FreeCinema

Follow us

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΑΡΤΙΖΑΝΟΣ (2018)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ανδρέας Χατζηπατέρας
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 74'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE

Ήρωας. Πολιτικός. Άνθρωπος. Πνεύμα αντιλογίας. Ποιος στα κομμάτια είναι ο Μανώλης Γλέζος;

Ο τελευταίος εν ζωή θρύλος της ελληνικής Κατοχής; Ο γηραιότερος διατελέσας ευρωβουλευτής; Γέννημα θρέμμα σμυριγδοκέφαλος και για λίγο πρώτος πολίτης της Απειράνθου της Νάξου; Ένα ζωντανό και πάντα πρόθυμο μάθημα έμπρακτης ιστορίας για τη νέα γενιά; Ένας σχεδόν αυτάρεσκος στην ελευθερόστομη πάλη για τις ιδέες του και τα μεγάλα δίκια μάστορας του ακτιβισμού της δημοσιότητας; Πατερναλιστής (με τη μεταφορική έννοια) και σωβινιστής with a cause; Ένας εμμονικά, φασαριόζικα ανυποχώρητος αντιρρησίας; «Ο Μανώλης της καρδιάς μας», όπως ο ίδιος θα ήθελε να τον θυμούνται; Ψάχνοντας και συλλαμβάνοντας ή αφήνοντας κάποιες από τις πλευρές του περισσότερο και κάποιες λιγότερο πετυχημένα, ο Ελληνοβρετανός Ανδρέας Χατζηπατέρας, που – κι αυτό είναι το εξίσου ενδιαφέρον – επίσης συλλαμβάνεται κατά τη διαδικασία του γυρίσματος παρά του μυαλωμένου post να ψάχνεται για το από πού και πώς θα πιάσει το υποκείμενο και πώς θα πιαστεί απ’ αυτό, εγγράφει μια άξια ενθάρρυνσης παρθενική δοκιμή στην τεκμηρίωση μεγάλου μήκους που, αποφεύγοντας κακοτοπιές του τύπου «Στο Νήμα», προκύπτει μικρότερων αξιώσεων και πιο άγουρη απ’ ό,τι το καλύτερο εντόπιο δείγμα της κατηγορίας, το «Ένα Βήμα Μπροστά». Εντάξει, του έκανε γυμνάσια και ο τιμημένος, αλλά κι ο ευλογημένος ο νεανίας μεγάλες δουλειές άνοιξε.

Την πηγαία, παιδιόθεν σφυρηλατημένη στο χωριό του συνήθεια ν’ αντιγυρίζει ένα όχι σ’ ό,τι κι αν του λένε προτάσσει σωστά, και δομικά, ως στοιχείο… χαρακτήρα του Μανώλη Γλέζου ο Χατζηπατέρας, που λίγο πριν έχει καθοδηγηθεί από τον συνηθισμένο στην κινηματογράφηση παλαιό των ημερών στο στήσιμο του πλάνου (!) ανεβαίνοντας τη σκάλα του σπιτιού του. Είναι με το καλημέρα κάτι σαν leitmotiv αυτή η στεντόρεια διδακτική, ακόμη και στα αστεία του, ροπή του ενενηκοντούτη +, που στη συνέχεια θα εκδηλωθεί σε μια σχολική γιορτή για την 28η Οκτωβρίου (όπου απεστιάζει από την περιέργεια του κοινού για το συμβάν της σημαίας και ζητάει την προσοχή για το σύνολο της πορείας του), και στο Στρασβούργο (όπου προσέρχεται λέγοντας «Θα μάθετε όλοι ελληνικά», ανατρέχει στους χαμένους αγωνιστικούς συντρόφους του από το βήμα, θέτει ζήτημα γερμανικών αποζημιώσεων προς τη θεμελιακή για τη Γηραιά Ήπειρο Ελλάδα και χειροκροτείται). Σ’ αυτές τις δημόσιες εμφανίσεις του Γλέζου υπάρχει η αίσθηση ότι ο Χατζηπατέρας (παρατηρητής και καταγραφέας) ανακαλύπτει μαζί μας το θέμα και το ομιλούν επίκεντρό του, αλλά υποχωρώντας ενώπιον του image που αυτό προβάλλει, όσο αληθινό κι αν είναι.

Η περισσότερο επί προσωπικού συνέχεια, το καλύτερο απόσπασμα, περνάει από έναν αστεϊσμό με αφορμή τον θάνατο του Κάστρο στην οικογένεια του Γλέζου, μέσω μιας τιμητικής εκδήλωσης στην Πάρο και μιας επίσκεψης στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τα της εκτέλεσης απ’ τους Ναζί του αδελφού του, Νίκου (που ονομάτισε και τον γιο τού ασπρομάλλη, επίσης πρόωρα κι άδικα χαμένο, όπως κι η πρώτη σύζυγός του), και η τραγική ετεροχρονισμένη παραδοχή τού τετελεσμένου από τη μητέρα τους συνιστούν την πιο συναισθηματική, για πρωταγωνιστή και θεατές, αναδρομή, εκεί όπου ο πρώτος ρίχνει τις επιθετικές άμυνές του και οι δεύτεροι αγκαλιάζουν το ιστορούμενο δράμα, που αναδεικνύει έναν έτερο γενναίο – και τη σχεδόν αντιφατική ικανότητα τού Γλέζου να δέχεται αξιώματα γεμίζοντας τη σκηνή αλλά κι υπενθυμίζοντας ως μη όφειλε τα κλέη των συνοδοιπόρων (που, φευ, ουδέποτε μας γίνονται απτοί). Ο Χατζηπατέρας τραβάει ένα ακόμα δυνατό χαρτί, στιλιστικό περισσότερο, δίνοντας εικόνα και λόγο σε Α/Μ σοβιετικά επίκαιρα για το Βραβείο Ειρήνης Λένιν που το ’62 απονεμήθηκε στον ισχυρογνώμονα σεβάσμιο, ο οποίος στη συνέχεια ανακαλεί, πάντα γλαφυρά, στα πλαίσια των συμβάντων γύρω απ’ την απεργία πείνας του που εξέθεσε διεθνώς τη Χούντα, μια απόπειρα αντιπραξικοπήματος την οποία πρόλαβε την ίδια μέρα το ορόσημο του… Πολυτεχνείου.

