THOR: RAGNAROK (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τάικα Γουαϊτίτι
- ΚΑΣΤ: Κρις Χέμσγουορθ, Τομ Χίντλστον, Κέιτ Μπλάνσετ, Καρλ Έρμπαν, Τζεφ Γκόλντμπλαμ, Τέσα Τόμσον, Μάρκ Ράφαλο, Άντονι Χόπκινς, Ίντρις Έλμπα, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Με την προαιώνια κατάρα ονόματι Ragnarok να απειλεί με αφανισμό το βασίλειο του Asgard, ο Thor θα πρέπει να ενώσει δυνάμεις με τον αδελφό του Loki, καθώς και με κάποιους από την παρέα των Εκδικητών, προκειμένου να σώσει τον τόπο του από τα νύχια της μεγαλύτερης αδελφής του Hela, που έχει εμφανιστεί από το πουθενά γυρεύοντας εκδίκηση. Οι οικογενειακοί μπελάδες, ως γνωστόν, είναι πάντα οι πιο δύσκολοι.
Δεν παίρνει ποτέ στα σοβαρά τον εαυτό του ο Thor σε τούτο το νέο sequel των περιπετειών του, κάτι που λειτουργεί εκ πρώτης όψεως υπέρ του. Ο Νεοζηλανδός σκηνοθέτης Τάικα Γουαϊτίτι (οι προηγούμενες ταινίες τού οποίου είναι μεγάλο κρίμα που δεν έτυχαν διανομής στη χώρα μας) φαίνεται να είχε στο μυαλό του μια… κωμική (όσο δεν πάει) υπερηρωική περιπέτεια, βάζοντας τους πρωταγωνιστές του να επιδίδονται σε ένα ατέλειωτο ping pong από σαρκαστικές ατάκες, οι οποίες φλερτάροντας με την αυτοπαρωδία κινούνται προς την κατεύθυνση της αποδόμησης του κόσμου των superheroes. Μισό λεπτό, όμως. Το ίδιο δεν έκανε πριν από αυτόν ο «Deadpool» και ακόμα πιο πριν από εκείνον οι «Φύλακες του Γαλαξία»; Ή μήπως οι τελευταίες περιπέτειες των Εκδικητών στον «Εμφύλιο Πόλεμο», όπως και αυτές του Spider-Man στην «Επιστροφή στον Τόπο του» (για να περιοριστούμε μόνο στα της Marvel) ήταν τίποτε διαφορετικό από πλευράς ύφους; Αν ρίξουμε, δε, μια ματιά στον ορυμαγδό των κομιξάδικων τίτλων που έρχονται, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε μέχρι πού θα φτάσει αυτό το πράγμα. Πόσες (κωμικές ή λιγότερο κωμικές) σουπερηρωικές ταινίες μπορεί να αντέξει κανείς στην τελική;
Η παραδοχή του Γουαϊτίτι, πως είναι σχεδόν αδύνατον να πάρει στα σοβαρά τους ήρωες των comics (πόσω μάλλον έναν τύπο που αποκαλείται… Θεός των Κεραυνών κι έχει σαν μεγάλο του όπλο ένα τεράστιο σφυρί που υπακούει μόνο στις εντολές του), γίνεται φανερή από την εναρκτήρια κιόλας σεκάνς, όπου ο Thor αλυσοδεμένος από τον πύρινο δαίμονα Surtur βρίσκει το κουράγιο να σπάει πλάκα μαζί του, καθώς φέρνει βόλτες πάνω από μια κόλαση φωτιάς, η οποία απειλεί να γίνει ο τάφος του. Φυσικά, ελευθερώνεται γρήγορα, για να μπλέξει στη συνέχεια σε μια ενδοοικογενειακή περιπέτεια, όταν ο πατέρας του, Odin, του αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας άγνωστης γι’ αυτόν μεγαλύτερης αδελφής, την οποία είχε κάποτε φυλακίσει διαβλέποντας τις υπέρμετρες φιλοδοξίες της. Η κακιασμένη Hela, όμως, έχει επιστρέψει πλέον για τα καλά, οδηγώντας τον Thor σε μια περιπλάνηση στη Γη αλλά και στον μυστήριο πλανήτη Sakaar, όπου παρέα με τον υιοθετημένο αδελφό του, Loki, θα προσπαθήσουν να προλάβουν το κακό, αν και ο τελευταίος δεν αποτελεί και τον πιο έμπιστο φίλο που θα ήθελε να έχει κανείς στο πλευρό του.
