Γκιγέρμο ντελ Τόρο: Η φαντασία είναι το παν.
Το 2006 είχα τη χαρά να συναντήσω τον Γκιγέρμο ντελ Τόρο στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου παρουσίασε για πρώτη φορά στον κόσμο το φιλμ το οποίο απογείωσε την καριέρα του, όσο και τη σημασία του ονόματός του καλλιτεχνικά. Φυσικά, ήταν ο «Λαβύρινθος του Πάνα». Εννοείται πως η εμπειρία ήταν αξέχαστη. Γιατί ο άνθρωπος αυτός αγαπάει απίστευτα πολύ αυτό που κάνει. Μαζί και την κινηματογραφική Τέχνη. Και τι υπέροχο μυαλό, διάβολε!
Το μυαλό του ζει πέρα από τα σύνορα του φανταστικού. Η ψυχή του λες κι αγωνίζεται να επουλώσει τις μνήμες μιας τραυματισμένης Δημοκρατίας. Και η ματιά του, σκέτο παραμύθι εικονογραφημένο, είναι πλέον ζηλευτή σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Ένας μεγαλόσωμος άνδρας μ’ ένα δερματόδετο σημειωματάριο στο χέρι πλησιάζει προς το τραπέζι. Ο Γκιγέρμο ντελ Τόρο στρογγυλοκάθεται κι ανοίγεται τόσο αθώα και απροκάλυπτα απέναντι στην οποιαδήποτε ερώτηση. Σπάνια μου έχει συμβεί αυτό! Δε κοντοστέκεται για να σκεφτεί ή ν’ αυτολογοκριθεί. Μιλά με ειλικρίνεια. Σαν να σε ήξερε από πάντα. Απλώνει το χέρι του για να μου δείξει το ημερολόγιο / sketchbook του «Λαβύρινθου του Πάνα». Έχει (από) ένα τέτοιο για κάθε του ταινία. Φτάνει τουλάχιστον τις 300 σελίδες, μέχρι το κλείσιμο της «περιπέτειας» του κάθε φιλμ, από την παραγωγή στην κατανάλωση. Είναι γεμάτο τετράχρωμα σχέδια, σκίτσα χαρακτήρων και παραμυθένιων πλασμάτων, σημειώσεις που φτάνουν ως τη χθεσινή νύχτα της επίσημης πρεμιέρας στο Φεστιβάλ των Καννών. Είναι προφανές ότι μπροστά μου έχω ένα αιώνιο παιδί, έναν κινηματογραφικό «ψυχάκια», έναν άνθρωπο που σου μιλά με ευχαρίστηση και που ελπίζω να ξαναδώ αρκετές φορές στο μέλλον…
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που η ταινία σας άρεσε τόσο πολύ σε κριτικούς από ολόκληρο τον κόσμο, εδώ στις Κάννες. Δεν ανήκει σε ένα είδος κινηματογράφου στο οποίο αρέσκεται η δική μας «φυλή»…
Ω, σας ευχαριστώ που μου το λέτε αυτό. Με χαροποιεί τόσο. Η πραγματοποίηση αυτής της ταινίας ήταν μια μεγάλη περιπέτεια για μένα. Μπορεί να μας πήρε δυόμισι χρόνια για να φτάσουμε ως εδώ, όμως, στην πραγματικότητα είναι ένα προσωπικό project που σχεδιάστηκε πολλά χρόνια πριν. Κι έπαιρνε πάντοτε παράταση, για διάφορους λόγους. Η παραγωγή της ήταν ανέκαθεν ένας μεγάλος μπελάς… Αν σταθούμε μονάχα στο τελευταίο εικοσάλεπτο του φιλμ, μπορείτε να νιώσετε τι εννοώ. Το θέαμα και το περιεχόμενο αυτού του κομματιού είναι κάτι το αδιανόητο για studio. Τα studios δεν θα μου επέτρεπαν ποτέ να γυρίσω αυτά που εσείς είδατε στην οθόνη. Επιπλέον, πάντοτε επέμενα στο που και σε τι γλώσσα έπρεπε να γίνει αυτή η ταινία. Έπρεπε να είναι ξενόγλωσση, διότι αφορά σε μια συγκεκριμένη και ευαίσθητη ιστορικά περίοδο της Ισπανίας, διαφορετικά θα ήταν σχεδόν ανόητο. Ξέρετε, γεννήθηκα στο Μεξικό κι έχω τόσα πολλά παραδείγματα αμερικανικών ταινιών όπου, ενώ απεικονίζουν την πατρίδα μου, ξαφνικά ακούς ακόμη και τους κομπάρσους να μιλάνε έτσι: «Δε πίπολ αρ κόμιν φρομ δερ, σενιόρ!»