FreeCinema

Follow us

Η ΡΟΖΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ (2016)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Κορδέλλας
  • ΚΑΣΤ: Τάσος Νούσιας, Λήδα Πρωτοψάλτη, Ευγενία Δημητροπούλου, Γιλμάζ Γκρουντά, Γιούλικα Σκαφιδά, Τζεμ Ακσακάλ, Πέτρος Λαγούτης, Χάρης Εμμανουήλ, Κώστας Καζανάς, Αϊσάν Σουμερτζάν, Γιάννης Θωμάς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Αρχιτέκτονας, επιμελητής έκθεσης με αντικείμενα που Ρωμιοί άφησαν πίσω στη Σμύρνη εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής, εντοπίζει νυφικό φόρεμα με ίχνη από αίμα επάνω του και, στο εσωτερικό του, γράμμα επιμελώς κρυμμένο, το οποίο τον οδηγεί στην εξερεύνηση της ιστορίας της Ρόζας, κόρης εύπορης οικογένειας που παντρεύτηκε (;) εσπευσμένα το 1922. Άραγε, ζει ακόμη;

Υπάρχει μια ελαφρά σύγχυση όσον αφορά τα γούστα της κριτικής… «ενάντια» στα γούστα του κοινού. Μερικές ταινίες είναι πραγματικά κακές για τους κριτικούς, αν και πάντοτε θα υπάρχει μια κάποια μερίδα θεατών που θα διαφωνήσει με αυτή την άποψη. Έστω και ελάχιστη. Η «Ρόζα της Σμύρνης» είναι, απλά, κακό σινεμά. Για την ακρίβεια, η χρήση της λέξης «σινεμά» στην προκειμένη αποτελεί και πολυτέλεια. Διότι, ουσιαστικά, μιλάμε για κάτι που μοιάζει με τηλεοπτικό προϊόν της δεκαετίας του ’90, το οποίο ξεπετάχτηκε μυστηριωδώς στη μεγάλη οθόνη σήμερα. Λυπάμαι πολύ, αλλά στο ημερολόγιό μου δείχνει 2016. Και (ούτε) στα 90’s δεν παρακολουθούσα τέτοιες σειρές στο MEGA Channel. Επίσης, εδώ που τα λέμε, ακόμη και το μέσο, ενήλικο κοινό (στα πατημένα 40 του, δηλαδή) που αγαπούσε παρόμοια δραματικά serial τότε, τη σήμερον ημέρα διανύει κάτι σαν το 67ο έτος της ζωής του (στην καλύτερη περίπτωση). Μιλάμε για το κοινό που τα τελευταία χρόνια έστρεψε το ενδιαφέρον του προς τις… τουρκικές τηλεοπτικές σειρές! «Σμύρνη», είπατε;

Η αναφορά στο MEGA δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο Γιώργος Κορδέλλας διέπρεψε εκεί, με μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες (όπως η «Αναστασία»), κατά την περίοδο 1993 – 1999. Πέραν του format, για να κατανοήσουμε ακόμη καλύτερα την… απόσταση που μας χωρίζει από εκείνα τα χρόνια, αρκεί να σιγοτραγουδήσει κανείς το… «1992, μαζί κι αυτό το χρόνο, μαζί εμείς οι δύο» του Σάκη, το οποίο παίζω ενίοτε σε trash parties και γελάει ο κόσμος.

Επίσης, μια ματιά στο όνομα του Γιώργου Κορδέλλα (γεννηθείς το 1959) στο imdb, φανερώνει στο ενεργητικό του (ως σκηνοθέτη) μονάχα μία κινηματογραφική ταινία: τη… «Ρόζα της Σμύρνης»! Τι θυμήθηκα πάλι με αυτή την αφορμή; Τον σκηνοθέτη Νίκο Κουτελιδάκη. Πρόκειται για ένα «σατανικό» pattern της εγχώριας παραγωγής, μάλλον. Ο Κουτελιδάκης (γεννηθείς το 1942), επίσης διάσημος ως σκηνοθέτης τηλεοπτικών σειρών, μεταπήδησε στον κινηματογράφο μόλις το 2011, για μία και μοναδική φορά. Με «Το Τανγκό των Χριστουγέννων», περίπτωση ταινίας που προσωπικά αποκαλώ τον «Φρανκενστάιν του ελληνικού σινεμά», ένα έργο που (όπως και η «Ρόζα») βασίστηκε σε ευπώλητο ανάγνωσμα, το οποίο περισσότερο έδινε την εντύπωση σειράς που «τεμαχίστηκε» για να πάρει και μορφή (τηλε)ταινίας, ενδεχομένως κατόπιν υποδείξεων (σύσσωμης;) της εταιρείας διανομής του φιλμ. Και οι δύο ταινίες, λοιπόν, πάσχουν από παρόμοια αφηγηματικά προβλήματα («κοπτοραπτικής», εξού και ο προαναφερθείς δόκτωρ!). Απλά, το «Τανγκό» ως εγχείρημα ήθελε να γίνει ο «Μπεν Χουρ» του ελληνικού νοσταλγικού μελοδράματος, ενώ η «Ρόζα» μοιάζει περισσότερο με τον «Τιτανικό» (#diplhs) αν γυριζόταν από τον Απόστολο Τεγόπουλο. Κοινώς, ξεχνάς τον Τζέιμς Κάμερον και πας προς την… «Οδύσσεια Ενός Ξεριζωμένου» (1969). Χωρίς την αρκούδα. Αλλά με Σμύρνη και εδώ…