(Σου) έχει ήδη γίνει κατανοητό ότι αυτός που ο ντε Γκωλ αποκάλεσε «πρώτο παρτιζάνο», ο δεκατρείς φορές θανατοποινίτης που δεν υπέγραφε, ο βιοποριζόμενος χρόνια ως δημοσιογράφος έχει πάρει φαλάγγι την αφήγηση με την αμεσότητα και τις εμπειρίες του και ο Χατζηπατέρας, που δεν κάνει ένα ρεπορταζιακό ή εγκυκλοπαιδικό βιογραφικό doc, ορθά για την εμπλοκή μας του επιτρέπει να το πράξει. Δυστυχώς, ακόμη κι όταν του δίνονται καίριες ευκαιρίες, σχεδόν πάσες για να θέσει καίρια ερωτήματα, δεν το παίρνει (από απειρία ή μη σφαιρική κατάρτιση) ή κάνει (για να μη χάσει την οικειότητα που έχει χτίσει με τον Γλέζο) ότι δεν το παίρνει χαμπάρι: όταν π.χ. κάποιος σου λέει ότι παραιτήθηκε από ευρωβουλευτής (του ΣΥΡΙΖΑ, προσέξτε Τσίπρα και Δούρου στην αρχή, ο νοών νοείτω…) για να γίνει κοινοτάρχης στο νησί του κι έπειτα από δυόμιση χρόνια παραιτείται κι από εκεί, πρέπει να συναγάγουμε, για μια ακόμη φορά κολακευτικά γι’ αυτόν, ότι η μοναδική εξήγηση είναι πως είναι μη προσκυνημένος; Ο Χατζηπατέρας πιθανότατα συνειδητοποιεί το συγκεκριμένο τρωτό και παρασπονδεί απρόσφορα με τη μοναδική «αντικειμενική» κατάθεση τρίτων, μια αντιπαράθεση… καφενείου στ’ Απεράθου για τα εκεί πεπραγμένα του.

Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, σχεδόν αμέσως μετά είναι που θίγεται τεχνηέντως η αποκοτιά της υποστολής κι υποκλοπής του ναζιστικού λαβάρου απ’ την Ακρόπολη, που κλωθογυρίζει ως «θέμα» το σενάριο και ισοβίως, αμφιλεγόμενα, τον ίδιο τον Γλέζο – που με ντοκουμέντα αποδεικνύει προσφυώς ότι δεν είναι ελέφαντας. Το πρόβλημα; Απ’ αυτό το σημείο κι εφεξής, το μεταξύ συνεντευξιακού κι εξομολογητικού ύφος προέχει κι εν προόδω κουράζει τονικά. Η περιορισμένη εμβέλεια των χώρων παραγωγής (προσθέστε μια Ανκόνα, βασικά) επίσης κοντράρει τον σωστό εξοβελισμό του couleur locale, που θα μπορούσε να έχει παρεισφρήσει στο πορτρέτο, και τη λελογισμένη χρήση παλαιών πηγών οπτικοακουστικού αρχείου, που το στίζουν συμπληρωματικά όμορφα. Η αίσθηση του δέους του νιάτου που μαθαίνει, που αντίθετα προς αυτόν που έχει απέναντί του δεν… αντιμιλάει, που «τραβάει» embedded (σ)τη σχεδόν ξεροκέφαλη δασκαλίστικη μεταλαμπάδευση της πατριωτικά κι ουμανιστικά σπουδαίας παρακαταθήκης ενός survivor – παραδείγματος που δεν ξόφλησε, δεν αποσείεται εντέλει απ’ αυτή την ανεπίσημη, crowd-pleasing αλλά με τυφλά σημεία προτομή του. Πάλι «Έλα στον παππού»;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Κάποιοι λίγοι απ’ τους 500.000 ψηφοφόρους του Γλέζου θα είναι οπωσδήποτε στη σκοτεινή αίθουσα, οι υπόλοιποι θα περιμένουν στον καναπέ τους – ελάχιστοι θα αισθανθούν ότι χάνουν τα λεφτά ή τον χρόνο τους. Αυτός ο ανδριάντας, όμως, στερείται κάποιων κεφαλαιωδών γωνιών και για να βρει το κέντρο βάρους και το κάλλος του, θυσίασε κάτι απ’ το θάρρος της οπτικής γωνίας – οι art-houseάδες θα το διακρίνουν. Οι multiplexάδες και οι πολέμιοι των doc, ιδίως οι κάτω των 15, το προγράφουν μοιραία ως γηραλέο.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.