FreeCinema

Follow us

ΕΓΩ, Η ΤΟΝΙΑ (2017)

(I, TONYA)

  • ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κρεγκ Γκιλέσπι
  • ΚΑΣΤ: Μάργκο Ρόμπι, Άλισον Τζάνεϊ, Σεμπάστιαν Σταν, Τζουλιάν Νίκολσον, Μπόμπι Καναβάλε
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Η άνοδος και η πτώση της Αμερικανίδας πρωταθλήτριας του καλλιτεχνικού πατινάζ Τόνια Χάρντινγκ, η οποία κατηγορήθηκε ως ηθικός αυτουργός για την επίθεση στη συναθλήτριά της Νάνσι Κέριγκαν, λίγο πριν τη συμμετοχή τους στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Λιλεχάμερ, το 1994. Αυτή είναι η πραγματική της ιστορία. Περίπου.

Βγάζοντας από το «συρτάρι» το σενάριο του Στίβεν Ρότζερς που μέχρι πρότινος φιγουράριζε μόνο στην ακριβοθώρητη «black list» του Χόλιγουντ με τα πιο «αγαπημένα» σενάρια που δεν έχουν πάρει ακόμη το πράσινο φως της παραγωγής, ο Κρεγκ Γκιλέσπι αφήνει πίσω τη δραματική μετριοπάθεια της προηγούμενης ταινίας του, της «Μεγάλης Διάσωσης» (αν θυμάται και κανείς την ύπαρξή της…), παραδίδοντας με το «Εγώ, η Τόνια» την καλύτερη ταινία του από την εποχή του γλυκόπικρου «Ο Λαρς και η Κούκλα του» (2007), διατηρώντας σχεδόν ίδια τα στοιχεία της κατάμαυρης κωμωδίας, αν και εδώ η μυθιστορηματική πλοκή συγκρούεται πανεύκολα με μια βιογραφική αλήθεια που ανά στιγμές ξεπερνά ακόμη και την πιο κωμικά «φευγάτη» σεναριακή σύλληψη.

Με φόντο μια κοινή γνώμη που ανέκαθεν συνήθιζε να θεοποιεί τα ινδάλματά της, με τον ίδιο τρόπο που την επόμενη στιγμή μπορούσε πολύ απλά να γκρεμίσει από το βάθρο τους τις pop(ular) «πριγκίπισσές» της, όταν το trend έδειχνε ότι ξεθωριάζει πια, ο Γκιλέσπι μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μια κλασική ιστορία τύπου «white trash goes class», δίχως όμως το happy end μιας «Pretty Woman» μεταμόρφωσης, χρησιμοποιώντας ουσιαστικά την απίστευτη ιστορία της Χάρντινγκ ως αφορμή για έναν σχολιασμό των κακών κειμένων τής προ κοινωνικών δικτύων πραγματικότητας των ΜΜΕ.

Γεννημένη στο Όρεγκον του Πόρτλαντ, η τετράχρονη Τόνια θα βρεθεί από νωρίς στα δύσκολα, όταν η μητέρα της ΛαΒόνα (Τζάνεϊ), μια σκληροτράχηλη γκαρσόνα με έφεση στη χειροδικία και τη λεκτική βία, εξαναγκάσει τη μικρή να ανέβει στον πάγο προκειμένου να εκπαιδευτεί στο άθλημα του καλλιτεχνικού πατινάζ. Με τις τοπικές ευκαιρίες για επαγγελματική αποκατάσταση να εξαντλούνται – στην καλύτερη – στο εφ’ όρου ζωής σερβιτοριλίκι, η ενήλικη Τόνια (Ρόμπι) θα αγαπήσει παθιασμένα το πατινάζ, βρίσκοντας σε αυτό τη μοναδική έξοδο διαφυγής από μια ζωή καταδικασμένη στη hillbilly μετριότητα. Με την ίδια να πασχίζει για την αποδοχή της σε ένα άθλημα που αποδεικνύεται ολοένα και πιο ελιτίστικο για τη δική της, ταπεινή καταγωγή, η Τόνια θα έρθει αντιμέτωπη με την πικρή συνειδητοποίηση πως το ταλέντο μόνο δεν αρκεί, παρά το γεγονός πως γίνεται διάσημη ως η πρώτη γυναίκα που θα εκτελέσει άψογα (και εις διπλούν στο ίδιο τουρνουά!) το περιβόητο τριπλό άξελ. Με το σύστημα πλέον να την απορρίπτει, τη μητέρα της να εξακολουθεί να τη χλευάζει και τον σύζυγό της Τζεφ (Σταν) να συνεχίζει την abusive παράδοση της ΛαΒόνα, η Τόνια θα φτάσει στα όριά της. Όταν σε όλα αυτά προστεθεί και μια μυστήρια επίθεση εναντίον της μεγαλύτερης αντιπάλου της, που φημολογείται πως έλαβε χώρα κατόπιν εντολών της ίδιας της Χάρντινγκ, η κατρακύλα θα είναι αναπόφευκτη. Και ηχηρή.