Μπορεί να ακούγεται λίγο αστείο (και αυτό), αλλά ένα φιλμ το οποίο διαδραματίζεται στην Αθήνα του 1987, θεωρείται πλέον… ταινία περιόδου! Και απαιτεί κάποια προσοχή σε σχέση με το repérage, το ενδυματολογικό, την ατμόσφαιρα της εποχής που πρέπει να αναπαρασταθεί. Αν εξαιρέσουμε την πρόσοψη της Εστίας της Νέας Σμύρνης (οποία πρωτοτυπία!) και κάτι τσαλακωμένες φωτοτυπίες πρωτοσέλιδων από εφημερίδες τού τότε (που μαρτυρούν κρίση με τη γείτονα στο Αιγαίο), σχεδόν ολόκληρη η «Ρόζα» έχει γυριστεί σε κλειστούς χώρους και δωμάτια, δηλώνοντας εμφανέστατα την ατολμία (ή την έλλειψη σοβαρού budget) της παραγωγής να χειριστεί τα 80’s ως εικόνα. Για να μη μιλήσω περί ’22, διότι εκεί το πράγμα εξαντλείται σε μία και μοναδική σκηνή εσωτερικού εκκλησίας με ολίγους κομπάρσους, την οποία (ξανα)βλέπουμε δύο-τρεις φορές, ακόμη και με αργή κίνηση, για να μας εντυπωθεί πιο δραματικά το ατυχές περιστατικό του γάμου της ομώνυμης ηρωίδας (ουχί το δικό μας, της παρακολούθησης…).

Η ιστορία της «Ρόζας» θυμίζει έτσι κι αλλιώς τηλεοπτική σαπουνόπερα, που θα είχε μεγαλύτερο νόημα αν αφιέρωνε περισσότερο χρόνο στο background του παρελθόντος στη Σμύρνη, έτσι ώστε να καταλάβει και ο θεατής για… ποιον έρωτα μιλάει. Στο φιλμ του Κορδέλλα, μόνο η Λήδα Πρωτοψάλτη (η γηραιά Ρόζα) γνωρίζει τι της γίνεται και αν δεν ευθύνεται κάποια σκηνοθετική καθοδήγηση γι’ αυτό, τότε βρισκόμαστε μάρτυρες μιας κάκιστης ερμηνείας η οποία εκθέτει την ηθοποιό ανεπανόρθωτα. Το «προσωπείο» τής ηρωίδας είναι μια κακιασμένα πεισματάρικη και μονοκόμματη μανιέρα, που δεν μεταλλάσσεται ποτέ σε κάτι το διαφορετικό συναισθηματικά. Είναι σαν μια γριά παράξενη που έχει αναλάβει την διαχείριση της πολυκατοικίας σου και έχει μονίμως την έκφραση των… ανείσπρακτων κοινοχρήστων, για να αντιληφθείς το ύφος με κάτι το αναγνωρίσιμο και στην καθημερινότητά σου. Όσο και να την πιλατεύει ο Τάσος Νούσιας (αν είχαμε «Χρυσά Βατόμουρα» και στην Ελλάδα, θα τον ψήφιζα και με τα πόδια για την καλύτερη ανδρική ερμηνεία), η Ρόζα δεν θα αποκαλύψει σχεδόν ποτέ το μυστικό του «καταραμένου» flashback, γι’ αυτό και ο ήρωάς μας θα πεταχτεί μέχρι Ιστανμπούλ μεριά για να βρει τα ίχνη της ιστορίας που κρύβει το νυφικό, το οποίο θα παίξει, λέει, πρωταγωνιστικό ρόλο σε σπουδαία και ιστορικής σημασίας έκθεση. Το νυφικό.

