή στην αφήγηση, ούτε ικανότητα μετάδοσης της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στην πόλη. Υπήρξε αληθινή κοσμοπλημμύρα τότε στο Στάδιο, αλλά εμείς δεν τη βλέπουμε ποτέ, πέραν ενός (τραγικού) ψηφιακά επεξεργασμένου πλάνου από το Σύνταγμα, που περισσότερο λειτουργεί σαν… τοποθέτηση προϊόντος και ουχί ως γηπεδικός παλμός.
Ο Μπουλμέτης επιλέγει τη «λύση» των μικρών αυτοτελών ιστοριών, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στην Αθήνα εκείνης της βραδιάς. Αυτές έχουν να κάνουν με την υπόσχεση ενός γάμου σε περίπτωση της (απευκταίας για τον γαμπρό) τελικής επικράτησης της ΑΕΚ, τον καθημερινό Γολγοθά ενός ξεριζωμένου από τη Μικρά Ασία (ο οποίος κρατώντας ανά χείρας φωτογραφία τού χαμένου του αδελφού τον αναζητά στους δρόμους της πόλης!), την περίπτωση φυλακισμένου από τη Χούντα νεαρού που προσπαθεί να πείσει τον δεσμοφύλακά του να τον αφήσει να ακούσει τον αγώνα στο ραδιόφωνο, και τη συνάθροιση μιας ομάδας γειτόνων σε τοπικό πρακτορείο ΠΡΟΠΟ το οποίο λειτουργεί ως τόπος ψυχαγωγίας και άτυπο εξομολογητήριο για τον κοσμάκη.
Όλα αυτά τα αυτοτελή «επεισόδια», είτε είναι χιουμοριστικά είτε δραματικά, δεν μπορούν αφενός να κρύψουν την τηλεοπτική τους αισθητική, αφετέρου η ένταξή τους στο απαιτούμενο χρονικό πλαίσιο είναι ανύπαρκτη (δηλαδή, ως συνήθως, έχουμε φουλ των τεσσάρων τοίχων, με… άσσο στο μανίκι ένα retro μπλε λεωφορείο, από εκείνα με τον εισπράκτορα), ενώ το γεγονός της απουσίας αφηγηματικού άξονα (πέραν του προφανούς του αγώνα) που θα ένωνε τις ψηφίδες του puzzle, δεν μπορεί να δημιουργήσει ουδεμία συναισθηματική κορύφωση. Η ιστορία με τον Στέλιο Μάινα, που παίρνει αμπάριζα τα λεωφορεία μην τυχόν και βρει κάποιον που να ξέρει τον αδελφό του, μπορεί ενδεχομένως να είναι συγκινητική για κάποιους, ξυπνώντας μνήμες ξεριζωμού, αλλά εδώ «πετιέται» εντελώς άγαρμπα στο φιλμ. Δεν αφορά τούτη η «υποπλοκή» της καταστροφής της Σμύρνης, με το προκείμενο επιμέρους στόρι να μοιάζει… μπασμένο στην ταινία μόνο και μόνο διότι ο συγκεκριμένος νόστος έχει δείξει (πολύ πρόσφατα, μάλιστα) πως πουλάει καλά σε μεγάλη μερίδα κοινού (λέγε με και «Ρόζα της Σμύρνης»).
Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για το απερίγραπτο flashback που αφορά την ίδρυση της ΑΕΚ από τον Σπανούδη Κωνσταντίνου (τον υποδύεται ο Αντώνης Καφετζόπουλος), γεγονός που είναι πολύ σημαντικό ασφαλώς για τον σύλλογο, πλην όμως… δεν έχει θέση σε μια μυθοπλαστική ταινία που αφορά κάτι τόσο συγκεκριμένο! Επειδή κάνουμε φιλμ αθλητικού περιεχομένου, δεν σημαίνει πως μπορούμε να συμπεριλάβουμε (πόσω μάλλον και εν είδει μαθητικού sketch – στην καλύτερη!) οτιδήποτε έχει να κάνει με την ομάδα που πρωταγωνιστεί σε αυτό. Για να μην πιάσουμε τους τέρμα γραφικούς διαλόγους ανάμεσα στον δεσμοφύλακα της Χούντας και τον αριστερό κρατούμενο, σχετικά με τα κομμούνια της Σλάβια Πράγας. Μόνο το επεισόδιο με το σικέ πέρασμα της νεκροφόρας από το ξενοδοχείο των παικτών της ΑΕΚ, για να ικανοποιηθεί έτσι το γούρι του Γιώργου Αμερικάνου, έχει ένα σχετικό καλαμπούρι, υπό το πρίσμα όμως δραματοποιημένου ανεκδότου και μόνον.
Τουλάχιστον ο Μπουλμέτης είχε ένα κάποιο γνώθι σαυτόν και δεν προχώρησε σε αναπαράσταση του αγώνα μπάσκετ, αποφεύγοντας έτσι τα (πάρα πολύ) χειρότερα, καθώς από τον καιρό της (προβληματικής ακόμα και τότε) «Φανέλας Με Το 9» (1989) δεν νομίζω να έχει γίνει ούτε ένα τόσο δα βήμα μπροστά στην αναπαράσταση αθλητικών θεαμάτων από το ντόπιο σινεμά. Εύστοχη, υπό το καθεστώς της αναγκαιότητας, η αποκλειστική χρήση αυθεντικών στιγμιότυπων, όχι όμως και η επιπλέον χρήση της φωνής του Βασίλη Γεωργίου σαν αφηγητή επί των μυθοπλαστικών διαδραματιζομένων, καθώς αυτό μόνο σαν επίρρωση του επί της οθόνης σχετικού αχταρμά στέκει, παρά λειτουργεί σαν σύνδεσμος της αληθινής μυθικής περιγραφής του θριάμβου της ΑΕΚ, με τα φανταστικά γεγονότα της 4ης Απριλίου 1968.