Όλα αυτά σε πολύ γενικές γραμμές, μιας και σενάριο (με την πλήρη έννοια του όρου) δεν υφίσταται εδώ. Το φιλμ αποτελεί μια συρραφή από θορυβώδεις μάχες, όπου γίνεται πραγματικά το σώσε, αλλά κυρίως από κωμικά μικροεπεισόδια τα οποία περιστρέφονται είτε γύρω από το σύμπαν των Εκδικητών (με κάποια από τα μέλη της παρέας να βρίσκουν χώρο να κάνουν ένα πέρασμα, όπως συνηθίζεται εσχάτως) είτε γύρω από τον Grandmaster (του απολαυστικού εδώ Τζεφ Γκόλντμπλαμ). Αυτός είναι ο (τουλάχιστον) εκκεντρικός Αυτοκράτορας του αφιλόξενου πλανήτη Sakaar, στα εδάφη του οποίου θα διαδραματιστεί πολύ μεγάλο μέρος της ταινίας, μιας και ο καθοριστικός για την εξέλιξη της (όποιας) πλοκής Hulk, βρίσκεται για κάποιον λόγο φυλακισμένος εκεί.
Η υιοθέτηση μιας άκρως kitsch αισθητικής είναι φανερή σε όλους τους τομείς του φιλμ, από τη φωτισμένη με neon γραμματοσειρά των credits, που φέρνει στο μυαλό την αντίστοιχη του «Flash Gordon» (1980), μέχρι το score του Μαρκ Μάδερσμπαου (ιδρυτή του new wave συγκροτήματος των Devo στη δεκαετία του ’70 – όσοι γνωρίζουν το εν γένει στυλ τού group, καταλαβαίνουν επακριβώς για τι πράγμα μιλάμε), ο οποίος υπογράφει ένα φευγάτο electrosynth soundtrack, που όμοιο του δεν έχουμε ακούσει σε ανάλογη ταινία (οι Daft Punk έκαναν κάτι παρόμοιο στο «Tron: Legacy», εκείνο όμως ουδεμία σχέση είχε με super ήρωες). Από κοντά και η εμφάνιση της Κέιτ Μπλάνσετ σε ρόλο κακιάς (που πάντως δείχνει να το διασκεδάζει λιγότερο από τους υπόλοιπους), με κερασάκι στην τούρτα το μπλουζάκι με το εξώφυλλο του δίσκου «Rio» των Duran Duran (!) που φορά για αρκετή ώρα ο Hulk /Μπρους Μπάνερ, χρεώνοντας την ενδυματολογική του επιλογή στον Τόνι Σταρκ. Ο Γουαϊτίτι έχει δείξει από τις προηγούμενες ταινίες του πως διαθέτει μια απολαυστική αίσθηση του χιούμορ, εδώ όμως κάπου εγκλωβίζεται στα εκ των ων ουκ άνευ των στερεοτυπικών φιλμ τού genre με τις ατελείωτες μάχες, τις οποίες αν ήταν στο χέρι του μπορεί και να αποφεύγαμε εντελώς (με βάση τα όσα αντιλαμβανόμαστε από το υπόλοιπο της προσέγγισής του). Χώρια που το καλοδεχούμενο κατά τα άλλα όραμά του για έναν εντελώς χαβαλεδιάρικο κομιξάδικο κόσμο έχει ήδη εκπληρωθεί στο πρόσφατο παρελθόν…