ΜΝΗΜΕΣ ΦΟΝΩΝ (2003)
(SALINUI CHUEOK)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Ψυχολογικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπονγκ Τζουν-Χο
- ΚΑΣΤ: Σονγκ Κανγκ-Χο, Κιμ Σανγκ-Κιούνγκ, Κιμ Ρόε-Χα, Σονγκ Τζάε-Χο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 132'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Σε μια μικρή πόλη της Νότιας Κορέας, το 1986, δύο ντετέκτιβ αγωνίζονται, δίχως επαρκή στοιχεία ή αυτόπτες μάρτυρες, να εντοπίσουν έναν κατά συρροήν δολοφόνο γυναικών.
Στην… Ελλαδίτσα μας, το σινεμά του Μπονγκ Τζουν-Χο παρέμενε ένα μεγάλο «μυστικό» για τους διανομείς, μέχρι την εμφάνιση του «Επισκέπτη», το 2007. Βλέπεις, το ασιατικό σινεμά κουβαλούσε σχεδόν πάντοτε την «κατάρα» του art-house, εκτός κι αν μιλούσαμε για φιλμ πολεμικών τεχνών ή ακόμη πιο λαϊκά θεάματα, όπως οι ταινίες με τον Τζάκι Τσαν. Ατυχώς, αυτό το «κουλτούρα να φύγουμε» κοινό ανέκαθεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια προς το σινεμά των ειδών (σαρκασμός), με αποτέλεσμα ολόκληρη η φοβερή και τρομερή σχολή των βίαιων θρίλερ, με κύρια προέλευση τη Νότια Κορέα, να παραμένει στα αζήτητα, διότι μιλάμε και για… ευαισθητούληδες! Έπρεπε να φτάσουμε στο 2004, για να δούμε για πρώτη φορά έργο του Τσαν-Γουκ Παρκ στα μέρη μας (το περίφημο «Oldboy»), η εμπορική επιτυχία του οποίου άνοιξε μεν το δρόμο και για άλλες παρόμοιες παραγωγές, ουχί όμως και τις πόρτες των ταμείων… διάπλατα. Το όνομα του Μπονγκ Τζουν-Χο το ακούσαμε ξανά εδώ το 2014, με το «Snowpiercer», το οποίο κριτική και θεατές υποδέχτηκαν με ανάμεικτα συναισθήματα. Ποιος να το περίμενε, λοιπόν, ότι τούτος ο δημιουργός θα σάρωνε στα Όσκαρ φέτος με τα «Παράσιτα», και με αυτή την αφορμή να καταλήγουμε σήμερα να ασχολούμαστε με ένα κοινό πρόγραμμα εξόδου τριών από τις πρώτες του ταινίες, οι οποίες κάνουν την παρθενική τους εμφάνιση στα… θερινά σινεμά, σε μία εντελώς λάθος φάση και περίοδο, που μόνο «αρπαχτές» του παρελθόντος μπορεί να θυμίζει. Αλλά… «ρετροσπεκτίβα» το λέμε τώρα!
Από το πρωτόλειο του «Σκύλου που Γαβγίζει» (2000) και την μάλλον πιο στατική στη φιλμογραφία του «Μητέρα» (2009), οι «Μνήμες Φόνων» όχι απλά ξεχωρίζουν σε αυτό το «τρίπτυχο», μα στέκουν και ιδιαίτερα ψηλά στο σύνολο του έργου του Μπονγκ Τζουν-Χο, επιχειρώντας μία εναλλακτική ματιά επάνω στη δομή (περισσότερο σεναριακή, θα έλεγα) του crime θρίλερ και του υπο-είδους με serial killer. Η δράση του φιλμ εξελίσσεται σε μία επαρχία, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 (και βασίζεται ελεύθερα επάνω σε μία πραγματική, πρωτόγνωρη για τη χώρα υπόθεση δολοφονιών, η οποία έληξε με τη σύλληψη και ομολογία του δράστη στα τέλη του 2019!), με την Αστυνομία να αναζητά έναν κατά συρροήν δολοφόνο γυναικών δίχως ιδιαίτερα μέσα ή τεχνογνωσία για τέτοιες εγκληματικές πράξεις. Ο ντετέκτιβ Παρκ Ντου-Μαν (όπως πάντοτε εξαιρετικός ο Σονγκ Κανγκ-Χο) δεν πείθει για τις ικανότητές του, αλλά έχει ένα ξεχωριστό «χάρισμα», το ένστικτο ενός φυσιογνωμιστή, που του επιτρέπει να στοιχειοθετεί λίγο καλύτερα τις υποθέσεις που αναλαμβάνει στο Σώμα. Κάποια στιγμή θα υποχρεωθεί να δεχτεί σαν «παρτενέρ» έναν συνάδελφό του από τη Σεούλ, και μαζί θα… σπάσουν τα κεφάλια τους με πείσμα για να λύσουν το μυστήριο, καθώς τα πτώματα των γυναικών αυξάνονται.
Αρκετά ανοιχτό σε ερμηνείες, το σενάριο της ταινίας προσεγγίζει ακόμη και την πολιτική αλληγορία, με τον Μπονγκ Τζουν-Χο να σαρκάζει το «κωλοχώρι» της πατρίδας του, ένα ταξικά υποβιβασμένο σύμπαν που οριακά σου προκαλεί τα γέλια και δεν είναι ικανό να υποστηρίξει ούτε μία ιατροδικαστική έρευνα σύγκρισης δειγμάτων DNA (που πρέπει να σταλούν στις ΗΠΑ για να βγει αποτέλεσμα!), με τον τρόμο της παντελώς άγνωστης ταυτότητας του δολοφόνου να ελλοχεύει. Η πραγματική μαεστρία του σεναρίου, όμως, δεν κρύβεται στο τι θα μπορούσε να σημαίνει το όποιο πολιτικό ή κοινωνικό υπόβαθρο, μα στον τρόπο που ο Μπονγκ Τζουν-Χο αποσυνθέτει το σκοπό παρακολούθησης μιας τέτοιας ταινίας! Ανάμεσα σε σκηνές καταδίωξης με απίστευτο σασπένς και δυναμική, η αμφιβολία και η αμφισβήτηση για το σε τι σημείο βρίσκονται οι έρευνες των δύο ντετέκτιβ και αν υπάρχουν ύποπτοι στ’ αλήθεια, δυναμιτίζει το ρυθμό και τη συμμετοχή του θεατή στα δρώμενα, με αποτέλεσμα όλοι μαζί να βυθίζονται σε μία (σχεδόν) υπαρξιακή κρίση, που αντί ηθικού διδάγματος σε προειδοποιεί να προσέχεις το… «συνηθισμένο». Αυτό που δεν κάνει κανέναν να ξεχωρίζει, αλλά το ίδιο ύπουλα μπορεί να κρύβει το καλό ή το κακό (μέσα μας). Η αμηχανία (;) του τελευταίου πλάνου μοιάζει αφελής, αποστομωτική, αλλά και τρομακτική ταυτόχρονα!