Τον βοηθά και η εγγονή της (η Ευγενία Δημητροπούλου είναι ίσως ο μόνος ηθοποιός που διασώζεται εδώ, ως κομψά αμέτοχη και ευχάριστη φυσιογνωμικά), με την οποία προφανώς και θα προκύψει αίσθημα, όμως ακόμη και αυτό παρουσιάζεται τόσο ρομαντικά αισθητό όσο το να περιμένεις να περάσει το tram… της Νέας Σμύρνης, για να μένουμε και εντός θέματος. Κάποια στιγμή, όλοι μαζί καταλήγουν (για «τουρισμό») στην Ιστανμπούλ, η Ρόζα συνεχίζει να σφίγγει τα δόντια της και να κοιτάζει λες και θα την πάνε σε οίκο ευγηρίας για να την ξεφορτωθούν, κι αυτό το ερωτικό δράμα με το τόσο έντονο «μυστήριο» που θέλει να σου αποκαλύψει η ταινία δεν έρχεται ποτέ. Θα ξεδιαλύνει κάπου, φυσικά, απλά για να σου αφήσει μια γεύση του τύπου «Αυτό ήταν όλο;», ενώ εσύ θα βιώνεις ένα ελάχιστο σασπένς, μπας και υπάρξει μια πραγματική ανατροπή στην κορύφωση, για να μη μείνεις έτσι (ως στήλη άλατος).

Προσωπικά, με το φινάλε σάστισα. Στη σκηνή του νοσοκομείου, με τον απινιδωτή να βγάζει ήχους «πίου πίου» σαν πυρά laser στο «Star Wars», κόντεψε να με πιάσει νευρικό γέλιο. Κι εκεί με το μαχαίρι ύστερα, ήθελα να φωνάξω… «Πού πας, μωρή Γκλόρια Στούαρτ;»! Επίσης, αν ξανάπαιζε στο βρόντο το τραγούδι με τη Χαρούλα Αλεξίου, θα έψαχνα (ολόκληρη) λατέρνα για να τη φέρω καπέλο στον εμπνευστή αυτού του τηλεοπτικού «έπους» που ήρθε στην κινηματογραφική πραγματικότητα του 2016 για να μας θυμίσει την αληθινή (όχι Μικρασιατική) καταστροφή: το ότι γυρίζονται ακόμη τέτοια φιλμ στην Ελλάδα! Που ούτε τριτοκοσμική χώρα είναι, ούτε απέχει από την κατανάλωση ταινιών από τον υπόλοιπο πλανήτη. Έχουμε επαφή με το τι γυρίζεται στον κόσμο και ποιο είναι το ανταγωνιστικό στο εγχώριο «προϊόν» σινεμά, διάβολε. Και όπως έγραψα και την περασμένη εβδομάδα, φτάνει το «για ελληνική ταινία…»! Όσο έχουμε μάτια!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Είστε άνω των 70 ετών, αγαπάτε την τηλεόραση και τα τελευταία χρόνια οι τούρκικες σειρές σάς είχαν κλέψει την καρδιά; Μπορείτε να σηκωθείτε από τη θέση σας και να βγείτε από το σπίτι για να πάτε στον κινηματογράφο; Θα συγκινηθείτε. Δεν ανήκετε σε αυτή την κατηγορία; Καθίστε στη θέση σας. Καλό το marketing (εξαιρώ το trailer), αλλά μέχρι εκεί… αντέχεται!


MORE REVIEWS

ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ

Ολιγοήμερο ταξίδι εταιρικού bonding σε απομονωμένο hiking retreat αυστραλέζικου εθνικού πάρκου καταλήγει σε θρίλερ, με την εξαφάνιση μιας γυναίκας η οποία (διόλου συμπτωματικά;) λειτουργούσε ως πληροφοριοδότης για λογαριασμό ομοσπονδιακών πρακτόρων. Υπάρχει χρόνος για να βρεθεί ζωντανή ή μήπως πρόκειται για ένα καλοστημένο σχέδιο δολοφονίας;

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Στο μεγάλο «πουθενά» του Νέου Μεξικού, κάπου στα ‘80s, η Λου, επιστάτρια ενός βουτηγμένου στην τεστοστερόνη γυμναστηρίου, θα ερωτευθεί την Τζάκι, μια bodybuilder περαστική από τα μέρη εκείνα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, μα ονειρεύεται περισσότερα μούσκουλα και δόξα. Γύρω τους, όμως, συγκεντρώνονται αρκετά… πτώματα και χρέη παλιά κι αλύτρωτα.

ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Όταν έπειτα από έλεγχο αλκοτέστ του αφαιρείται το δίπλωμα οδήγησης, ο Μαρκ οφείλει να περάσει από μια σειρά ιατρικών και ψυχολογικών σεμιναρίων αξιολόγησης, εάν επιθυμεί να το πάρει ξανά πίσω. Το αληθινό πρόβλημα του Μαρκ, όμως, δεν είναι η προσωρινή απώλεια του διπλώματός του, αλλά η μη συνειδητοποίηση της κατάστασης την οποία βιώνει ως… αλκοολικός.

ΕΓΩ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Δύο έφηβα αγόρια ξεκινούν από το Ντακάρ της Σενεγάλης κυνηγώντας το όνειρο της καλύτερης ζωής στην Ευρώπη. Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιταλία, να εύχεσαι να μην είναι μακρύς ο δρόμος.

ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ

Η καθημερινότητα στο πλωτό κέντρο φροντίδας πασχόντων από ψυχικές διαταραχές «Adamant», το οποίο βρίσκεται δεμένο σε προβλήτα του Σηκουάνα στο Παρίσι.