ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟ… ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ (2019)
(ONCE UPON A TIME IN... HOLLYWOOD)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία Νοσταλγίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κουέντιν Ταραντίνο
- ΚΑΣΤ: Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Μπραντ Πιτ, Μάργκο Ρόμπι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 161'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Στο Λος Άντζελες του 1969, ένας τηλεοπτικός αστέρας σειράς γουέστερν του ’50 αγωνίζεται να κρατήσει την καριέρα του στα όρια του αξιοπρεπούς, φροντίζοντας παράλληλα να βρίσκει δουλειά στον stuntman κολλητό του. Λεπτομέρεια: έχει για γείτονες τη Σάρον Τέιτ και τον Ρομάν Πολάσκι.
Ο Κουέντιν Ταραντίνο είναι ο εντελώς λάθος άνθρωπος για να σου αφηγηθεί ένα «παραμύθι». Μπορεί να σου φλυαρήσει με πολλές σκηνές από ένα παραμύθι μεμονωμένα, αλλά στο σύνολο δεν το έχει. Η μαγκιά της τεχνικής του (ειδικά στο γράψιμο) είναι αυτός ο «αχταρμάς» από μεγάλες σεκάνς διαλόγων, που αν από κάτω έχουν μία στοιχειώδη ιστορία, μπορούν να λειτουργήσουν και να αναδείξουν ακόμη και τα ελαττώματά του σε κάτι που θα λατρέψεις, θα σε διασκεδάσει και θα σου μείνει κιόλας. Το «Κάποτε στο… Χόλιγουντ», όμως, δεν έχει ιστορία. Έχει μονάχα μία πρόφαση για homage, ελπίζοντας το τελευταίο να καλύψει τα κενά τού σεναρίου. Που εδώ είναι απύθμενα.
Η πρόφαση είναι το αληθινό περιστατικό της σφαγής στο σπίτι της Σάρον Τέιτ από την παρέα του Τσαρλς Μάνσον. Γύρω από αυτό, ο Ταραντίνο δημιουργεί ένα τσούρμο φανταστικών ηρώων της βιομηχανίας του Χόλιγουντ των τελών του ’60, αναμειγνύει στις σκηνές τους κάμποσα ονόματα αστέρων της περιόδου σε cameo ρολάκια (από τον Μπρους Λι και τον Στιβ ΜακΚουίν μέχρι μέλη της μπάντας των The Mamas and the Papas) και… ασχολείται για κανένα δίωρο με τους διαλόγους τους. Τέλος. Πλοκή δεν υφίσταται. Ο ανασφαλής και στα όρια του ξεπεσμού TV star (ΝτιΚάπριο) μαζί με τον αχώριστο φίλο / stunt του (Πιτ) περιφέρονται ελαφρώς άσκοπα σε διάφορα locations και sets του LA (εξαιρετική η δουλειά της Μπάρμπαρα Λινγκ), δοκιμάζοντας την τύχη τους και αγωνιώντας για το μέλλον τους στην όλη μπίζνα, με μία απίστευτα προσχηματική υποπλοκή που βάζει μέσα στο σεναριακό σύμπαν τον Μάνσον και τους «dirty hippies» της συμμορίας του.
Είναι προφανές ότι ο Ταραντίνο έχει τεράστια αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στη δύναμη της γραφής του. Αλλά όταν εκτός από την απουσία ιστορίας αντιλαμβάνεσαι και το πόσο αδύναμοι είναι οι δύο βασικοί του χαρακτήρες, πλέον, αντιμετωπίζεις του ρολογιού τους δείκτες σαν μία ανεπανόρθωτη ήττα. Είναι σαν να σου λένε ότι ολόκληρο το «Pulp Fiction» πατούσε αποκλειστικά και μόνο στους χαρακτήρες τού Βίνσεντ και του Τζουλς. Σκέψου το και δες το να… καταρρέει στο μυαλό σου. Αυτό συμβαίνει και εδώ. Επίσης, αρκετά ειρωνικά, ο ήρωας με την «πληρέστερη» σκιαγράφηση δεν είναι ο πρωταγωνιστής μας, αλλά… ο κομπάρσος του! Ο Κλιφ του Μπραντ Πιτ αισθάνεται μεγαλύτερη σιγουριά έχοντας ένα πιο στέρεο background, γι’ αυτό και ξεχωρίζει ερμηνευτικά απέναντι σε έναν εντελώς «χάρτινο» Ρικ, με τον Λεονάρντο ΝτιΚάπριο να αναλώνεται σε γκριμάτσες «προβληματισμού», καθώς τίποτε άλλο δεν στηρίζει την παρουσία τού χαρακτήρα του στο φιλμ.
