Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΙΠΠΟΤΗΣ: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ (2012)
(THE DARK KNIGHT RISES)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κρίστοφερ Νόλαν
- ΚΑΣΤ: Κρίστιαν Μπέιλ, Τομ Χάρντι, Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ, Ανν Χάθαγουεϊ, Γκάρι Όλντμαν, Μαριόν Κοτιγιάρ, Μόργκαν Φρίμαν, Μάικλ Κέιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 164'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Απειλώντας να φέρει το απόλυτο χάος στη Gotham, ο Bane αναγκάζει το Μπρους Γουέιν να επιστρέψει στη στολή του Batman, για μια… τελευταία φορά.
Ακόμη και το πιο όμορφο δώρο (προσοχή, ουχί το ακριβότερο…) του κόσμου μπορεί να χαθεί, αν το βάλεις στο λάθος αμπαλάζ. Ειδικά, δε, αν το αμπαλάζ είναι τόσο πελώριο, που, τελικά, τονίζει περισσότερο το κενό γύρω από το αντικείμενο…
Ο Κρίστοφερ Νόλαν είναι ένας σκηνοθέτης που απέκτησε παγκόσμια φήμη όχι χάρη στις εικόνες, αλλά στο μυαλό των εικόνων του. Καθώς η καριέρα του… μεγάλωνε, το ίδιο συνέβη και με τις εικόνες του. Μην παραγνωρίζουμε και την εθνικότητά του, άλλωστε. Ο Νόλαν είναι Βρετανός. Και οι περισσότεροι συμπατριώτες του που επιλέγουν ν’ ακολουθήσουν αυτό το επάγγελμα, συνήθως, βασανίζονται από μεγαλειώδη οράματα, να γίνουν οι επόμενοι Λιν, Χίτσκοκ, Ολίβιε και πάει λέγοντας, ανάλογα με τον προσανατολισμό τους. Πού και πού, εμφανίζεται και ένας που θα ήθελε να είναι όλα αυτά μαζί (Κένεθ Μπράνα), μέχρι που τον παίρνουν χαμπάρι και παραγωγοί και κριτικοί και θεατές και, αφού τρώει τα μούτρα του, εξαφανίζεται λες και κάνει αποτοξίνωση από τον εθισμό στο υπερφίαλο.
Το «Batman Begins» (2005) ήταν ένα λάθος για το Νόλαν. Αλλά και μια πρόκληση που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί εύκολα, πόσω μάλλον ο δημιουργός ενός ημιαποτυχημένου (ή, έστω, αχρείαστου) remake («Insomnia»), ο οποίος ανέλαβε ξαφνικά να «αναγεννήσει» κινηματογραφικά έναν από τους δημοφιλέστερους ήρωες comic, με budget 150.000.000 δολαρίων. Όχι, αυτό δεν το αρνείσαι. Κι αν το studio δηλώνει ευχαριστημένο από… τις εισπράξεις μετά, όσο σωστά ή λάθος κι αν έκανες τη δουλειά σου, αφιερώνεσαι ολοκληρωτικά στη συνέχεια, για να φτιάξεις… ένα από τα σημαντικότερα sequels στην ιστορία του σινεμά!
Δεν είναι τυχαίος σκηνοθέτης ο Νόλαν. Πρόβλημα με τα μεγέθη έχει, μονάχα. Βγάζοντας από τη μέση τη φλύαρη επίδειξη του αμπελο-φιλοσοφικού «Inception» (2010), ο σκόπελος που λεγόταν «The Dark Knight Rises» είχε να αναμετρηθεί με τον… ίδιο του τον εαυτό και ένα πρότυπο φιλμ περιπέτειας όπως το «The Dark Knight» (2008), έργο απόλυτα σύγχρονο, τολμηρό για το PG-13 rating του, μπολιασμένο με ψυχολογία οργής και τόσο επικίνδυνα επαναστατημένο στην ιδεολογία, σε σχέση με το αύριο του είδους μας. Δυστυχώς (κατά κάποιον τρόπο), το φιλμ έμελλε να γίνει η τρίτη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών στην Αμερική! Μεγάλο το βάρος και η ευθύνη, όταν έχεις να «παραδώσεις» τριλογία… Κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη, λες πως θα τα καταφέρεις, μπορείς ν’ ακολουθήσεις την πεπατημένη του Χόλιγουντ, όπου… size matters, αλλά με μια «παραγγελιά» για… μεγαλύτερο καθρέφτη (και μόνο), δε λύνεις τα προβλήματά σου. Απλά, τα κάνεις να φαίνονται ακόμη μεγαλύτερα.