… (Τονίζει το «σπάσιμο» στην αγγλική προφορά. Αδυνατώ να μη βάλω τα γέλια.) Είμαι ευτυχής, λοιπόν, που τα καταφέραμε. Στη μέχρι σήμερα καριέρα μου, όποτε ένιωσα την ανάγκη να γυρίσω ταινίες σαν το «Devil’s Backbone», το «Cronos» ή τον «Λαβύρινθο του Πάνα», ήθελα να έχω τον απόλυτο έλεγχο, την ελευθερία να εκφραστώ όπως εγώ θέλω. Το να τις κάνω στη δική μου γλώσσα είναι και περισσότερο ανακουφιστικό…
Την απορία την έχω. Από τη στιγμή που είστε και νιώθετε Μεξικανός, όπως λέτε, γιατί πηγαίνετε και κάνετε αυτές τις πιο «προσωπικές» σας ταινίες στην Ισπανία;
Αν το πάρουμε ιστορικά, στη δεκαετία του ’30, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου, το Μεξικό πολιτικά βρισκόταν στο πλευρό των εκεί δημοκρατικών δυνάμεων και προσπαθούσε να στηρίζει τον αγώνα όσο περισσότερο μπορούσε. Πολλοί Ισπανοί εξόριστοι που έτυχε να γνωρίσω και είχαν ζητήσει καταφύγιο στο Μεξικό εκείνα τα χρόνια ήταν καλλιτέχνες. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σκηνογράφοι… Καθώς μεγάλωνα κι εγώ, έγινα φίλος με αρκετούς απ’ αυτούς. Κάποιοι έγιναν και μέντορές μου, ενώ ένας συγκεκριμένος άνθρωπος στάθηκε σαν δεύτερος πατέρας δίπλα μου. Από εκείνον άκουσα ιστορίες για τον Εμφύλιο τόσο σκληρές που το «Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα» δεν πιάνει μία μπροστά τους! Ήταν ιστορίες απογυμνωμένες από το δραματικό στοιχείο, τη λογοτεχνική γραφή και το macho χαρακτηριστικό των ηρώων που βιώνουν μια περιπέτεια. Ήταν οι ιστορίες ενός ανθρώπου που τις διηγιόταν από καρδιάς. Και ήταν η καρδιά ενός εξόριστου, από μάνα κι από πατρίδα… Όλα αυτά ωρίμασαν μέσα μου με τα χρόνια. Απέκτησαν μία σημασία ιδιαίτερη. Ξέρετε, μιλάμε για έναν πόλεμο που αποσιωπήθηκε από τον υπόλοιπο κόσμο για πολλές δεκαετίες. Εν γνώσει της ανθρωπότητας! Έναν πόλεμο στον οποίο ο άνθρωπος τάχθηκε ενάντια στον φασισμό…
Στην ταινία, πάντως, το κεντρικό πρόσωπο αυτής της φασιστικής εξουσίας παίρνει ενίοτε και καρτουνίστικες διαστάσεις. Κατά τη γνώμη μου.
Δε συμφωνώ μαζί σας. Πάρτε τη σκηνή όπου δίνει το «πολιτικό» του λογύδριο και μιλά για τα πιστεύω του, για το πως θα ήθελε να είναι αυτή η «νέα», καθαρότερη Ισπανία που οραματίζεται, στην οποία θα μεγαλώσει το παιδί του όπως εκείνος επιθυμεί. Αυτή είναι μία τρομακτική φιγούρα. Έχουν υπάρξει τέτοιοι άνθρωποι στην πραγματικότητα, άνθρωποι που ενήργησαν με παρόμοιες μεθόδους, βασανίζοντας και σκοτώνοντας. Άνθρωποι που πίστεψαν πως έτσι «εξυγιαίνουν» τη χώρα τους! Ο χαρακτήρας του Καπιτάν Βιντάλ είναι ότι πιο τερατώδες διαθέτει ο «Λαβύρινθος του Πάνα». Κι ας είναι μια ταινία γεμάτη με πλάσματα αλλόκοτα, τερατώδη στην όψη. Προσπάθησα να μη ρίξω πάνω στον Βιντάλ κάποια απόχρωση θετικότητας. Ακόμη και μία κάπως πιο «καρτουνίστικη», όπως είπατε.
