FreeCinema

Follow us
19.1012:00

Φεστιβάλ Λονδίνου: Ωδή σε διαφορετικότητα και συμπόνοια.


Η δεύτερη και τελευταία εβδομάδα του Φεστιβάλ Λονδίνου φιλοξένησε μεγάλα ονόματα και τίτλους που θα κονταροχτυπηθούν στην προσεχή σεζόν βραβείων, ακόμη περισσότερη αφρόκρεμα της παγκόσμιας παραγωγής, τη συζήτησή μας με την Τζέιν Κάμπιον, όσο και την απονομή των βραβείων του, φέτος σε ταινίες με αυξημένες κοινωνικές και πολιτισμικές ευαισθησίες.

Η τελική εβδομάδα ξεκίνησε με την καλύτερη (κατά την υπογράφουσα) ταινία του Φεστιβάλ Λονδίνου, την θριαμβευτική επιστροφή της Τζέιν Κάμπιον στη μεγάλη οθόνη, με το δραματικό γουέστερν «The Power of the Dog», το οποίο βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τόμας Σάβατζ. Η ματαιότητα της φευγαλέας ανθρώπινης φύσης σε αντιφατική συνύπαρξη με την αιώνια Μητέρα Φύση, τα ανομολόγητα συναισθήματα που σιγοβράζουν κάτω από την επιφάνεια και απειλούν με καταστροφή, οι φορτισμένες δυναμικές των πολυεπίπεδων χαρακτήρων, όλα τα σήματα κατατεθέντα της σπουδαίας Νεοζηλανδής δημιουργού επιστρέφουν εδώ, σε ιδανική αρμονία με την άγρια ομορφιά των τοπίων της πατρίδας της που «ντουμπλάρουν» το αμερικάνικο Φαρ Ουέστ, και πλήρη συμφωνία με τις σπουδαίες ερμηνείες του καστ: από εκείνη του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, ταυτόχρονα απειλητική και συχνά βάναυση, μα και τραυματικά ευαίσθητη, έως την εύθραυστη παρουσία της Κίρστεν Ντανστ και την αναπάντεχη πολυπλοκότητα εκείνης του νεαρού Κόντι Σμιτ-ΜακΦι. Αδιαμφισβήτητα η καλύτερη ταινία της Κάμπιον μετά τα «Μαθήματα Πιάνου» (1993), αν και φαντάζομαι πως θ’ αποδειχθεί συναισθηματικά «δύσβατη» για ένα ευρύτερο κοινό. Αυτό που έχει σημασία, πάντως, είναι η απόλαυση της δύναμης αυτού του έργου (της 7ης) Τέχνης στις διαστάσεις που του αρμόζουν, στη μεγάλη οθόνη και όχι στο Netflix (το οποίο έσπευσε να το αγοράσει).

Η Τζέιν Κάμπιον βρέθηκε στο Λονδίνο με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας και έκανε μια συζήτηση με την Διευθύντρια του Φεστιβάλ, Τρίσα Τατλ, όπου και είχα την ευκαιρία να ρωτήσω την δημιουργό σχετικά με το μέλλον του σινεμά, ειδικά όταν το όνομα Netflix φιγουράρει στους τίτλους του έργου (θα βρείτε πως έκανα μια παρόμοια ερώτηση και προς τον Μάρτιν Σκορσέζε δύο χρόνια νωρίτερα, ώστε να έχουμε μια ποικιλία απόψεων από τεράστια ονόματα σκηνοθετών γύρω από το συγκεκριμένο θέμα). Η απάντησή της, ειλικρινής και εκτενής:

«Το Netflix ήταν εκείνο που είχε τα χρήματα να την αγοράσει (την ταινία) ή και να πληρώσει γι’ αυτήν, διότι πρόκειται για μία ακριβή παραγωγή όπου έπρεπε να χτίσουμε ένα ολόκληρο ράντσο κι ένα στάβλο, και γενικώς απαιτούσε πολύ χτίσιμο που ήταν απαραίτητο να γίνει. Οπότε, όταν φτάσαμε στο σημείο να υπάρχουν διάφορες εταιρείες να επιθυμούν να την αναλάβουν, (οι περισσότερες) δεν έβλεπαν την αξία να το κάνουν όλο αυτό, πέραν κάποιου σημείου – και πιθανώς να το μετάνιωναν τώρα! (Γέλια.) Το Netflix ενδιαφερόταν κι έτσι αρχίσαμε συζητήσεις μαζί τους, αναφέροντας πως δεν θα κάνουμε αυτή την ταινία μόνο για να ιδωθεί στη μικρή οθόνη, γιατί θα θέλαμε το κοινό να έχει την ευκαιρία να την αναζητήσει και να την δει στα σινεμά, γιατί είναι ένα συναίσθημα που ακόμα λατρεύω και εκτιμώ. Είναι κι ένας τρόπος του πώς θυμάται κανείς τη ζωή του: προσωπικά, από τις ταινίες που μ’ επηρέασαν περισσότερο, όπως ‘Η Ωραία της Ημέρας’ (1967), θυμάμαι ακόμα το σινεμά, που καθόμουν και τι φορούσα όταν την πρωτοείδα. Τώρα που παρακολουθούμε όλα αυτά online, στο σπίτι μας, το ένα θολώνει και μπλέκει με το άλλο, και παύεις πια να θυμάσαι πράγματα. Η ίδια εμπειρία ισχύει και με τα βιβλία, όταν έχεις κάτι σαν το Kindle και δεν θυμάσαι το εξώφυλλο ή και το κάθε βιβλίο, και δεν θυμάσαι να το αφήνεις δίπλα από το κρεβάτι σου, με τσακισμένες σελίδες, αυτή την απτή, σωματική εμπειρία, δηλαδή, που είναι πολύ σημαντική για μένα. Για να πω την αλήθεια, ο τρόπος που πηγαίναμε ως τώρα σινεμά δεν υπάρχει πια, το ίδιο και η συχνότητα με την οποία αλλάζουν οι προβολές τους – αν και θυμάμαι πως όταν πήγαινα σε μικρότερα σινεμά παλιότερα, οι ταινίες άλλαζαν κάθε τρεις μέρες. Οπότε ανέκαθεν υπήρχε αυτή η αίσθηση πως οι «arthouse» ταινίες απευθύνονται σε μικρότερο κοινό. Και παρόλο που εδώ και δεκαετίες λέμε πως «το σινεμά πεθαίνει», είναι ακόμα εδώ και αντεπιτίθεται! (Χειροκροτήματα.) Και παρόλο που έκανα τις τηλεοπτικές μου δουλειές με ακριβώς τον ίδιο τρόπο και εξοπλισμό, και απόλαυσα την άνεση και επέκταση του επεισοδιακού format, μου έλειψε η αυστηρότητα και η δυναμική του δίωρου μιας ταινίας, έστω και στο Netflix (ή οποιαδήποτε άλλη πλατφόρμα). Τώρα, λοιπόν, αναζητώ τα δίωρα projects, γιατί έχω κουραστεί με τα επεισόδια των σειρών, που ξεκινάς κάτι και μετά ίσως βαριέσαι να δεις το υπόλοιπο. Αγαπάω οτιδήποτε είναι καλοφτιαγμένο, όπως το Succession, οπότε εξαρτάται και με το πόσο καλά παράγεται, λειτουργεί και πόσο καλό είναι γενικότερα.»