Το στέρεο σε δομή, αφήγηση και περιεχόμενο «The Dark Knight» αντικαθίσταται αυτή τη φορά από ένα πιο «θα σου δείξω εγώ!» έπος καταστροφών, βίας και τιμωρίας, που, πραγματικά, μέσα στην απόγνωσή του, έχει χάσει κάθε είδος κινηματογραφικής ταυτότητας, ξεκινώντας από… Τζέιμς Μποντ (η εισαγωγική αποστολή στους αιθέρες) και καταλήγοντας σε εφετζίδικο σαματά τύπου… «Transformers» (η καταδίωξη του ιπτάμενου οχήματος του Batman από ρουκέτες)! Φυσικά, όπως και με ολόκληρη την τριλογία του Νόλαν, η λογική, η αισθητική και το… ψέμα του comic έχουν δώσει τη θέση τους σε μια ρεαλιστική διάθεση που προσπαθεί να μας κλείσει το μάτι σαν κοινωνικό σχόλιο και να μας πάρει και τα μυαλά, σε τούτη την εποχή παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Κι αν όλο αυτό το «όραμα» λειτουργούσε επικίνδυνα πειστικά (ή αυτοκαταστροφικά, όπως μας δίδαξε κι η ίδια η ζωή…) στο προηγούμενο φιλμ, εδώ, ειλικρινά, απογυμνώνεται δίχως βάσεις ή ανάπτυξη των αιτιών, σε ένα μπούμερανγκ κενότητας που προσβάλλει τα μηνύματα και το κύρος του «The Dark Knight»!
Για να λειτουργήσει μια τέτοια ταινία, πρέπει ο θεατής να ταυτιστεί ή με τον ήρωα ή με τον αντι-ήρωα – κακό. Ο Νόλαν δε νοιάστηκε ποτέ για τον κεντρικό του ήρωα! Γι’ αυτό και το «Batman Begins» ήταν μια μέτρια ταινία, το sequel του μια… νοσηρή επιτυχία (όλοι μας θέλαμε να γίνουμε ο Joker, ακόμη κι ένα 24χρονο παιδί στο Κολοράντο, πριν από μερικές μέρες…) και τούτο εδώ… μια ταινία που θα ξεχαστεί εύκολα. Αρχικά, ξεχνάς την ύπαρξη του Batman. Είναι και πάλι τόσο επίπεδος και άχρωμος όσο και η μάσκα του. Έλα, όμως, που και ο κακός Bane χαντακώνεται από ένα «προσωπείο» δίχως εκφράσεις, που μπορεί να παρομοιαστεί με χίλιες τόσες εικόνες, από φίμωτρο μέχρι… μηχανή του κιμά! Οι πολιτικές και κοινωνικές απόψεις του Bane δε διαφέρουν από τα λεγόμενα του Joker. Όταν, όμως, γίνονται πράξη, αισθάνεσαι σα να ψήφισες ΣΥ.ΡΙΖ.Α., να βγάζει Κυβέρνηση κι ύστερα να ζητάει το manual κινήσεων για την επόμενη τετραετία… Ο Bane είναι μια τρομακτική «μορφή» (γιατί χρειαζόμαστε κάτι πιο απειλητικό από την παράνοια του Joker) που χαίρεται να σκοτώνει εν ψυχρώ και με τα ίδια του τα χέρια ακόμη, αλλά ως ηγέτης – τρομοκράτης κάνει τον αναρχισμό να φαντάζει γραφικός ή πιο… φασιστικός κι από την παρηκμασμένη Άρχουσα Τάξη της Gotham. Ο λαουτζίκος αρπάζει ό,τι μπορεί από την πλουτοκρατία, στήνει λαϊκά δικαστήρια που εξορίζουν ή θανατώνουν το ένοχο παρελθόν και η οργάνωση που προστατεύει αυτό το σύστημα, πλέον, αποτελεί ένα υποκατάστατο της όποιας στρατιωτικής εξουσίας. Όσο για το «no future» της υπόθεσης, έχει πάρει τη μορφή πυρηνικής βόμβας, η οποία θα εκραγεί, ο κόσμος να χαλάσει (πόσο περισσότερο, δηλαδή;)!
