TOY STORY 4 (2019)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζος Κούλεϊ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ο Γούντι αισθάνεται ελαφρώς παραμελημένος στο παιδικό δωμάτιο της Μπόνι, η οποία πρέπει να πάει και στο νηπιαγωγείο, με τεράστιες ανασφάλειες για το πώς θα γίνει αποδεκτή από τα άλλα παιδάκια. Σύμμαχός της εκεί θα γίνει ο Φόρκι, ένα δικό της κατασκεύασμα «παιχνιδιού» που θα αγαπήσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Για τα υπόλοιπα παιχνίδια του σπιτιού αυτό δεν θα είναι πρόβλημα… ώσπου θα «ξυπνήσει» ο Φόρκι!
Το 1995 υπήρξα μέγας πολέμιος του ερχομού τού εξολοκλήρου computer-animated έργου στον κινηματογράφο. Το «Toy Story» ήταν η πρώτη τέτοια ταινία, μαζί και η πρώτη μεγάλου μήκους παραγωγή της Pixar. Για μένα, το ψηφιακό σχέδιο ήταν κάτι το παράξενα και ψυχρά ακαλαίσθητο για φιλμ κινουμένων σχεδίων, ενώ ούτε και το περιεχόμενο μου είπε κάτι το ιδιαίτερο σεναριακά. Φυσικά, δεν ήμουν εγώ το target group της ταινίας. Πολλά άλλαξαν μέχρι το 2010 και το «Toy Story 3». Οι θεματικές ήταν και πιο τολμηρές και πιο έξυπνες, η τεχνολογία είχε απογειώσει το ψηφιακό σχέδιο και η οσκαρική υποψηφιότητα του σεναρίου ήταν ουσιαστικά δίκαιη, μαζί με τη νίκη του βραβείου καλύτερης ταινίας στην κατηγορία του. Προσωπικά, θα ήθελα να κλείσει εκεί το franchise, αφήνοντας την τέλεια ανάμνηση μιας τριλογίας που πήγε από το «καλό» στο καλύτερο με αλματώδη βελτίωση. Επειδή μιλάμε για Χόλιγουντ και Disney, όμως, το «Toy Story 4» ήταν αναπόφευκτο. Το ίδιο και οι συγκρίσεις του με το παρελθόν τούτης της κινηματογραφικής σειράς…
Το μέγα πρόβλημα που μπορεί να εντοπίσει κανείς από νωρίς στο φιλμ είναι η απώλεια του focus στον πρωταγωνιστικό ρόλο που συνήθιζαν να έχουν τα παιχνίδια. Μέχρι πρότινος, οι leading χαρακτήρες / ήρωες ήταν όλα αυτά τα toys που μάθαμε να αγαπάμε, μας έκαναν να συγκινούμαστε ενίοτε, μέχρι και να δώσουμε άλλη ματιά προσέγγισης στη σχέση που είχαμε με τα ολόδικά μας παιχνίδια της πραγματικής ζωής στην παιδική ηλικία. Αυτή η συναισθηματική αίσθηση του δεσίματος «σπάει» στο «Toy Story 4», καθώς ο ρόλος των ανθρώπων στην πλοκή γίνεται σχεδόν ισάξιος, αποσπώντας την προσοχή από τα παιχνίδια, τα οποία (παραδόξως) αρχίζουν να μοιάζουν όλο και περισσότερο ανθρώπινα μέσα στο γήινο, ρεαλιστικό σύμπαν. Ο χαρακτήρας της ανήλικης Μπόνι αποκτά σημαντική οντότητα στο φιλμ (ειδικά στο κομμάτι της πρώτης μέρας στο νηπιαγωγείο), σε βαθμό να θυμίζει τον ψυχολογικό σχεδιασμό της 11χρονης Ράιλι από «Τα Μυαλά που Κουβαλάς» (2015). Η Μπόνι του τέταρτου «Toy Story» δεν είναι πια ένα παιδάκι που σπάνια χωράει στα κάδρα της ταινίας, δεν έχει πρόσωπο ή κεφάλι και φευγαλέα περνά από μπροστά μας. Είναι ρόλος που επιδρά στην πλοκή, είναι ένα εκφραστικό κοριτσάκι με χρόνο παρουσίας μπροστά