FreeCinema

Follow us

ΖΗΤΗΜΑ ΧΡΟΝΟΥ (2021)

(STILLWATER)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τομ ΜακΚάρθι
  • ΚΑΣΤ: Ματ Ντέιμον, Καμίγ Κοτέν, Άμπιγκεϊλ Μπρέσλιν, Λιλού Σιοβόντ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 139'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Ο πατέρας μιας νεαρής Αμερικανίδας που εκτίει ποινή φυλάκισης για φόνο στη Μασσαλία, ταξιδεύει στη γαλλική πόλη αποφασισμένος, πλέον, να βρει αποδείξεις για την αθωότητα της κόρης του.

Αυτή η αμερικανο-γαλλική κινηματογραφική συνεργασία υψηλών προδιαγραφών κρύβει αφηγηματικές εκπλήξεις και σεναριακές αποχρώσεις που, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, φαντάζουν αναπάντεχες για μια ταινία με πρωταγωνιστή έναν «φουσκωτό», all-American Ματ Ντέιμον, ο οποίος ταξιδεύει σε ευρωπαϊκή χώρα και κινεί γη και ουρανό προκειμένου να πετύχει την αθώωση και αποφυλάκιση της νεαρής του κόρης, εδώ και μερικά χρόνια καταδικασμένης για τον φόνο της κοπέλας της. Σκηνοθετημένο από τον Τομ ΜακΚάρθι (του οποίου το οξυδερκές και εύγλωττο «Spotlight. Όλα στο Φως» έφυγε με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας το 2016), το φιλμ αποκαλύπτεται ως κάτι πολύ περισσότερο από μια απλοϊκή «αμερικανιά» δραματικής περιπέτειας, με εύστοχη κοινωνική θεματική, συγκεκριμένα για την εποχή που διανύουμε αλλά και πιο γενικευμένα για τις πολιτιστικές και πολιτισμικές διαφορές που μπορούν να διχάσουν μα και να ενώσουν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και ιδεολογίες.

Έτσι, ο Μπιλ, εργάτης στην πατρίδα του, την κωμόπολη Στιλγουότερ της Οκλαχόμα, πρώην αλκοολικός και ναρκομανής, «πατριώτης» Αμερικανός, περήφανος κάτοχος όπλων και tatoo με τον φαλακρό αετό του αμερικανικού εθνόσημου, πηγαινοέρχεται τα τελευταία χρόνια στη γαλλική Μασσαλία για να επισκέπτεται τη νεαρή του κόρη, Άλισον, στη φυλακή. Η Άλισον έχει καταδικαστεί για την δολοφονία της κοπέλας της, κάτι που η ίδια αρνείται κατηγορηματικά. Η ταραγμένη σχέση πατέρα – κόρης, που πηγάζει από το δύσκολο παρελθόν του Μπιλ, μοιάζει να έχει ηρεμήσει κάπως σε αυτό το διάστημα, ωστόσο είναι φανερό πως η Άλισον ούτε έχει συγχωρέσει την απουσία του από την παιδική της ηλικία, ούτε τον θεωρεί έξυπνο και αξιόπιστο, αρκετά ώστε να βοηθήσει στην υπόθεσή της. Όταν ένα νέο στοιχείο έρχεται στο φως και η δικηγόρος της αρνείται να το ακολουθήσει ως ανυπόστατο, ο Μπιλ, εν αγνοία της Άλισον, αποφασίζει να το κυνηγήσει ο ίδιος, βάζοντας σε κίνδυνο και τη ζωή του αλλά και τις μελλοντικές πιθανότητες της Άλισον γι’ αποφυλάκιση. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο για τον Μπιλ όταν γνωρίζει μια Γαλλίδα ηθοποιό, την Βιρζινί, και την οκτάχρονη κόρη της, Μάγια, οι οποίες τον φιλοξενούν και, κατά κάποιον τρόπο, παίρνουν υπό την προστασία τους. Σταδιακά, ο Μπιλ βρίσκεται όλο και περισσότερο μπλεγμένος στο σκοτεινό κυνήγι των νέων στοιχείων για την κόρη του, ενώ στα πρόσωπα της Βιρζινί και της Μάγια βρίσκει την οικογένεια που δεν ήξερε ποτέ ως τώρα πως θα επιθυμούσε να έχει.