Άλλη μία θριαμβευτική υποδοχή έλαβε χώρα την επόμενη μέρα, καθώς ο Κένεθ Μπράνα έφερε στο Φεστιβάλ την πιο προσωπική και πιο ανθρώπινη ταινία της μέχρι τώρα καριέρας του. Μακριά από τις πρόσφατες μπλοκμπαστερικές φανφάρες που σκηνοθέτησε, το «Belfast» είναι μία ημι-αυτοβιογραφική, ασπρόμαυρη εξιστόρηση / νοσταλγικό ταξίδι / φόρος τιμής στην πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στην δεκαετία του ‘60, την εποχή που (ξανα)ξεκίνησαν οι βίαιες συγκρούσεις στην πρωτεύουσα της Βόρειας Ιρλανδίας μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών, με μεγαλύτερο θέμα την ανεξαρτησία και τον διχασμό του νησιού. Ο Μπράνα ξεκάθαρα ταυτίζεται με τον Μπάντι, τον ανήλικο ήρωά του (ο πιτσιρικάς πρωταγωνιστής του φιλμ είναι ο εξαιρετικά ταλαντούχος και άκρως χαριτωμένος Τζουντ Χιλ), ο οποίος βλέπει την ήρεμη, χαρούμενη ζωή στην εργατικής τάξης γειτονιά του να καταρρέει από τον θρησκευτικό «εμφύλιο» και τις ταραχές που προκαλεί, με κίνδυνο να σπείρει μια μη αναστρέψιμη διχόνοια ανάμεσα στους πλειοψηφικά ειρηνικούς γείτονες, την ώρα που παρακολουθεί τους γονείς του (υπέροχοι και συγκρατημένα «cool» οι Κατρίνα Μπαλφ και Τζέιμι Ντόρναν) να παλεύουν να διατηρήσουν τον ταραγμένο τους γάμο αλλά και τον άσβεστο έρωτά τους, κάνοντας παρέα με τους αγαπημένους του παππούδες (η Τζούντι Ντεντς και ο Κίαραν Χάιντς θα σας κλέψουν την καρδιά). Η σχεδόν αποκλειστικά ασπρόμαυρη φωτογραφία του Χάρη Ζαμπαλούκου (μακροχρόνιου συνεργάτη του Μπράνα) και το soundtrack του Βαν Μόρισον προσθέτουν έξοχα στην νοσταλγική ιστορία του δημιουργού, που εδώ γράφει και σκηνοθετεί μια αβάσταχτα συγκινητική, μα και γεμάτη χιούμορ, ένταση και ανθρωπιά ταινία για την παιδική του ηλικία και την πόλη που άφησε πίσω του (και ξεκάθαρα αγαπά ακόμη). Το μεγαλύτερο ίσως κατόρθωμά του, τουλάχιστον από τεχνικής άποψης; Το φιλμ γυρίστηκε εν μέσω της περσινής πανδημίας!

Η Κλίο Μπάρναρντ παραμένει πιστή στην πλούσια κληρονομιά των κοινωνικών δραμάτων για τα οποία φημίζεται το βρετανικό σινεμά. Φέτος επιστρέφει με το τρυφερά ανθρώπινο «Ali & Ava», με επίκεντρο δυο ανθρώπους με διαφορετικό, αλλά συνάμα τραυματικό παρελθόν, που έρχονται κοντά στο εργατικό Μπράντφορντ του αγγλικού βορρά. Από την άλλη, ο αγαπημένος Αμερικανός indie δημιουργός των «Tangerine» και «The Florida Project», Σον Μπέικερ, κάπως μας απογοήτευσε με την πιο πρόσφατη δουλειά του, το «Red Rocket» (φωτό), στο οποίο ένας πάλαι ποτέ διάσημος πορνοστάρ (ο αληθινός πρώην πορνοστάρ και νυν ηθοποιός Σάιμον Ρεξ εμφανίζεται στον… ταιριαστό πρώτο ρόλο) επιστρέφει αδέκαρος στην παλιά του γειτονιά και επιχειρεί να βγάλει εύκολο και γρήγορο χρήμα με κάθε τρόπο, ώστε να επανακάμψει και να ξαναφύγει, αυτή τη φορά με μια 17χρονη που φαντάζεται ως την επόμενη star της βιομηχανίας του πορνό. Οι περιθωριακοί χαρακτήρες βρίσκονταν πάντα στο επίκεντρο των κινηματογραφικών ιστοριών του Μπέικερ, όμως από εδώ λείπει η βαθύτερη συμπάθεια για και προς τους κεντρικούς του χαρακτήρες, οι οποίοι, σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες του, αποτυγχάνουν να γίνουν συμπαθείς σε ανθρώπινο επίπεδο, όσο κι αν το χιούμορ με το δράμα εναλλάσσονται διαρκώς και επιτυχημένα, τουλάχιστον σε αφηγηματική βάση. Διακρίναμε έναν κυνισμό και μια αυστηρή (έως και έντονα επικριτική) ματιά από τον Μπέικερ, κάτι που δεν υπήρχε στις δύο πρότερες και δημοφιλείς δουλειές του, και απλά ελπίζουμε να μη συνεχίσει έτσι και στο επόμενο φιλμ του.