Σε τι αποσκοπεί η επιδίωξή σας να παντρέψετε το πολιτικό σχόλιο με τον κόσμο του παραμυθιού;
Πιστεύω πως το παραμύθι είναι το καλύτερο μέσο για να εκφράσεις μια παραβολή. Το θέμα της ταινίας είναι η δυνατότητα να επιλέγεις. Το πρώτο πράγμα που κάνει ένα φασιστικό καθεστώς είναι να καταστέλλει αυτή σου την ελευθερία. Μέσα από το παραμύθι, η ιδέα της επιλογής μεταφράζεται σε αυτό που σε κάνει να νιώθεις ελεύθερος. Είναι μια τόσο απλή ιδέα. Και το σωστό για μένα ήταν να την κάνω να μοιάσει με παραμύθι, όχι με μία κοινή πολεμική ταινία… Ίσως να με γοητεύει και το γεγονός ότι σ’ ένα παραμύθι μπορούμε να συναντήσουμε τερατώδη, φανταστικά πλάσματα τα οποία μπορεί και να ωχριούν μπροστά στην ανθρώπινη φύση.
Ο Πάνας (του τίτλου) είναι μια μορφή ιδιαίτερα σεξουαλική για την ελληνική μυθολογία. Στην ταινία σας δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Γιατί; Φοβηθήκατε να εμπλέξετε το θέμα της σεξουαλικότητας;
Θα γελάσετε, αλλά μονάχα στον αγγλικό τίτλο του φιλμ τον αναφέρουμε ως Πάνα. Στα ισπανικά είναι ένας Φαύνος. Αυτή ήταν και η επιλογή μου. Η υπόσταση ενός Φαύνου είναι κάπως διφορούμενη. Σχετίζεται με τη φύση αλλά και με την καταστροφή. Ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος για το τι εκπροσωπεί. Όταν, λοιπόν, είπαμε στους Αμερικανούς πως το φιλμ (ουσιαστικά) λέγεται «The Faun’s Labyrinth», εκείνοι μας απάντησαν: «Τι στο διάολο είναι το Φαύνος;»! (γέλια) Αργότερα, κάποιος έριξε την ιδέα του Πάνα, ο οποίος είναι περισσότερο διαδεδομένος. Δεν είχα αντίρρηση.
Διαχωρίζετε τις ταινίες που γυρίσατε εκτός Αμερικής από εκείνες τις στουντιακές παραγωγές, όπως το «Hellboy»;
Συνήθως, όχι. Το παράδειγμα του «Hellboy» (2004) ήταν εξαιρετικό και είχα δώσει σ’ αυτό τον καλύτερό μου εαυτό, όπως κάνω και στις πιο προσωπικές μου ταινίες. Έτσι ήταν τα πράγματα και όταν ξεκίνησα το «Mimic». Στο τέλος, όμως… (Γελάει ειρωνικά.)
Γιατί «στράβωσε» τόσο άσχημα η ιστορία με το «Mimic»;
Όταν ξεκινάς να κάνεις μια ταινία και το studio πιστεύει πως θα έχει μια «άλλη» ταινία, τότε ξέρεις πως τα πράγματα θα είναι άσχημα… Εγώ γύριζα το «Mimic», εκείνοι πίστευαν πως θα τους παρέδιδα το… «Alien 3 ½»! Όπως και να ‘χει, ακόμη κι αν αγαπώ το «Hellboy» τόσο όσο και τις πιο προσωπικές μου ταινίες, τονικά διαφέρει πάρα πολύ από ότι έχω γυρίσει εκτός Αμερικής. Εκεί τα πράγματα πρέπει να είναι πιο γρήγορα, πρέπει να υπακούς σε διαφορετικούς ρυθμούς δράσης. Σε ένα ποσοστό, αυτό σου στερεί κάποιες ελευθερίες…
Απ’ όσο ξέρω, επιθυμείτε να υπάρξει συνέχεια στο «Hellboy».