Δίπλα τους, ηθοποιοί δίχως ρόλους, οι οποίοι μεταπηδούν από τη μια σκηνή στην άλλη χωρίς σύνδεση ή ακριβή λόγο ύπαρξης, σπρώχνοντας με το ζόρι μια συρραφή από σεκάνς διαλόγων και τσιτάτων φιλοσοφημένου… αέρα, που εκστομίζονται συχνότερα δίχως ν’ ακούγονται (!), πνιγμένων κάτω από τους βόμβους του βαρύγδουπου score του Χανς Τσίμερ, της μάσκας του Bane ή της κλασικής βραχνάδας του Batman. Μοναδική διασωθείσα από την υποκριτική αδιαφορία, η Ανν Χάθαγουεϊ, έχοντας τον πιο δύσκολο ρόλο στο φιλμ (εξαιτίας της μοιραίας σύγκρισης με τη Μισέλ Φάιφερ του «Ο Μπάτμαν Επιστρέφει»), εκπλήσσει ευχάριστα με την Catwoman της, ίσως γιατί περίμενες να την… πετροβολήσεις από την ώρα που προστέθηκε στο καστ. Η Σελίνα που πλάθει είναι ό,τι πιο κοντινό σε ανθρώπινο χαρακτήρα έχει η ταινία, ακόμη και με τα κενά του σεναρίου να την καταδιώκουν (αυτό αφορά κυρίως το μυστήριο γύρω από τη σεξουαλικότητά της), βγάζει θηλυκότητα, καπατσοσύνη, ευαισθησία, χιούμορ και τσαμπουκά, χωρίς να χρησιμοποιεί τον ερωτισμό για να δελεάσει (το πλέον εύκολο…). Επειδή έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε την Χάθαγουεϊ σαν το «καλό κορίτσι» (και ίσως ούτε καν ως… γυναίκα!), η ερμηνεία της δίνει μια extra ώθηση στην καριέρα της, την οποία έχει κερδίσει επάξια εδώ, ίσως και… ερήμην σκηνοθέτη. Γιατί, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, στο «The Dark Knight Rises» ο Νόλαν δίνει την εντύπωση πως δεν ξέρει τι θα πει ηθοποιός…
Επιστρέφοντας στη θεματική και το «αγκάθι» που λέγεται σενάριο, το φιλμ πατάει πάνω σε μια τυπική ιστοριούλα, όπου ο Batman πρέπει να δράσει ξανά για να σώσει τους δύσπιστους κατοίκους της Gotham από τον κακό Bane και μια πυρηνική βόμβα. Όπως αντιλαμβάνεσαι, η πλοκή – και μόνο – θυμίζει την αφέλεια των comics, κατά τα άλλα, η δράση έχει τόση ψυχή όσο μερικές χάρτινες σελίδες storyboards, τα πρόσωπα (μη διανοηθείς να χρησιμοποιήσεις τη λέξη «χαρακτήρες»!) των ηρώων έρχονται, φεύγουν και επιστρέφουν… όποτε να’ ναι, δίνοντας μια αστεία αίσθηση ότι έχουν παρακολουθήσει και γνωρίζουν τα πάντα, μέχρι να καταλήξουμε στον τραγέλαφο του φινάλε, όπου η κατακλείδα είναι χειρότερη κι από twist σαπουνόπερας! Η Βίκυ Χατζηβασιλείου ίσως συγκινηθεί…
Το τελευταίο… αστείο έχει να κάνει με την οπτικοποίηση της βίας. Όταν έχεις ένα έργο που, ξεκάθαρα, σου προτείνει να βγεις εκεί έξω, να γαμήσεις τα πάντα, να ανατρέψεις το σύστημα της οικονομίας και του κατεστημένου και να επιζήσεις μέσα από την αναρχία, δεν κινηματογραφείς με το φόβο μην τυχόν και ανοίξει καμιά μύτη! Όταν θέλεις να το παίξεις ρεαλιστής, δείχνεις τις πραγματικές συνέπειες της βίας, ματώνεις την οθόνη με την αλήθεια της, δεν ξαπλώνεις τα θύματά της στο… βωμό της αμερικανικής λογοκρισίας και του οικογενειακού θεάματος! Ο μεγαλύτερος εχθρός – και τρικλοποδιά μαζί – για τον Κρίστοφερ Νόλαν είναι η δική του υποκρισία μέσα σε όλο αυτό το studio system. Η ακύρωση όλου του μεγέθους, της οργής, της γοητείας της σκοτεινής πλευράς που είχε συμβολοποιήσει ιδανικά το «The Dark Knight», είναι το τελευταίο χτύπημα που δίνει ο «δημιουργός» στη συνείδηση του θεατή. Ένα εντελώς αναίμακτο, αλλά βασισμένο στη βία φιλμ, το οποίο δεν πρέπει να σπιλώσει το PG-13 rating του, που μιλάει για μια γενιά χάους, ενώ την ίδια στιγμή την καθηλώνει σ’ ένα multiplex για να καταναλώσει κάτι μεγάλο, όχι σε νοήματα και ιδέες, αλλά στα μεγέθη του κουβά του popcorn, άντε και του merchandising. Αυτός ο γιγαντισμός, η απληστία και τα ανεγκέφαλα μηνύματα στο σινεμά κάνουν την Τέχνη του επικίνδυνη.