Κατά τα άλλα, το «King Richard» (φωτό), η ταινία που εξιστορεί τον ανορθόδοξο τρόπο του Ρίτσαρντ Γουίλιαμς να βγάλει τις δυο μικρές του κόρες, την Βίνους και την Σερένα, από την φτωχική και γκετοποιημένη γειτονιά τους και να τις προμοτάρει ως τις καλύτερες τενίστριες στην ιστορία, αποτέλεσε δημοφιλέστατη προβολή και επιβεβαίωσε ακόμα περισσότερο τις προβλέψεις για υποψηφιότητες (και πιθανώς και νίκες) του Γουίλ Σμιθ στα επερχόμενα βραβεία. Ψυχαγωγική μεν, από καλλιτεχνικής άποψης, δε, προβλέψιμα… «ελαφρών βαρών». Το «The Tender Bar» σε σκηνοθεσία του Τζορτζ Κλούνεϊ (προσθήκη τελευταίας στιγμής στο Φεστιβάλ), αποδείχθηκε επίσης δημοφιλές και η παρουσία του σκηνοθέτη στην πρεμιέρα ήταν ένα από τα «γκλαμουράτα» highlights, ενώ τέσσερις πρεμιέρες έργων σκηνοθετημένων από γυναίκες, χωρίς να εντυπωσιάζουν, τουλάχιστον άφησαν θετικότατες εντυπώσεις. Το «The Lost Daughter», η κινηματογραφική μεταφορά του δημοφιλούς βιβλίου της Έλενα Φεράντε, σκηνοθετήθηκε από την Μάγκι Τζίλενχολ εξολοκλήρου στην Ελλάδα, με πρωταγωνιστές την Ολίβια Κόλμαν, την Τζέσι Μπάκλεϊ, την Ντακότα Τζόνσον και τον Εντ Χάρις. Το ερωτικό δράμα εποχής «Mothering Sunday» βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Σουίφτ, σκηνοθετήθηκε από την Έβα Χούσον και πρωταγωνιστούν οι Τζος Ο’Κόνορ, Οντέσα Γιανγκ, Κόλιν Φερθ και (πάλι) Ολίβια Κόλμαν. Το «Petite Maman» της Σελίν Σιαμά («Το Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται») επισφραγίζει την φήμη της δημιουργού του ως μιας από τις πλέον ταλαντούχες της γενιάς της, ενώ το sequel του προπέρσινου «The Souvenir», «The Souvenir: Part II», σε σκηνοθεσία και πάλι της Τζοάνα Χογκ, άφησε τόσο καλές εντυπώσεις που αρκετοί το προτίμησαν από την πρώτη ταινία!

Το είδος του ντοκιμαντέρ έχει τα θεμέλιά του στο βρετανικό σινεμά και ίσως αυτό εξηγεί γιατί τούτο το τμήμα του λονδρέζικου Φεστιβάλ είναι σχεδόν πάντοτε το πιο ενδιαφέρον. Το προσωπικό αγαπημένο μου ήταν (εκτός συναγωνισμού για το βραβείο Grierson του καλύτερου ντοκιμαντέρ) το αναπάντεχα τρυφερό «Ride the Wave» του Μάρτιν Ρόμπερτσον, η ιστορία ενός έφηβου Σκωτσέζου, του Μπεν Λαργκ, του οποίου το μοναδικό πάθος είναι το surfing μεγάλων κυμάτων. Παράλληλα, το φιλμ εστιάζει στις στενές του σχέσεις με την οικογένειά του, που βρίσκεται στο δίλημμα του να τον προφυλάξει από τον κίνδυνο (αλλά και το ανελέητο bullying που τρώει στο σχολείο για την «διαφορετικότητά» του) ή να τον αφήσει να κυνηγήσει το τολμηρό του όνειρο. Κατά τα λοιπά, τα περισσότερα ντοκιμαντέρ που είδαμε και ξεχωρίσαμε ήταν για διάσημα πρόσωπα, όπως το καλοφτιαγμένο «Quant» της ηθοποιού Σέιντι Φροστ για την Μέρι Κουάντ, τη σχεδιάστρια μόδας που καθόρισε τα Swingin’ Sixties και ουσιαστικά εφηύρε την mini φούστα, το «The Real Charlie Chaplin» των Πίτερ Μίντλετον και Τζέιμς Σπίνεϊ (δημιουργών του πολυβραβευμένου και εξαιρετικού «Notes on Blindness»), με μια ιδιαίτερη ματιά στην ιστορία του δημιουργού και κωμικού, αλλά και στο φαινόμενο του θρυλικού κινηματογραφικού χαρακτήρα του Σαρλό, και τέλος το άκρως ενδιαφέρον «Becoming Cousteau» της καταξιωμένης Λιζ Γκάρμπους, για τη ζωή και το αναπάντεχα αμφιλεγόμενο έργο του παγκοσμίως λατρεμένου Ζακ-Ιβ Κουστώ, με πλούσιο αρχειακό υλικό από τις ταινίες, τα ντοκιμαντέρ και τις συνεντεύξεις του, και με εμφανή τη στροφή που πήρε η καριέρα (και ο σκοπός του), από τυχοδιωκτικός εξερευνητής των θαλασσών, σε «εργαλείο» των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών και σε μπροστάρη ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Το τελευταίο απέσπασε (μάλλον κάπως απρόβλεπτα) το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ του Φεστιβάλ (στα δημοσιογραφικά «πηγαδάκια», φαβορί – και «δαγκωτό» από εμένα – ήταν το «Cow» της Άντρεα Άρνολντ).