Ναι, φυσικά. Και είναι κάτι που βρίσκεται στα σκαριά. Αγαπώ τόσο τους χαρακτήρες του comic, στην πρώτη ταινία ασχολήθηκα και με το σενάριο… Θέλω να δώσω περισσότερα. Είχαμε ένα κάποιο πρόβλημα όταν «πάγωσαν» οι δραστηριότητες της Revolution, της εταιρείας παραγωγής του πρώτου φιλμ. Η Sony απέκλεισε το ενδεχόμενο, οπότε έπρεπε να ψαχτούμε. Είμαι σίγουρος πως θα γίνει, όμως. Λογικά, θα είναι το επόμενο φιλμ που θα γυρίσω. Λέω να κάνω μια επιστροφή στις ΗΠΑ ύστερα από αυτά τα δύο χρόνια «εξορίας»…
Μείνατε στην Ισπανία όλο αυτό το διάστημα;
Ναι, για δυόμισι χρόνια, περίπου. Μέχρι να ολοκληρωθεί ο «Λαβύρινθος του Πάνα».
Πως είναι να ζει κανείς έτσι; Χωρισμένος σε διαφορετικές «πατρίδες», ανάλογα με το location της κάθε ταινίας;
Θα έλεγα πως ζω σε μια βαλίτσα! Δύο χρόνια και κάτι στην Ισπανία, άλλα δύο στην Πράγα, έξι μήνες στο Μεξικό, οκτώ μήνες στο Λος Άντζελες… Είναι δύσκολο να ξέρεις ακόμη και το που θα βρεθείς την επόμενη φορά. Έχω ένα σπίτι στο Μεξικό, ένα άλλο στη Μαδρίτη κι ένα κοντά στο Λος Άντζελες. Αισθάνεσαι σαν αυτοεξόριστος εξαιτίας της δουλειάς. Ήθελα να πιστεύω πως ως ενήλικας θα μπορώ να ζήσω στο Μεξικό, αυτή ήταν η επιλογή μου. Αλλά δε μπορεί να πραγματοποιηθεί λόγω έλλειψης ασφάλειας εκεί. Ειδικά μετά από την ιστορία της απαγωγής του πατέρα μου, το 1997. Δεν είναι ευχάριστο να ζεις σ’ έναν τόπο όπου ξέρεις ότι η ζωή σου βρίσκεται σε κίνδυνο.
Τον υποχρεώσατε να μείνει στην Αμερική ύστερα από αυτή την περιπέτεια που είχε;
Για λίγο, ναι. Τώρα έχει επιστρέψει στο Μεξικό. Βλέπετε, εκείνος δεν έχει πια μικρά παιδιά, δεν έχει τόσους λόγους ν’ ανησυχεί. Εγώ, όμως, έχω οικογένεια…
Μιλώντας για παιδιά, ο «Λαβύρινθος του Πάνα» είναι γυρισμένος σαν ένα παιδικό παραμύθι, αλλά το θέαμα είναι απόλυτα ενήλικο, βίαιο και σκληρό. Σας πέρασε ποτέ από το μυαλό πως αν μετριάζατε λίγο τη βία, θα μπορούσε ν’ αφορά και νεαρότερες ηλικίες;
Ο κεντρικός χαρακτήρας στο φιλμ είναι ένα μικρό κορίτσι, όμως, οι προθέσεις δε σχετίζονταν ποτέ με το παιδικό κοινό. Ο ρεαλιστικός και ο φανταστικός κόσμος του «Λαβύρινθου του Πάνα» είναι το ίδιο σκοτεινοί. Ανελέητα άσπλαχνοι. Από τα χρόνια της εφηβείας, η φαντασία μου δε ζούσε μέσα στα παραμύθια, ήταν αρκετά πιο ζοφερή. Θα έλεγα πως το κορίτσι της ταινίας θυμίζει εμένα όταν ήμουν μικρός. Έχει πλάσει έναν κόσμο φανταστικό γύρω του, αλλά σ’ αυτόν δεν πρόκειται να βρεις ιππότες, πύργους, μονόκερους και νεράιδες. Μερικές φορές, η φαντασία σου αντικατοπτρίζει την οπτική που έχεις για τον έξω κόσμο, την αντίληψή σου γύρω από την αληθινή ζωή. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν πως η Οφηλία του φιλμ «δραπετεύει» από τον κόσμο μας. Για μένα, αυτός είναι ένας τρόπος να μάθεις, να έρθεις σε επαφή με τον κόσμο. Μονάχα στο τέλος αποπειράται να κάνει την απόδρασή της. Γιατί δεν της έχει απομείνει καμία άλλη επιλογή.