Το σκέλος της ιστορίας με την υπόθεση της Άλισον, με την εξέλιξη της πλοκής, αποδεικνύεται να είναι μόλις δευτερεύον, σε μια ταινία που τελικά μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για την πορεία ωρίμανσης, το συναισθηματικό βάθος και τις μεταπτώσεις του κεντρικού της χαρακτήρα. Η ιστορία της Άλισον είναι πολύ (μα πολύ) ελαφρά εμπνευσμένη από το πραγματικό περιστατικό της Αμερικανίδας Αμάντα Νοξ, που κατηγορήθηκε και φυλακίστηκε για τον φόνο της συγκατοίκου της, της νεαρής βρετανίδας Μέρεντιθ Κέρτσερ, μέχρι να αθωωθεί και ν’ αποφυλακιστεί κάποια χρόνια μετά. Πέραν αυτού, και όσο και να φωνάζει τώρα η Νοξ, η ταινία και η πλοκή της ουδεμία σχέση έχουν μ’ εκείνη, καθώς το «Ζήτημα Χρόνου» ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για άλλα θέματα που θίγει. Ο Μπιλ είναι ο ξένος στη Μασσαλία, η μύγα μέσα στο γάλα μιας ήδη πολυ-πολιτισμικής και κοινωνικά ταραγμένης γαλλικής πόλης, ο στερεοτυπικός (τουλάχιστον στα μάτια των «άλλων») Αμερικάνος redneck στην περίοδο της αυτοκρατορίας του Τραμπ, ο «Νεάντερταλ» πατέρας που, σχεδόν από ένστικτο και χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, προσπαθεί να κυνηγήσει το στοιχείο που ενδέχεται να σώσει την κόρη του, όμως με τόσο λάθος τρόπους, σε βαθμό να κινδυνεύει να κάνει τα πράγματα χειρότερα για όλους: την κόρη του, τον ίδιο και τη σωματική του υγεία, αλλά και τις δυο Γαλλίδες, μάνα και κόρη, οι οποίες τον βοηθούν πρακτικά και συναισθηματικά, χωρίς να γνωρίζουν τις συχνά αυτοκαταστροφικές τάσεις του απλοϊκού, μα ταυτόχρονα και καλόκαρδου «ξένου» που φιλοξενούν στο σπίτι και σύντομα στην καρδιά τους. Τα ρατσιστικά στερεότυπα της μικρής κωμόπολης της Οκλαχόμα που αφήνει πίσω του ο Μπιλ, ξαναβρίσκονται υπό άλλη αμφίεση στο όμορφο γαλλικό λιμάνι, όπου αραβικές και αφρικανικές μειονότητες έχουν περιθωριοποιηθεί και «γκετοποιηθεί», και το φυλετικό μίσος είναι σχεδόν απτό σε αρκετές γωνιές της φαινομενικά «καλλιεργημένης» ευρωπαϊκής πόλης. Όχι πως αυτές οι κοινωνικο-πολιτισμικές αποχρώσεις αγγίζουν τον Μπιλ, που δεν βλέπει χρώματα και καταγωγές στο μονομανές ταξίδι του να βοηθήσει στην αθώωση της κόρης του.

Ο ΜακΚάρθι και η σεναριακή του ομάδα ανατρέπουν υποδόρια και πανέξυπνα το (ίσως πια) εντελώς ξεπερασμένο στερεότυπο του Αμερικανού πατριώτη – ήρωα που παίρνει το όπλο του και καταφέρνει να «σώσει την ημέρα» – ή την κόρη του, στην προκειμένη περίπτωση. Ίσως έτσι να βλέπει τον εαυτό του και ο ίδιος ο Μπιλ, ως έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες των ταινιών με τις οποίες μάλλον μεγάλωσε. Μόνο που η αληθινή ζωή δεν είναι έτσι, και η ταινία του ΜακΚάρθι ποντάρει αρκετά σε αυτό το στοιχείο: την αποδόμηση ενός φανταστικού ήρωα, ο οποίος τώρα, ίσως έξω από το περιβάλλον του, φαίνεται σχεδόν γραφικός και απλοϊκός. Η κάμερα και το σενάριο ακολουθούν τον Μπιλ και προσπαθούν να βάλουν τον θεατή στη νοοτροπία και τον τρόπο σκέψης του, όμως, συνάμα επιτυγχάνουν στο να τον «αποκαλύψουν» και ως χαρακτήρα μέσα από τα μάτια των άλλων: της κόρης που δεν τον πολυεμπιστεύεται από παρελθοντικές εμπειρίες και μάλλον ντρέπεται γι’ αυτόν, της bohème και ανοιχτής Βιρζινί που είναι, έστω και μέσα στην αφέλειά της, πρόθυμη να τον εμπιστευτεί και να τον βοηθήσει, και της μικρής Μάγια που, με το παιδικό της ένστικτο, τον αποδέχεται εξαρχής και δένεται μαζί του συναισθηματικά, με μια αγάπη που αφοπλίζει τον Μπιλ αλλά και του δείχνει ποια σχέση θα μπορούσε (ενδεχομένως) να έχει με την Άλισον (όταν εκείνη ήταν παιδί), αν δεν είχε υποπέσει στις καταχρήσεις.