Το 2008, ο Κρίστοφερ Νόλαν δημιούργησε ένα ιδεολογικό τέρας. Δεν έχω καμία αντίρρηση με αυτό. Ζούμε σε καιρούς χάους, ανέχειας, αγωνιζόμαστε αντιμέτωποι με τη βία σε κάθε μορφή επιβολής της κι έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στην επιβίωση της σιωπής ή του οργισμένου λόγου. Δυστυχώς, ως εμψυχωτής του τελευταίου, ο Νόλαν αποδείχθηκε σκάρτος. Είναι ένας Bane, που σου έχει δείξει το δρόμο, αλλά σε αφήνει μονάχο όταν έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον αντίπαλό σου. Και είναι τόσο παράδοξο, να σε βάζει να πολεμάς δίχως όπλα, σε μια εποχή όπου τα όπλα έχουν μπει ακόμη και μέσα στο σινεμά. Στ’ αλήθεια.
Είναι εύκολο να χτυπήσει κανείς το «Σκοτεινός Ιππότης: Η Επιστροφή». Το τελευταίο μέρος της τριλογίας του Batman κατά Νόλαν, έχει υπερβολές, ελλείψεις, σημεία που φτάνουν να γίνουν έως και ενοχλητικά. Μερικά από αυτά: Πρώτα απ’ όλα, το τι στο διάολο λένε ο Batman, με τον Κρίστιαν Μπέιλ να μουγκρίζει για ακόμη μια φορά, και ο Bane του Τομ Χάρντι που έχει ψωνίσει μάσκα από την collection Χάνιμπαλ Λέκτερ. Είδα την ταινία στο Παρίσι, με γαλλικούς υπότιτλους, και έβγαζα άκρη για το τι λέει διαβάζοντάς τους. Και δεν ξέρω καν γαλλικά…
Εκτός απ’ αυτό, η ταινία έχει ένα από τα εκνευριστικότερα scores που έχει γράψει ο Χανς Τσίμερ, τον πιο κακοπαιγμένο θάνατο από κάτοχο Όσκαρ (minor spoiler) και ελάχιστο αίμα και βία, αν λάβει κανείς υπόψη του το χαμό που φέρνουν οι κακοί στην Gotham (την κατά τα λοιπά απολύτως αναγνωρίσιμη Νέα Υόρκη).
Δε δίνει και λίγες αφορμές ο Νόλαν για να τον κανιβαλίσεις. Αφού βάλει, όμως, κανείς όλα αυτά στην άκρη, δεν μπορεί παρά να του αναγνωρίσει δύο βασικά και σημαντικά πράγματα. Ότι είναι απολύτως συνεπής στο concept πάνω στο οποίο έστησε την τριλογία, έναν κόσμο σκοτεινό, ζοφερό, δυσβάσταχτο, όπου πολύ συχνά το καλό και το κακό μπερδεύονται και ακόμη και οι πάμπλουτοι υπερ-ήρωες δεν μπορούν να αισθάνονται και τόσο σίγουροι ότι έχουν τις δυνάμεις να κερδίζουν πάντα.