από την «κάμερα», το οποίο έχει δικά του συναισθήματα και δρα σαν να παίζει κανονικά σε τούτο το sequel. Δεν πιάνω το πραγματικό νόημα αυτής της μετατόπισης του κέντρου βάρους προσοχής εδώ, όμως τολμώ να ομολογήσω ότι δεν το δέχτηκα με ικανοποίηση. Στα «Toy Story», το ζωντάνεμα του «μυστικού» κόσμου των παιχνιδιών έκρυβε όλη τη μαγεία και μας επέτρεπε να παρασυρθούμε στη φαντασία του franchise. Σήμερα, ο άνθρωπος δείχνει να εισβάλλει στο πρώην φαντασιακό σύμπαν του Γούντι και του Μπαζ, λες και οι παραγωγοί του sequel επιθυμούν να φέρουν την ιστορία της ταινίας πιο κοντά στην… πραγματικότητα! Μία πραγματικότητα που δεν έχει και πολλά να διδάξει, τελικά…
Ο βασικός σεναριακός σκελετός ανακυκλώνει και πάλι την ιδέα του παιχνιδιού που έχει χαθεί και την αποστολή του γυρισμού του στον ασφαλή κόσμο τού ανήλικου ιδιοκτήτη του, με ένα μοναδικό twist. Ο χαρακτήρας του Φόρκι, που πλάθει με τα χεράκια της η Μπόνι σαν σχολική εργασία, αποτελείται κυρίως από ένα πλαστικό κουταλοπίρουνο της μιας χρήσης, το οποίο άπαξ και «ζωντανεύει» γύρω από τα κανονικά παιχνίδια, συνειδητοποιεί (υπαρξιακά!) την καταληκτική του θέση στον κόσμο και αποζητά διαρκώς και μανιωδώς έναν… κάδο σκουπιδιών για να μπει μέσα και να βρει τη δική του θαλπωρή! «Trash», φωνασκεί ο Φόρκι και βουτά με ευχαρίστηση μέσα στα σκουπίδια, έχοντας τον Γούντι πάντα ξοπίσω του, να τον αρπάζει και να τον γυρνά στο κοντινό περιβάλλον της Μπόνι, ώστε να μην τρομοκρατηθεί για την απώλεια του νέου και καλύτερού της φίλου. Ένα road trip της οικογένειας του ανήλικου κοριτσιού, φυσικά, επιφυλάσσει περιπέτειες και πολλαπλούς κινδύνους για τον Γούντι, που πρέπει να παραφυλά τον Φόρκι δίχως να κλείνει μάτι. Μοιραία, η «στραβή» θα συμβεί κάποια στιγμή.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα του «Toy Story 4» είναι η εκτύλιξη της αφήγησής του, η οποία «αγκυλώνεται» σε έναν προσωρινό τόπο στάθμευσης του RV της οικογένειας της Μπόνι, με τα παιχνίδια να περιμένουν πότε θα γυρίσει κοντά τους ο Γούντι και ο χαμένος Φόρκι, με δύο μόλις «υποπλοκές» να λαμβάνουν δράση στο κοντινό luna-park («άλλοθι» για να γνωρίσουμε δύο νέους λούτρινους χαρακτήρες παιχνιδιών που θυμίζουν σκανδαλωδώς ξεδιάντροπα – έως και στη φωνή – το psycho και τσαμπουκαλεμένο λαγουδάκι του «Μπάτε Σκύλοι Αλέστε»!) και ένα κατάστημα με αντίκες (εδώ διακρίνονται δόσεις κιουμπρικών αναφορών στη «Λάμψη»!). Έτσι, το τελευταίο μέρος του φιλμ αναλώνεται σε καταστασιακά κάπως… στάσιμα και καταδιώξεις που χάνουν το χιούμορ τους, μέχρι να οδηγηθούμε σε ένα φινάλε το οποίο εκβιάζει τη συγκίνηση, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα σε κάνει να αισθανθείς κανέναν… αποχαιρετισμό. Διότι βαθιά μέσα σου γνωρίζεις πως κάπου θα τους ξαναδείς όλους τους ήρωες του «Toy Story» και στο μέλλον. Next?