Παρά το ώριμο και καλογραμμένο σενάριο, η ταινία δεν καταφέρνει ν’ αποφύγει μερικές βασικές παγίδες που την εμποδίζουν να γίνει πραγματικά σπουδαία. Ενώ ο χαρακτήρας του Μπιλ είναι επίτηδες στερεοτυπικός, τουλάχιστον στην επίφασή του, ο συμπρωταγωνιστικός της Βιρζινί και οι άνθρωποι του περιβάλλοντός της μοιάζουν υπερβολικά «στημένοι» και κλισεδιάρικοι, σαν «εναλλακτικοί» – κουλτουριάρηδες Γάλλοι που βλέπουν τον Μπιλ περισσότερο σαν αξιοθέατο παρά σαν άτομο. Η πλήρης αντίθεση των δύο χαρακτήρων, ασφαλώς, κάνει την πλοκή πιο ενδιαφέρουσα και πολυεπίπεδη, ωστόσο τα κλισέ «γαλλικουριάς» είναι αρκετά ώστε ν’ αρχίσουν να ενοχλούν. Επίσης, η ανατροπή που έρχεται (μάλλον αναπόφευκτα) προς το τέλος, η προσπάθεια επεξήγησής της, καθώς και κάποια κενά που επίτηδες αφήνει το σενάριο λίγο νωρίτερα, δεν είναι τόσο καλά θεμελιωμένα ώστε ν’ αποδώσουν ένα ειλικρινώς ικανοποιητικό φινάλε, αν και η γλυκόπικρη γεύση που αφήνει, τουλάχιστον, το κάνει αξιοπρεπές.

Ο αληθινός θρίαμβος της ταινίας, πάντως, είναι η ερμηνεία του Ματ Ντέιμον στον κεντρικό ρόλο του Μπιλ. Όπως και το υπόλοιπο φιλμ γύρω του, η μεγαλύτερη ένταση έρχεται από τους χαμηλότερους τόνους, και ο Ντέιμον εδώ εμφανίζεται καλύτερος από ποτέ στην υποκριτική του καριέρα, με το συγκρατημένο θυμό ενός ανθρώπου αποφασισμένου να βρει δικαιοσύνη για το παιδί του, όπως μπορεί και με κάθε κόστος. Ο Μπιλ του Ντέιμον βγάζει μια παράξενη, χαμηλότονη και κατά καιρούς ακόμα και συγκινητική αξιοπρέπεια, με την απλοϊκή και αφελή ειλικρίνεια με την οποία κυνηγά το σκοπό του, αναιρώντας ή έστω σπάζοντας το στερεοτυπικό «κοστούμι» του Αμερικάνου redneck, με μια κρυμμένη ευαισθησία που αναδύεται σταδιακά με την επανένωσή του με την Άλισον στη φυλακή, αλλά κυρίως με τη σχέση του με την Βιρζινί και την Μάγια, συνειδητοποιώντας πως άνθρωποι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους μπορούν να βρουν αγάπη, προστασία και μέσα επικοινωνίας ακόμα κι όταν δε μιλούν την ίδια γλώσσα ή όταν προέρχονται από τόσο διαφορετικούς κόσμους και παρελθόν. Ο γυμνασμένος, ακαλλιέργητος εργάτης από το Στιλγουότερ του αμερικανικού Νότου, βρίσκει τον εαυτό του στην «κουλτουριάρα» Μασσαλία της Γαλλίας, και η ήρεμη στωικότητα που εναλλάσσεται με στιγμές οργής και επικίνδυνης απερισκεψίας, πηγάζουν από την ερμηνεία του Ντέιμον σχεδόν με απρόσμενα μεγαλειώδη φυσικότητα, ενώ οι ευπρόσδεκτες δόσεις χιούμορ συνδράμουν σε άλλο ένα επιτυχημένο επίπεδο της ταινίας.

Οι ήρωες των παλιών φιλμ του αμερικανικού Νότου είναι πλέον ξεπερασμένοι ή / και «ακυρωμένοι». Ακόμα κι εκείνοι στο στυλ του Τζέισον Μπορν, πλέον ίσως να φαντάζουν υπερβολικοί στις ταραγμένες εποχές που ζούμε. Ίσως, πια, η κινηματογραφική «αλήθεια» να έχει περισσότερο ενδιαφέρον με ανθρώπους σαν τον Μπιλ στο προσκήνιο. Ίσως πάλι και όχι (ακόμα).

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

«Σκεπτόμενο», ώριμο δράμα με στοιχεία περιπέτειας, μυστηρίου και κοινωνικού σχολιασμού (χωρίς διδαχές), αυτή η αμερικανο-γαλλική «συμμαχία» είναι από τις πιο στιβαρές προτάσεις της νέας κινηματογραφικής σεζόν. Κάποιες επιλογές των χαρακτήρων ενδέχεται να συζητηθούν ως προς το «ηθικό» τους ζήτημα (βλέπε την επιθυμία απόδοσης δικαιοσύνης ακόμη και μέσω της αυτοδικίας), αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα. Πρόκειται περί σοβαρής κινηματογραφικής πρότασης με μια εξαιρετική ερμηνεία από τον Ματ Ντέιμον, που (προσωπικά) σκεφτόμουν μέρες μετά την θέαση της ταινίας.


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.

MINORE

Μυστηριώδη τέρατα εμφανίζονται σε παραθαλάσσιο location του Σαρωνικού κόλπου με εχθρικές και φονικές διαθέσεις. Θα μπορέσουν να τα αντιμετωπίσουν ένα ναυτάκι, μια σερβιτόρα, μια γιαγιά, ένας μποντιμπιλντεράς κι ένα τσούρμο… μπουζουξήδων;