Το άλλο είναι, ότι ακόμη κι αν ο Κρις Νόλαν έχει μεγαλύτερο εγωισμό κι από την περιουσία του Μπρους Γουέιν, και ανέβασε τον πήχη των προσδοκιών στα ύψη με τις υπερβολικές του δηλώσεις, έστω κι έτσι, ακόμη κι αν θέλεις να τον τιμωρήσεις για την αμετροέπειά του, πρέπει να παραδεχθείς ότι ξέρει να γυρίζει σινεμά. Ίσως όχι το σινεμά που σ’ αρέσει, που περιμένεις, εκτιμάς ή θέλεις να δεις. Λίγοι, όμως, καταφέρνουν να έχουν συνολικά τον έλεγχο που έχει ο Νόλαν στο τελικό αποτέλεσμα.
Το περιεχόμενο μπορεί να έχει και τα τζούφια του σημεία και τα κομμάτια του puzzle να μοιάζουν ετερόκλητα, αλλά στο τέλος η εικόνα δεν έχει εμφανείς ραφές. Ο «Σκοτεινός Ιππότης» ίσως να ήταν περισσότερο παρανοϊκά μεγαλειώδης από την «Επιστροφή» του, όμως, αυτό δεν κάνει αυτομάτως την τρίτη ταινία κακή ή αποτυχημένη. Δε χρειάζεται να είσαι «Νολαν-άκιας» με το hate comment στην άκρη των δαχτύλων για κάθε κριτική με επιφυλάξεις, για να εκτιμήσεις ότι η ταινία έχει μερικές μεγάλες σκηνές, που υπηρετούν και το μέγεθος ενός blockbuster και τη συνολική άποψη του σκηνοθέτη.
Η πρώτη σκηνή με την – λίγο από Μποντ – αεροπειρατεία, η κατάρρευση του γηπέδου και η παγίδευση των χιλιάδων αστυνομικών στα υπόγεια της Gotham, είναι εντυπωσιακές σε σημείο να κόβουν την ανάσα και να προκαλούν τρόμο χωρίς να δείχνουν καν – ή μόλις ελάχιστο – αίμα. Ειδικά η σεκάνς της κατάληψης της πόλης από τον Bane και το πλήθος των ακολούθων του, ένα κομμάτι τρομερά έντονο και στενάχωρο, μου έφερε βάρος στο στήθος. Δεν ήταν ευχάριστο. Έφτανε στο σημείο του ανυπόφορου. Εξυπηρετεί, όμως, το κλίμα της ταινίας και την προσωπικότητα του χαρακτήρα.
Ο Bane δεν είναι ένας συνηθισμένος «κακός». Δεν είναι χαριτωμένος, ιδιαίτερα ευφυής, δε λέει έξυπνες ατάκες ανάμεσα στις επιθέσεις του. Είναι απλά και στεγνά κακός, με μοναδικό σκοπό την καταστροφή. Η δύναμη που τον κάνει υποθετικά ανίκητο (η μάσκα του παρέχει παυσίπονο αέριο για να μην αντιλαμβάνεται τον πόνο) δίνει έμφαση στο ότι είναι τουλάχιστον ισότιμος, αν όχι ανώτερος, αντίπαλος σε σύγκριση με τον Batman – Μπρους Γουέιν, ο οποίος όχι μόνο είναι απολύτως ανθρώπινος και βασίζεται ουσιαστικά στα gadgets του, αλλά σε αυτή την ταινία εμφανίζεται ακόμη πιο αδύναμος, να κουτσαίνει και να στηρίζεται σε ένα μπαστούνι.
Όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπέτειες των υπερ-ηρώων, το πρώτο μέρος της ταινίας ανήκει στον «κακό». Εδώ, ο Νόλαν φτάνει στο σημείο σχεδόν να ισοπεδώνει το Γουέιν, δείχνοντάς τον φυσικά αδύναμο, οικονομικά χρεοκοπημένο και ψυχολογικά πληγωμένο. Έχει γραφτεί ότι κανείς άλλος σκηνοθέτης δεν έχει φερθεί τόσο βάναυσα στον ήρωά του, όσο ο Νόλαν στον Batman και είναι μάλλον σωστό. Δεν αρκούν οι μνήμες της απώλειας των γονιών, που υπενθυμίζονται με την πρώτη ευκαιρία. Ο Γουέιν χάνει συντρόφους, προδίδεται, μένει χωρίς την περιουσία του.
