1917 (2019)
- ΕΙΔΟΣ: Πολεμικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σαμ Μέντες
- ΚΑΣΤ: Τζορτζ ΜακΚέι, Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν, Ντάνιελ Μέις, Κόλιν Φερθ, Άντριου Σκοτ, Μαρκ Στρονγκ, Τζον Χόλινγκγουορθ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Ρίτσαρντ Μάντεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Δύο Βρετανοί φαντάροι αναλαμβάνουν την παράτολμη αποστολή να περάσουν από εδάφη που ελέγχει ο γερμανικός στρατός, με την ελπίδα να παραδώσουν έγκαιρα ένα μήνυμα που θα σταματήσει επερχόμενη πολεμική επίθεση κατά του εχθρού, ο οποίος όμως έχει στήσει θανάσιμη παγίδα για σχεδόν 1.600 άνδρες.
Όταν κάνεις μία ταινία gimmick, ή μπορεί να εντυπωσιάσεις ή μπορεί και να φας τα μούτρα σου. Κάπου στο ενδιάμεσο, χωρίς να έχεις επιτύχει ουσιαστικά τους στόχους σου, μπορεί αυτό το gimmick να «καπελώσει» ολόκληρο το project σου με αρνητικό τρόπο, ενώ από κάτω υπήρχε σοβαρός σχεδιασμός και δουλειά αξιώσεων. Αυτή η τελευταία περίπτωση περιγράφει καλύτερα τι συνέβη στον Σαμ Μέντες και το «1917».
Η προφανής πρόθεση εδώ ήταν να δούμε ένα «one-shot» φιλμ, με την ιστορία να εξελίσσεται σε ένα πλάνο υποθετικού «real time». Ο Μέντες το αποτολμά με ένα σενάριο που εμπνεύστηκε από διηγήσεις εμπειριών του παππού του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέγα λάθος! Η επιλογή τού είδους, οι απαιτήσεις που έχει αυτό, το μέγεθος του storytelling. Κάτι ήξερε καλύτερα ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος γύρισε ολόκληρο φιλμ με αυτό το «τρικ», το 1948. Εκείνος ήταν και έξυπνος και τεράστιος μάστορας. Γιατί το επιχείρησε με βάση ένα θεατρικό έργο. Δηλαδή, με έργο… «δωματίου». Στο οποίο η κάθε μπομπίνα της ταινίας αποτελούσε κι από ένα single shot. Το 1948! Έκτοτε, η τεχνολογική εξέλιξη στην κινηματογράφηση επέτρεψε κάμποσα πειράματα σε μονοπλάνα διαρκείας (με σοβαρότερη «κληρονομιά» από τα παλιά τον «Άρχοντα του Τρόμου» του Γουέλς από το 1958 και το «Soy Cuba» του Καλατόζοφ από το 1964), με τις ψηφιακές κάμερες στην εποχή των zeroes να επιτρέπουν την υλοποίηση πιο μεγαλεπήβολων φιλμικών σχεδίων, που όμως χαρακτηρίζονταν περισσότερο από πειραματισμό και ουχί παραδοσιακή αφήγηση (όπως το τετραπλό split screen του Φίγκις «Timecode» από το 2000 ή την πιο χλιδάτη «Ρωσική Κιβωτό» του Σοκούροφ από το 2002). Η πιο δημοφιλής «one-shot» ταινία του σύγχρονου κινηματογράφου είναι το οσκαρικό «Birdman» (2014) του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου, το οποίο… κυκλοφορεί σχεδόν αποκλειστικά στο «κλειστό» σύμπαν ενός θεάτρου στη Νέα Υόρκη. Σήμερα, ο Μέντες βγάζει την κάμερα του Ρότζερ Ντίκινς στο… «great out there» και με φόντο την αγριότητα του πεδίου μάχης ενός Παγκοσμίου Πολέμου προσπαθεί να αφηγηθεί μία κανονική ιστορία ηρωισμού, χωρίς (και καλά) να παριστάνει (στον τομέα τού genre) τον φαφλατά Κρίστοφερ Νόλαν της «Δουνκέρκης» (2017), ούτε καν να αντιγράψει το μαεστρικό και συγκλονιστικό μονοπλάνο του Τζο Ράιτ από την «Εξιλέωση» (2007). Ο Νόλαν είχε στον νου μία «ticking bomb» ταινία σε larger scale, γι’ αυτό και δεν θα πειραματιζόταν ποτέ στο format του «one-shot» φιλμ, όσο για τον Ράιτ το όραμα ήταν μονάχα ένα λυρικό πεντάλεπτο μονοπλάνο που θα έμενε στην ιστορία τέτοιων σκηνών. Έτσι, το «1917» είναι ουσιαστικά μια ταινία κεκαλυμμένης μεγαλομανίας ενός πιο «ταπεινού» σκηνοθέτη, που πλασάρει το δικό του εγχείρημα σαν κάτι το πιο «minimal» και προσγειωμένο στο απλοϊκά γήινο. Στο τελικό αποτέλεσμα, πολλά πράγματα συγκρούονται άσκοπα μεταξύ τους, αποκλειστικά εξαιτίας του… gimmick.