Υπήρξαν στιγμές που οι εικόνες από τον φανταστικό κόσμο του «Λαβύρινθου του Πάνα» μου έφεραν στο νου τις παραμυθένιες σεκάνς του «A Little Princess» (1995) του Αλφόνσο Κουαρόν. Εκτός από συμπατριώτης σας, τυγχάνει να είναι και συμπαραγωγός στην ταινία σας. Μπορούμε να πούμε πως σας ενέπνευσε κάπως, επηρέασε το γεγονός ότι συνεργαστήκατε σε κάποιο επίπεδο;
Αλήθεια; Δεν θα περίμενα ν’ ακούσω κάτι τέτοιο! Αγαπώ το «A Little Princess», αλλά είναι τόσο… «nice» κι ευγενικό για να συγκριθεί με οτιδήποτε έχω κάνει στην καριέρα μου. Ο Αλφόνσο έχει μια περισσότερο καλοσυνάτη οπτική αντίληψη γύρω από την παιδικά ηλικία…
Ήταν πάντοτε εμμονή σας αυτό το στυλ, του πιο σκοτεινού κι «αγριευτικού»;
Δεν ήταν απλά μία επιδίωξη, με αυτή την τάση προς το φανταστικό γεννήθηκα. Νομίζω πως είναι ένα είδος «φίλτρου» που κρύβουμε στο κεφάλι μας. Είναι πολύ δύσκολο να το αλλάξεις καθώς μεγαλώνεις. Μπορείς να το ελέγξεις, ίσως, μπορείς να το προσαρμόσεις σ’ ένα επίπεδο πιο κοινωνικό. Αλλά δε μπορείς να το εξαφανίσεις. Είναι μία ισόβια κατάσταση του εγκεφάλου σου.
Οφείλεται σε κάτι δύσκολο ή οδυνηρό από τα παιδικά σας χρόνια; Περάσατε καλά μέχρι την εφηβεία σας;
Θα αποκαλούσα την παιδική μου ηλικία κάπως… fucked up! (Γέλια.) Μεγάλωσα σε πλαίσιο εξαιρετικής αυστηρότητας και φανατικού καθολικισμού. Αρχικά, το να εξηγεί κανείς το όλο Δόγμα των Καθολικών σ’ ένα παιδί τεσσάρων ή πέντε χρονών είναι σχετικά αρρωστημένο. Σου λένε να μην αμαρτάνεις, πως θα καείς στην Κόλαση, σου περιγράφουν το καθαρτήριο… Ακόμη κι αν ξέρεις πως δεν έχεις αμαρτήσει ποτέ, αισθάνεσαι ενοχές. Ύστερα έρχεται και το αντίστοιχο σχολείο, που κυριολεκτικά θα το συνέκρινα με πράγματα που βλέπουμε σε ταινίες με φυλακές! Εντάξει, δεν ήταν εύκολα χρόνια. Αλλά δεν ήταν κι ότι χειρότερο μπορούσε να μου τύχει… Δε θέλω να βάλω τον εαυτό μου να παριστάνει χαρακτήρα του Ντίκενς. (Γέλια.)
Είχατε απορρίψει την πρόταση να σκηνοθετήσετε μια ταινία της σειράς «Χάρι Πότερ» για να γυρίσετε το «Hellboy». Έχετε καθόλου τύψεις γι’ αυτό;
Κοιτάξτε, την αγαπώ τη σειρά, θα ήθελα πολύ να σκηνοθετήσω ένα από αυτά τα φιλμ, αρκεί σ’ αυτό να πεθαίνει ένας από τους βασικούς χαρακτήρες. (Γέλια.) Την ταινία που γύρισε ο Αλφόνσο την θαυμάζω, έκανε καταπληκτική δουλειά, αλλά το αποτέλεσμα δεν είχε καμία σχέση με τη δική μου αντίληψη. Είναι ένας θαυμάσιος φίλος και εξαιρετικός συνάδελφος, αλλά ο τρόπος που οραματιζόμαστε στο σινεμά διαφέρει απόλυτα.