Έξυπνα, ο Νόλαν παίζει με δύο από τους μεγαλύτερους φόβους στη σύγχρονη κοινωνία. Το αίσθημα της ασφάλειας και την οικονομική αστάθεια. Ο Bane χρησιμοποιεί και τα δύο. Φυλακίζει στους υπονόμους το σύνολο σχεδόν της αστυνομικής δύναμης, εισβάλλει στο Χρηματιστήριο προκαλώντας πανικό, βγάζει από τις φυλακές εκατοντάδες μανιασμένους εγκληματίες που μπουκάρουν όπου βρουν, σπάζοντας και λεηλατώντας, κόβει τις γέφυρες με τον υπόλοιπο κόσμο, προκαλεί το απόλυτο χάος. Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο Batman βρίσκεται φυλακισμένος σε ένα πηγάδι κάπου στη Μέση Ανατολή, εξαιτίας της αμφιλεγόμενης δράσης της κλέφτρας Σελίνα Κάιλ (δεν αναφέρεται ποτέ ως Catwoman), ο αστυνομικός Γκόρντον μένει τραυματισμένος στο νοσοκομείο και λαϊκά δικαστήρια που απονέμουν με συνοπτικές διαδικασίες θανατικές ποινές, στήνονται με δικαστή το Scarecrow.
Δεν ήταν ποτέ εύκολα τα πράγματα για το Καλό στην τριλογία του Νόλαν και σ’ αυτή την τρίτη περιπέτεια φαίνονται ακόμη δυσκολότερα, μέχρι ο Γουέιν να ξεπεράσει τον εαυτό του και να κάνει το άλμα που θα τον φέρει ξανά στην ελευθερία και στην ανάκτηση της δύναμής του. Από εκεί και πέρα, αρχίζει η δράση, με καταδιώξεις, μια μηχανή με το πιο εντυπωσιακό σπινιάρισμα, ένα mini jet (το – απλώς – The Bat), πυρηνικά όπλα που περιφέρονται στην πόλη και έναν απλό, νεαρό ηθικό και φιλότιμο αστυνομικό, που μοιράζεται κάτι από το παρελθόν του Μπρους Γουέιν και στο μέλλον (άλλο spoiler) μπορεί να τον φέρει συμπρωταγωνιστή στο κάθε άλλο παρά απίθανο νέο reboot.
Μέσα σε όλο αυτό το σκοτεινό σύμπαν, το πιο ανθρώπινο κομμάτι είναι τα συναισθηματικά λόγια του μπάτλερ Άλφρεντ, με τον Μάικλ Κέιν να καταφέρνει για ακόμη μια φορά να συγκινεί με ένα υγρό βλέμμα και ένα ράγισμα στη φωνή. Ιδιαίτερα ανθρώπινη διάσταση έχει και η Σελίνα Κάιλ της Αν Χάθαγουεϊ, που είναι αναμφισβήτητα ό,τι καλύτερο διαθέτει η ταινία (μέχρι και ο Ομπάμα συμφωνεί σε αυτό!). Ανάμεσα στο καλό και στο κακό, με πείσμα, αμφιβολίες και πονηριά, η Χάθαγουεϊ είναι πολύ διαφορετική από την υπέροχα τραγική, fetish ερμηνεία της Μισέλ Φάιφερ, στέκει, όμως, εξαιρετικά αξιοπρεπώς δίπλα της, πλάθοντας έναν διαφορετικό χαρακτήρα. Είναι μέγιστο λάθος του Νόλαν που την έκανε έναν απλώς supporting ρόλο, περιορίζοντάς την σε ελάχιστες σκηνές.
Το κλείσιμο της τριλογίας (που αφήνει μισάνοιχτη πόρτα) ίσως να μη δικαιώνει απόλυτα την υπερβολική φιλοδοξία του Νόλαν και να μην ανεβάζει ψηλότερα τον πήχη του «Σκοτεινού Ιππότη». Με όλα του τα σφάλματα, ωστόσο, δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις ότι δεν έμεινε πιστός στον αρχικό στόχο, να φτιάξει, δηλαδή, μια κινηματογραφική σειρά διαφορετική, σκοτεινή, που μπλέκει τη φαντασία με μια ακόμη πιο ζοφερή και αληθοφανή πιθανή πραγματικότητα.