Τα αδιαμφισβήτητα ατού του «1917» είναι η προετοιμασία του σχεδιασμού στο production design και η διεύθυνση φωτογραφίας. Χωρίς σοβαρό επίπεδο δουλειάς σε αυτά, δεν θα υπήρχε ταινία! Γιατί το σενάριο είναι σχεδόν αδιάφορο και το gimmick φροντίζει μονάχα να του «ευνουχίζει» το δραματουργικό βάρος. Τι βλέπουμε σε αυτή την ταινία; Δύο φαντάρους που περπατάνε για να φτάσουν κάπου. Το concept του «μονοπλάνου» και της κάμερας που τους παρακολουθεί αδιάκοπα, αφαιρεί από την ιστορία βασικά στοιχεία της κινηματογραφικής αφήγησης και απόλαυσης. Δεν υφίσταται παράλληλο μοντάζ, δεν υφίστανται υποπλοκές, δεν χτίζεται με κανέναν παραπανίσιο τρόπο ένα κάποιο σασπένς. Εδώ να κάνω και μία σημαντική παρατήρηση τύπου «spoiler», που οι παραγωγοί του «1917» θα έπρεπε να είχαν προστατεύσει: το trailer της ταινίας μαρτυρά ένα σημαντικό στοιχείο της εξέλιξης της ιστορίας, αφού στο μεγαλύτερο μέρος του παρουσιάζει μονάχα τον έναν από τους φαντάρους! Σε βαθμό να βλέπεις την ταινία από την αρχή και να… απορείς γιατί είναι δύο! Γιγαντιαίο φάουλ.
Αυτοί οι δύο (αρχικά) Βρετανοί στρατιώτες, λοιπόν, ξεκινούν από κάπου για να φτάσουν κάπου. Η όλη ίντριγκα της πλοκής είναι το τι θα συναντήσουν στον δρόμο τους. Ένας θεατής με στοιχειώδεις γνώσεις κινηματογράφου μπορεί να σου πει πριν δει το φιλμ τι (σχεδόν) πρόκειται να τους συμβεί, απλά όχι (και) σε απόλυτο χρονικό timing. Στο θέμα του χρόνου, ξεχνάμε την ατμόσφαιρα της «ωρολογιακής βόμβας» που λειτουργούσε ακόμη και στην (πλήρη) ηχητική μπάντα της «Δουνκέρκης». Είπαμε. Εδώ το πράγμα είναι «minimal». Είναι… περίπατος! Φάουλ. Ενώ ο Μέντες κρατάει την κινηματογράφηση σε επίπεδα «down to earth», η μουσική του Τόμας Νιούμαν είναι μία πομπώδης αστοχία που αγωνίζεται να προσδώσει δραματουργικούς τόνους έντασης στα τεκταινόμενα, ακόμη και από τη στιγμή που οι δύο φαντάροι έχουν ενημερωθεί για την αποστολή τους. Σπάνια ταιριάζουν τα πλάνα με τη σύνθεση και η διάθεση θυμίζει (συχνά) μουσική για… trailer, λες και η κάθε σεκάνς αποτελεί υλικό για marketing προώθησης. Δεν αναπνέουν μαζί η μουσική και το φιλμ. Ευτυχώς, πέραν της εξαιρετικής δουλειάς του Ρότζερ Ντίκινς που σχεδόν κάνει… αχρείαστο τον σκηνοθέτη, το όλο project μαρτυρά από την πρώτη στιγμή ότι έχει γίνει τεράστια προετοιμασία και σχεδιασμός στον τομέα του art direction. Το «1917», στην πραγματικότητα, είναι ένας σκηνογραφικός χάρτης που διαγράφει την πορεία των δύο φαντάρων. Και επειδή μιλάμε για φιλμάρισμα «one-shot», όλα (θα) έπρεπε να είναι στημένα και έτοιμα στην εντέλεια. Πριν πάμε στα stunts, λοιπόν, ήταν απαραίτητο να γνωρίζει το συνεργείο και η κάμερα πού ακριβώς θα πατάνε οι ήρωες και τι θα αντικρίζουν (μαζί με τον θεατή) μπροστά τους. Το production design του Ντένις Γκάσνερ είναι το αντίπαλο οσκαρικό δέος αυτής της κατηγορία στο «Κάποτε στο… Χόλιγουντ» για εφέτος! Προσωπικά, θα το έδινα εδώ το βραβείο, γιατί στην ταινία του Μέντες στήθηκε ο τόπος δράσης του έργου σαν να είναι το… σενάριο της ταινίας, ενώ στο φιλμ του Κουέντιν Ταραντίνο είδαμε μία εκπληκτική «ρέπλικα» ανασύστασης περιόδου του Χόλιγουντ.
Στο πλήρες δίωρο της ανάπτυξής του, το «1917» στερείται δυναμικής και ουσίας, σπάνια συναντά το συναίσθημα και όταν το έργο ξεμένει με έναν «αφηγητή» (ο οποίος, μοιραία, παραμένει σιωπηλός), ξεχνάμε και τη σκιαγράφηση χαρακτήρα (ο Μέντες επιλέγει να κρατήσει για το τελευταίο πλάνο της ταινίας μία ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια για τον κεντρικό του ήρωα, που νωρίτερα θα πρόσθετε ένα πιο ωφέλιμα δραματικό βάρος επάνω του). Οι περισσότερες από τις «ανατροπές» στην ιστορία είναι αφελείς, υπάρχουν απιθανότητες και λάθη (σε τουλάχιστον δύο σεκάνς η ηχοληψία είναι αλλού γι’ αλλού) και, στην τελική, το «1917» δεν μας διδάσκει τίποτε το ξεχωριστό γύρω από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μονάχα επιδιώκει να μας κάνει να θαυμάσουμε ένα… gimmick. Ένα κατασκεύασμα. Για κάτι τρομακτικό που δημιούργησε ο κόσμος μας στο παρελθόν. Και το ξαναζεί με διάφορους τρόπους. Ξανά και ξανά. Από όλη τη σημασία αυτής της ιδέας, του κατακτητικού πολέμου και της τραγωδίας μίσους του ανθρώπινου πολιτισμού, ο Μέντες πέτυχε να πιάσει μονάχα την εντύπωση της… επαναληπτικότητας.