Κάπου διάβασα ότι βάλατε τα κλάματα όταν είδατε τον «Λαβύρινθο του Πάνα» τελειωμένο. Είναι αλήθεια;
Έκλαιγα ακόμη κι όταν το έγραφα! Όσον αφορά στην ταινία, δεν ήταν σε σκηνές που θα φανταζόσασταν ή θα περιμένατε, για τους προφανείς λόγους. Υπάρχει, για παράδειγμα, η σκηνή όπου η Οφηλία είναι στο κρεβάτι με τη μητέρα της και απλά συνομιλούν. Τη βρίσκω ιδιαίτερα συγκινητική. Μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια, την ασφάλεια που αισθανόμουν στο κρεβάτι καθώς άκουγα όλα αυτά τα παράξενα τριξίματα, τους ήχους του σπιτιού. Μια άλλη σκηνή ήταν εκείνη όπου η Οφηλία ζητά από το μάγειρα να της τραγουδήσει ένα νανούρισμα. Επίσης, ο θάνατος του γιατρού. Και το τέλος, φυσικά.
Το σημειωματάριο που κρατάτε για κάθε σας ταινία είναι γεμάτο σχέδια και σκίτσα. Ζωγραφίζετε καθόλου; Αντλείτε κάτι κι από αυτή την τέχνη για τη δουλειά σας;
Δε θεωρώ ότι μπορώ να ζωγραφίσω, αλλά κάθε επόμενη ταινία μου βρίσκει όλο και περισσότερες αισθητικές επιρροές από έργα ζωγραφικής. Δε με εμπνέει τόσο ο κινηματογράφος. Θέλω οι εικόνες μου να είναι υφασμένες από layers εικαστικά, με πλούτο που θα προσεγγίζει συμβολιστές καλλιτέχνες, όπως ο Οντιλόν Ρεντόν, ο Κάρλος Σαράιβα, ο Φελισιέν Ροπς. Δουλέψαμε αρκετά για τον «Λαβύρινθο του Πάνα», έστω κι αν μας πήρε μονάχα δώδεκα εβδομάδες για να δημιουργήσουμε τον φανταστικό του κόσμο. Ότι είδατε εκεί μέσα σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε εξαρχής για τις ανάγκες της ταινίας.
Απ’ ότι είδα, πάντως, εσείς σχεδιάσατε ακόμη και τα πλάσματα της ταινίας.
Σε πρώτο στάδιο, ναι. Το original concept είναι δικό μου. Ύστερα προσλαμβάνω κάποιον επαγγελματία σχεδιαστή, σαφώς καλύτερο από μένα, για να τελειοποιήσει αυτό που είχα στο μυαλό μου. Στη γλυπτική, για παράδειγμα, δεν τα πάω καθόλου καλά! (Γέλια.) Ίσως κάποτε ασχοληθώ περισσότερο σοβαρά με τη ζωγραφική. Για την ώρα, περιορίζομαι σε σκίτσα που γεμίζουν τις σελίδες του ημερολογίου μου…
Πάντως, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο δουλεύει και ο Τιμ Μπέρτον. Είστε fan της δουλειάς του;
Τον θαυμάζω τον Τιμ Μπέρτον. Το στυλ του είναι τόσο κοντά στις δουλειές ενός πολυαγαπημένου μου illustrator, του Έντουαρντ Γκόρεϊ. Ή του Τσαρλς Άνταμς. Καλλιτέχνες που εκτιμώ κι εγώ βαθύτατα.