Ναι, υπάρχουν οι τυπικές «fun» σκηνές που ξέρεις ότι θα βρεις σε ένα ταραντινικό έργο, όμως και πάλι μοιάζουν τυχαίες και σκόρπιες μέσα στο «Κάποτε στο… Χόλιγουντ», το οποίο αποτυγχάνει να σε μεταφέρει και στα παρασκήνια της βιομηχανίας ή του glam της εποχής, με μοναδική εξαίρεση τη λίγη (τελικά) σεκάνς του party στη βίλα του Χιου Χέφνερ. Αυτό που κυριαρχεί στην ανασύσταση της εποχής είναι οι δρόμοι του Χόλιγουντ, πλημμυρισμένοι από τα φώτα των επιγραφών των αμέτρητων κινηματογραφικών αιθουσών, αναδίδοντας αντί για νοσταλγία κάτι το πιο πένθιμο, τελικά. Ίσως ο Ταραντίνο να επιχείρησε να θυμηθεί και να σου αφηγηθεί περισσότερα για το κλίμα τού τότε, αλλά… το timing της δικής του ημερομηνίας γέννησης (1963) δεν ταίριαξε ιδανικά.
Κι αν το πρώτο (και βάλε) δίωρο σε βυθίζει σταδιακά στην πλήξη, μην ανησυχείς, στο φινάλε υπάρχει το δωράκι σου: η «ανατροπή» της πρόφασης! Η ιστορία της δολοφονίας της Σάρον Τέιτ παίρνει μία εξωφρενικά… σατιρική τροπή και το τελευταίο ημίωρο του φιλμ είναι από μόνο του ένα κινηματογραφικό κομμάτι ανθολογίας που μας υπενθυμίζει γιατί αγαπήσαμε τον Ταραντίνο… κάποτε. Αλύπητη βία και θέαμα στα όρια του gore, κατάμαυροι τόνοι χιούμορ κι ένα τραχύ και ειλικρινές σχόλιο γύρω από το «αναίτιο» της δολοφονικής μανίας που μαστίζει τις ΗΠΑ μέχρι και το σήμερα. Δίχως συντηρητικά μηνύματα, φυσικά. Μονάχα σαρκασμός. Αλλά πέραν αυτού, γιατί να διακωμωδήσεις έτσι μία πραγματική ανθρώπινη τραγωδία; Ποιο το point; Ποιο ήταν το θέμα, στην τελική; Μία συρραφή από πολλές αχρείαστες σκηνές (όντως είχαν δίκιο εκείνοι που είπαν ότι αν βγάλεις όλες τις στιγμές που εμφανίζεται στην ταινία η Μάργκο Ρόμπι, δεν αλλάζει τίποτα!), σκόρπιες σε μία διάρκεια που θα μπορούσε να είναι η μισή ή και η πολλαπλάσια, αρκεί για να φτιάξεις μια ταινία; Θα έθιγα και το ζήτημα της… αυτοϊκανοποίησης τώρα, αλλά σέβομαι εκείνη την παλιά ατάκα του Γούντι Άλεν. Ας μείνουμε στο storytelling, λοιπόν. Εδώ ο Ταραντίνο ξέχασε το story. Εύχομαι να το ξαναβρεί.