Ο ΑΣΤΑΚΟΣ (2015)
(THE LOBSTER)
- ΕΙΔΟΣ: Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Λάνθιμος
- ΚΑΣΤ: Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις, Μπεν Γουίσο, Τζον Σι Ράιλι, Λεά Σεντού, Αγγελική Παπούλια, Αριάν Λαμπέντ, Ολίβια Κόλμαν, Μάικλ Σμάιλι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Σε μια Πόλη του κοντινού μέλλοντος, κάθε μοναχικός άνθρωπος συλλαμβάνεται και οδηγείται στο Ξενοδοχείο, με την υποχρέωση να βρει εκεί το ταίρι του, εντός 45 ημερών. Αν αποτύχει, μεταμορφώνεται σε ζώο, την ταυτότητα του οποίου έχει προεπιλέξει, και αφήνεται ελεύθερος στο Δάσος.
Στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, σκεφτόμαστε ή μας ρωτάνε τι θα γίνουμε όταν μεγαλώσουμε. Στα… τελευταία χρόνια της ζωής μας, κανείς δεν θέλει να σκέφτεται ή να ρωτά τι θα απογίνουμε αφού πεθάνουμε. Στον «Αστακό», υπάρχει μια «άλλη» δεύτερη ζωή. Αλλά δεν αποτελεί μια «φυσική» μετενσάρκωση. Είναι μια μεταμόρφωση. Μια μεταλλαγή. Ο θνητός «θάνατος» είναι μια καταδίκη για τους μοναχικούς ανθρώπους που δεν βρίσκουν το ταίρι τους, σε μια κοινωνία φανταστική, πιθανότατα μελλοντική, δίχως όμως κάποια σημασία σε χρονικό πλαίσιο. Το μόνο που έχει σημασία, ως βασικός κανόνας της κοινωνίας αυτής, είναι το ζευγάρωμα. Χωρίς την ικανότητα να «ολοκληρώσεις» αυτόν τον σκοπό της ζωής, μετατρέπεσαι σε ένα κατώτερο από τον άνθρωπο ον (με βάση το γνώριμο σε όλους μας οικοσύστημα). Που πρέπει να εξορίσει η κοινωνία, βάζοντάς το να περπατήσει… στα τέσσερα (συνήθως)!
Πριν «μπεις» στον «Αστακό», ίσως και να συλλάβεις ιδέες που αφορούν μια φανταστική αλληγορία για τη μετά θάνατον ζωή. Όταν «βγεις» από τον «Αστακό» θα διερωτάσαι… «τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη;». Είναι τόσο παράδοξο το άκουσμα της ομώνυμης σύνθεσης του Τάκη Μωράκη στους τίτλους τέλους μιας ταινίας που βλέπει με σχεδόν αδυσώπητη σκληρότητα το ανθρώπινο είδος, τα συναισθήματα, τη συμβίωση. Στο περισσότερο ψυχρό για το είδος μας φιλμ που γύρισε μέχρι σήμερα, ο Γιώργος Λάνθιμος φαντάζεται τι είναι αγάπη – και αυτό είναι ίσως το πιο μακάβριο αστείο στον «Αστακό», πάντοτε με την υποστήριξη του maître ενός ιδιότυπου «τόπου» χιούμορ, του Ευθύμη Φιλίππου.
Η ταινία εξελίσσεται μέσα από τρία «γεωγραφικά» στάδια: το Ξενοδοχείο, το Δάσος και την Πόλη. Τα δύο πρώτα καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ, επιτυγχάνοντας μια ακριβή ισορροπία στο όλο σεναριακό οικοδόμημα. Το Ξενοδοχείο εξωθεί τους μοναχικούς, συλληφθέντες θνητούς στο να βρουν ένα ταίρι για να αγαπηθούν, όμως τα παραδείγματα που μας «αναλύει» από κοντά η ταινία ουδεμία σχέση με το συναίσθημα της αγάπης έχουν. Ο «άνθρωπος που κουτσαίνει» θα ξεγελάσει τη «γυναίκα που ματώνει η μύτη της» για να μείνουν μαζί ως ζευγάρι, όπως και ο ήρωάς μας, ο Ντέιβιντ, που θα παραστήσει τον ψυχρό εραστή για να παρασύρει σε ένα διπλό κρεβάτι την «άκαρδη γυναίκα». Αλλά ακόμη και οι επιδείξεις του προσωπικού του Ξενοδοχείου, που διδάσκουν στους ενοίκους του γιατί δεν πρέπει να μένουν μόνοι στη ζωή (πνίξιμο από τροφή που «κάθισε» στο λαιμό ή βιασμός σε δημόσιο χώρο), επίσης απέχουν του αγνού συναισθήματος. Σίγουρα δεν μιλάμε για αγάπη εδώ, λοιπόν.