Πόσο συνδεδεμένος είστε με τους υπόλοιπους Μεξικανούς σκηνοθέτες της νέας γενιάς που κάνουν πια διεθνή καριέρα; Σας ενώνει κάτι;
Τους περισσότερους σκηνοθέτες της δικής μου γενιάς τους γνωρίζω πολύ καλά. Με τον Ινιάριτου και τον Κουαρόν υπάρχει ένας δυνατός δεσμός φιλίας. Αισθανόμαστε την ανάγκη να βοηθάμε ο ένας τον άλλον, από την αρχή της καριέρας μας. Για να επιζήσουμε. Για να διατηρήσουμε τις αρχές μας πάνω σ’ αυτή την τέχνη. Ο Αλεχάντρο μου είχε δείξει το «Amores Perros» (2000) και τον είχα βοηθήσει στο μοντάζ του. Εγώ του έδειξα τον «Λαβύρινθο του Πάνα» και του ζήτησα να με βοηθήσει ν’ αφαιρέσω εννέα λεπτά από την ταινία. Και ο Αλφόνσο με καλεί για βοήθεια ή υποδείξεις, πάντα.
Στην περίπτωση του «Χάρι Πότερ» τι είχατε κάνει;
Είχαμε συνεργαστεί στο στάδιο του pre-production. Του πρότεινα τρεις καλλιτέχνες που είναι στενοί μου συνεργάτες για το εικαστικό μέρος της ταινίας. Σκηνογράφους, ανθρώπους που έχουν γνώσεις πάνω στα εφέ… Όταν είδα το τελικό αποτέλεσμα, του είπα ότι δε χρειαζόταν ν’ αλλάξει το παραμικρό! Με εξέπληξε, γιατί ήταν η πρώτη του μεγάλη, «εφετζίδικη» παραγωγή.
Σαν μεγάλος fan των comics που είστε, μπορείτε να μου πείτε ποιες από τις κινηματογραφικές τους μεταφορές αγαπάτε περισσότερο; Εκτός του «Hellboy», προφανώς… (Γέλια.)
Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το «Ghost World» (φωτό). Έκαναν εξαιρετική δουλειά σ’ αυτό. Μου άρεσαν τα δύο πρώτα «X–Men». Το «Spider–Man 2». Ο «Superman» του Ρίτσαρντ Ντόνερ. Αυτά είναι τα καλύτερά μου. Και το «Ο Μπάτμαν Επιστρέφει», φυσικά. Αυτή είναι μια πανέμορφη, αριστουργηματική δουλειά. Κι ας μην σχετίζεται και πολύ με το comic ως άποψη. Δεν παύει να είναι ένα αξιοθαύμαστο φιλμ, από τα καλύτερα του Τιμ Μπέρτον.
Ποια είναι η άποψή σας για το «Sin City»; Θα επιθυμούσατε να κάνετε κάτι παρόμοιο, που θα εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από την τεχνολογία;
Όχι. Έχω τις αντιρρήσεις μου γύρω από αυτό το φιλμ. Άλλο πράμα είναι το σινεμά και άλλο πράγμα είναι το comic. Μου άρεσε αυτό που είδα, το χειροκρότησα στο τέλος, μπράβο τους, αλλά δε μπορώ να πω ότι με αγγίζει κάτι τόσο εξαρτημένο από την τεχνολογία.
Ωραία. Ας μιλήσουμε τότε και για εκείνες τις ταινίες του είδους που… σιχαθήκατε!
Κανένα πρόβλημα. Λοιπόν, δε μου άρεσαν καθόλου οι ταινίες «Batman» του Σουμάχερ. (Δυνατά γέλια εκτόνωσης.) Το «Fantastic Four», το «Punisher», οι versions του «Spider-Man» από τη δεκαετία του ’70 ήταν σκέτη ανοησία… Κοιτάξτε, για μένα το βασικό πρόβλημα όταν μεταφέρεις ένα comic στη μεγάλη οθόνη είναι υφολογικό. Πρέπει να είσαι κοντά στο πρωτότυπο υλικό, χωρίς όμως να γίνεσαι και σκλάβος της βινιέτας. Όπως σας είπα, ένα από τα καλύτερα παραδείγματα, το «Ο Μπάτμαν Επιστρέφει», δεν είναι μία καλή μεταφορά αυτού που γνωρίζαμε από τα αντίστοιχα comics. So fuckin’ what? Είναι μια μεγάλη ταινία! Αυτός είναι ο σωστός τρόπος, τελικά. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος. Μια καλή ταινία.