Κι αν το βραβείο ντοκιμαντέρ πήγε σ’ ένα σχετικό outsider, εκείνο της καλύτερης ταινίας δόθηκε στο φαβορί – και ένα από τα πιο αγαπητά και δημοφιλή έργα της διοργάνωσης. Το ιρανικό «Jaddeh Khaki» γράφτηκε και σκηνοθετήθηκε από έναν «πρωτάρη», με βαριά κληρονομιά, όμως. Ο Πανάχ Παναχί είναι γιος του φημισμένου κινηματογραφικού ουμανιστή Τζαφάρ, ο οποίος βρίσκεται φυλακισμένος εδώ και χρόνια στην ίδια του τη χώρα, καταδικασμένος από το καθεστώς να μην κάνει αυτό που ξέρει τόσο καλά: σινεμά. Και μάλιστα σινεμά για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, με υπέροχα, βαθιά συναισθηματικά αποτελέσματα. Και να που ο γιος του μοιάζει ν’ ακολουθεί (αλλά και να κουβαλά) εκείνη την βαριά κληρονομιά του πατέρα του, με επίσης σπουδαία αποτελέσματα. Τούτο το αλλόκοτο road trip μιας οικογένειας που εναλλάσσει στιγμές χαράς, απολαυστικού σαματά και χιούμορ, με μια αινιγματική, υποβόσκουσα θλίψη και στιγμές μελαγχολικής σιωπής, είναι γεμάτο με τον ουμανισμό του πατέρα Παναχί, μέσα από μια πιο μοντέρνα αφηγηματική προσέγγιση, όμως, χάρη στην φρεσκάδα του… «Τζούνιορ». Η ταινία, ο (διάβολος της Τασμανίας προσωποποιημένος!) πιτσιρικάς πρωταγωνιστής της, η θλιμμένα αξιοπρεπής φιγούρα της μητέρας και οι δύο μεγαλύτεροι άνδρες της οικογένειας, μας έκαναν να γελάσουμε, να συγκινηθούμε και να ονειρευτούμε, σ’ ένα αφοπλιστικό κινηματογραφικό ταξίδι που άξιζε της διάκρισής του.

Το 65ο Φεστιβάλ Λονδίνου έριξε αυλαία με εντυπωσιακό στυλ, με την ευρωπαϊκή πρεμιέρα του «The Tragedy of Macbeth», πρώτης solo ταινίας του Τζόελ Κοέν (δίχως τον αδελφό του, Ίθαν), αλλά με πρωταγωνίστρια και συμπαραγωγό τη σύζυγό του, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ. Με τον Ντενζέλ Γουόσινγκτον στον ομώνυμο ρόλο και την ΜακΝτόρμαντ ως Λαίδη Μακμπέθ, τούτη η μαυρόασπρη καινούργια εκδοχή της sαιξπηρικής τραγωδίας εντυπωσιάζει με τα μινιμαλιστικά σκηνικά που φέρνουν στο νου γερμανικό εξπρεσιονισμό και το σινεμά του Καρλ Ντράγερ ή του πρώιμου Άλφρεντ Χίτσκοκ, δίνοντας βάση στο κείμενο, τον διάλογο και τις ερμηνείες, σ’ ένα σχεδόν θεατρικό, αφαιρετικό σύμπαν εικόνων. Το… δολοφονικό κινηματογραφικό ζεύγος προσδίδει μια διαφορετική οπτική στους διαβόητους ρόλους (καθώς και στοιχήματα για ακόμη περισσότερες υποψηφιότητες και βραβεύσεις του χρόνου), ενώ ο κάθε ηθοποιός από το φυλετικά και εθνικά ποικίλο καστ μιλά με την προσωπική του προφορά, τονίζοντας την παγκόσμια και αέναη δυναμική και γοητεία του συγκεκριμένου έργου. Και του χρόνου. Και πάλι στα σινεμά!