Περνώντας στο Δάσος, ο Ντέιβιντ κάνει την πρώτη του «αντικαθεστωτική» πράξη, για να βρεθεί όμως στον αντίποδα ενός συστήματος ελέγχου με στόχο την… ερωτική «αποτοξίνωση» και τη συνέχιση του θνητού βίου με εμμονή στη μοναχικότητα. Εδώ, η «τιμωρία» δεν είναι η απαλλαγή του ανθρώπινου σώματος και της υπόστασής σου, αλλά «ευνουχιστικές» βαναυσότητες οι οποίες βρίσκουν το αποκορύφωμά τους σε έναν… ανοιχτό λάκκο, εκεί όπου οι μεγάλοι παραβάτες της καρδιάς ταπεινώνονται οριστικά, θάβοντας εαυτόν δίχως δεύτερη ευκαιρία ζωικού χαρακτήρα!
Εάν το κομμάτι του Ξενοδοχείου αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα πράγματα που έχουμε δει στο σινεμά, «δοκιμασία» την οποία σχεδόν επιβάλλουν στους εαυτούς τους ο Λάνθιμος και ο Φιλίππου (λες και επρόκειτο για ένα μεταξύ τους στοίχημα) συνήθως, το κομμάτι του Δάσους αποκλείεται να μην σου φέρει στον νου ιδέες ή τον τόπο στον οποίο φυγαδεύονται οι επαναστάτες από το «Fahrenheit 451» του Ρέι Μπράντμπερι. Χωρίς αυτό να είναι κάτι κακό, μαρτυρά μια διάθεση για homage (ο ίδιος ο σκηνοθέτης το αρνείται) και μας φέρνει αντιμέτωπους με μια… πραγματική ιστορία αγάπης, ανάμεσα στον Ντέιβιντ και τη «γυναίκα που έχει μυωπία». Οι δυο τους θα ερωτευτούν, θα βρουν δικούς τους κώδικες για να επικοινωνούν και να μοιράζονται αυτά που νιώθουν, και θα αναζητήσουν τη διέξοδο προς τη… νόμιμη έκφραση του έρωτά τους! Αν επιζήσουν, μείνουν αρτιμελείς ή δεν θαφτούν στο Δάσος…
Η εξέλιξη της ιστορίας δεν μπορεί να κρύψει μια δημιουργική αβεβαιότητα που στερεί από τον «Αστακό» την επίτευξη ενός ολοκληρωμένου και συνεπούς στις ιδέες του έργου, όπως συνέβαινε με τον «Κυνόδοντα» για παράδειγμα. Αυτό μαρτυρά και το ανοιχτό φινάλε της ταινίας, άλλωστε. Όσο το πλαίσιο του – κοινωνικού – προβληματισμού τού φιλμ αναπτύσσεται σε κάτι πιο γενικευμένο και σύνθετο (ναι, ακόμη και από την αγάπη), τόσο φανερώνονται κάποιες αδυναμίες στη δομή του όλου σεναριακού concept, που βρίσκει μεθόδους απεγκλωβισμού σχεδόν αντικρουόμενες. Ποιος αλλάζει ποιον στο φιλμικό σύμπαν του «Αστακού»; Το σύστημα, η αληθινή αγάπη, οι ψευδείς δικαιολογίες ή οι μεγάλες, τίμιες θυσίες που κάνει κανείς για να κερδίσει και να παραμείνει με το ταίρι του; Κι αν πρέπει να μην είσαι ο εαυτός σου για να επιτύχεις την ερωτική συνεύρεση, τι νόημα έχει το να παραμείνεις… άνθρωπος;
Απαντήσεις δεν υπάρχουν στο φιλμ, φυσικά. Η «σπαζοκεφαλιά» του κάνει πάσα στο μυαλό και τον ψυχισμό σου, για να συνεχίσεις να βασανίζεις την ύπαρξή σου εκεί έξω. Με αγάπη ή χωρίς αγάπη, άλλωστε, σε αυτόν τον κόσμο (πόσω μάλλον και σε τούτη την εποχή) «Από Μέσα Πεθαμένος» είσαι. Το λέει και το τραγούδι (που ίσως θα έπρεπε να κλείνει την ταινία κανονικά…).