Υιοθετώντας την ασφαλή επιλογή του mockumentary, ο Γκιλέσπι δεν παίρνει ποτέ ξεκάθαρη θέση για το σκάνδαλο Χάρντινγκ, με την απόφαση του Ρότζερς για παράθεση των απόψεων όλων των εμπλεκομένων πλευρών να αποδεικνύεται σοφή, αν και κομματάκι άτολμη ανά στιγμές, γεγονός που δεν στερεί από την ταινία το quirkiness του αφηγηματικού της στυλ, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, πως κάποιος θα αναγνωρίσει σε τούτο εδώ το φιλμ τις προθέσεις να μην αποτελεί μονάχα μια ακόμη τυπική αθλητική βιογραφία. Κατά τρόπο όμοιο με αυτόν που ο Ντέιβιντ Φίντσερ μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το bestseller της Τζίλιαν Φλιν «Το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε», ξεμπροστιάζοντας με χειρουργική ακρίβεια τον αδηφάγο κόσμο της new age «κίτρινης» δημοσιογραφίας, έτσι και ο Γκιλέσπι διαλέγει να παραθέσει την ιστορία της Χάρντινγκ ως το αποτέλεσμα μιας διαρκώς ανακυκλούμενης κοινωνικοπολιτιστικής τάσης της Αμερικής για live μιντιακή αποκαθήλωση των πάλαι ποτέ αγαπημένων της «American sweethearts». Αυτό δεν σημαίνει πως η ταινία καταλήγει να πλέκει το εγκώμιο της Χάρντινγκ. Κάθε άλλο! Απλώς, ο εξισορροπητικός συνδυασμός σεναρίου και σκηνοθεσίας ανάγει το «Εγώ, η Τόνια» σε ένα φιλμ που χρησιμοποιεί ένα δημοφιλές συμβάν προκειμένου να καυτηριάσει τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν το αμερικάνικο lifestyle.

Αρκούντως σουρεαλιστική από μόνη της, η πρώτη ύλη της ταινίας αποτελεί και το δυνατότερό της χαρτί, καθότι αυτά που θα δεις έχουν (στη πλειοψηφία τους) όντως συμβεί: από τον κατά φαντασίαν σωματοφύλακα της Τόνια, έναν loser που μένει στο υπόγειο των γονιών του πιστεύοντας ακράδαντα ότι αποτελεί μέλος μιας παγκόσμιας αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας(!), μέχρι το media circus που έλαβε χώρα στον απόηχο της κωμικοτραγικής επίθεσης κατά της Κάριγκαν. Αξιοσημείωτος, πάντως, παραμένει και ο τρόπος με τον οποίο Ρότζερς και Γκιλέσπι διαχειρίζονται εδώ μια πραγματική ιστορία καμωμένη από περιστατικά κακοποίησης (σωματικής, ψυχικής και λεκτικής), διατηρώντας τις λεπτές ισορροπίες που απαιτεί το είδος της μαύρης κωμωδίας, εν μέρει και λόγω της ίδιας της προσωπικότητας της Χάρντινγκ που σφυρηλατήθηκε θαρρείς από το κακορίζικο αυτό μεγάλωμά της. Θεωρητικά, η Άλισον Τζάνεϊ δεν χάνει φέτος το Όσκαρ του δεύτερου γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της ως ΛαΒόνα, αφού ως βλοσυρή καπνίστρια που όπου σταθεί και όπου βρεθεί «φτύνει» χολή στα μούτρα της κόρης της είναι φανταστική. Όπως και η Μάργκο Ρόμπι, φυσικά, που κάνει «δικό της» τον ρόλο τής Χάρντινγκ, περνώντας με μεγάλη ευκολία από το γκροτέσκο στο δραματικό και πάλι πίσω στο οριακά αυτοσαρκαστικό. Εντούτοις, η πραγματική αποκάλυψη του φιλμ είναι ο Σεμπάστιαν Σταν, κατά κόσμον «Winter Soldier», ο οποίος δίνει μια από τις καλύτερες (και απαίδευτα κωμικές μέσα στην παραδοξότητα του καταστασιακού μέρους) ανδρικές ερμηνείες της χρονιάς ως το επικίνδυνα γραφικό έτερον ήμισυ.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν εξαιρέσει κανείς τη μέτρια δουλειά των χορογραφικών σεκάνς, που «βγάζουν μάτι» λες και έχει πάρει κάποιος τη φάτσα της Ρόμπι και την έχει κυριολεκτικά «κολλήσει» στα πρόσωπα των skater doubles της, τότε το «Εγώ, η Τόνια» είναι μια ταινία που βλέπεται πολύ ευχάριστα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα περιμένεις να δεις και κανένα βαρυσήμαντο χρονικό ενός προαναγγελθέντος σκανδάλου. Τούτο εδώ το φιλμ είναι αγνή, βλαχαδερή «αμερικανίλα», με πολύ καλές ερμηνείες και υπογεγραμμένο από ένα πληθωρικό μαύρο χιούμορ, που κάπου θα σου φέρει στο μυαλό τις παλιές, καλές στιγμές των αδελφών Κοέν, εποχής «Fargo», ας πούμε. Τσέκαρέ το. Αν νοσταλγείς κάτι ακόμη βαθύτερο, τύπου «Foxcatcher» (2014), μπορεί και να σπάσεις τα μούτρα σου.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.