ΣΚΥΛΟΣ ΠΟΥ ΓΑΒΓΙΖΕΙ (2000)
(FLANDERSUI GAE)
- ΕΙΔΟΣ: Μαύρη Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπονγκ Τζουν-Χο
- ΚΑΣΤ: Λι Σουνγκ-Γιέ, Ντούνα Μπάε, Κιμ Χο-Τζουνγκ, Μπιούν Χι-Μπονγκ, Γκο Σου-Χι, Κιμ Ρο-Χα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει. Σκύλος που ούτε γαβγίζει, ούτε δαγκώνει; Μπορεί να είναι και γκουρμεδιά, που όμως κάποιους τους… λιγώνει. Ας γίνει της Κορέας!
Δεν φημίζεται για την αυτοσυγκράτησή της η ελληνική διανομή. Από τις γαλλικές κωμωδίες και τα ισπανικά θρίλερ, που άρχισαν να βγαίνουν με το κιλό μόλις εμφανίστηκαν δύο εκπρόσωποι των αντίστοιχων κινηματογραφικών «βιομηχανιών» που σημείωσαν επιτυχία, μέχρι τον πρόσφατο «βασιλιά» των επανεκδόσεων Αλέν Ντελόν και την ολίγον παλαιότερη «βασίλισσα» Όντρεϊ Χέπμπορν, μοιάζει να πρυτανεύει στο χώρο η σοφή λαϊκή ρήση «τώρα που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πέντ’ έξι». Νέα είσοδος στη σχετική λίστα, ο εξαίρετος Κορεάτης σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μπονγκ Τζουν-Χο, ο οποίος αφού αγαπήθηκε (οσκαρικά) από ένα πέραν του art-house δείγμα κοινού χάρη στα «Παράσιτα» (2019), κάνει θριαμβευτική εμφάνιση στους ντόπιους κινηματογράφους με τρεις ταινίες του την ίδια εβδομάδα (σε κοινό πρόγραμμα), οι οποίες ουδέποτε είχαν τύχει διανομής στη χώρα μας. Μία πρακτική, δηλαδή, στην οποία ταιριάζει γάντι μια άλλη, εξίσου σοφή λαϊκή ρήση, η οποία αναφέρεται στο τι είπαν σε έναν τρελό να κάνει και… στο τι τελικά αυτός έκανε.
Νεαρός λέκτορας του Πανεπιστημίου, ο οποίος επιθυμεί όσο τίποτα να γίνει μόνιμος καθηγητής, βιώνει μια σειρά καταστάσεων που δοκιμάζουν τα εύθραυστα νεύρα του. Η αδυναμία του (λόγω ανεργίας) να φροντίσει την έγκυο γυναίκα του, τον κάνει να αισθάνεται τόσο μειονεκτικά απέναντί της, ώστε να έχει αποφασίσει να δωροδοκήσει για να πάρει τη θέση του προφέσορα που ονειρεύεται. Το ακόμα χειρότερο, όμως, είναι η διαρκής όχλησή του εξαιτίας των συνεχών γαβγισμάτων ενός σκύλου που ζει στην πολυκατοικία του. Αποφασισμένος να απαλλαγεί μια και καλή από αυτόν τον μπελά, τον αρπάζει και τον κλειδώνει στη ντουλάπα ενός υπογείου, μέχρι ν’ αντιληφθεί πως, τελικά, ο συγκεκριμένος σκύλος δεν ήταν ο θορυβοποιός ένοχος, μιας και το τεράστιο apartment complex όπου διαμένει βρίθει τέτοιων. Νιώθοντας τύψεις για την πράξη του, αναζητά το καημένο σκυλάκι, για ν’ ανακαλύψει με έκπληξη πως ο επιστάτης του κτηρίου έχει μία ιδιαίτερη προτίμηση (που άπτεται της… μαγειρικής!) προς τα συμπαθή τετράποδα. Η συνείδησή του τον ταλαιπωρεί, τα γαβγίσματα συνεχίζουν, η σύζυγός του χάνει την υπομονή της μαζί του, ενώ την ίδια ώρα υπάλληλος της γραμματείας του κτηρίου αποφασίζει να βρει τον απαγωγέα των εξαφανισμένων σκύλων, μπας και δώσει ένα κάποιο νόημα στη βαριεστημένη ζωή της.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μπονγκ Τζουν-Χο αποτελεί μία σάτιρα της κορεατικής κοινωνίας, στο οποίο εμφανίζονται (έστω σαν σκόρπιες ιδέες) κάποια από τα θέματα που θα αποτελέσουν την κύρια πηγή προβληματισμού του στις επόμενες ταινίες του. Η υπέρμετρη φιλοδοξία σε συνδυασμό με τη μονοδιάστατη σκέψη, δεν οδηγεί παρά στη διαφθορά και ίσως στο έγκλημα, με την παραβατική συμπεριφορά να καλύπτεται ενίοτε κάτω από τον μανδύα της αξιοπρέπειας και του κοινωνικού status. Ο επίδοξος καθηγητής Γιουν-Τζου, αν και φαινομενικά άνθρωπος ήπιων τόνων, κρύβει μια κατά τι σκοτεινή προσωπικότητα, χωρίς όμως αυτό να τον μετατρέπει σε αντιπαθή κακό της υπόθεσης (τέτοιος χαρακτήρας μάλλον δεν υπάρχει σε όλο το φιλμ), αφού ο τόνος κινείται σταθερά στα όρια της κωμικής υπερβολής, η οποία σε κάνει να μην μπορείς να πάρεις στα σοβαρά τα όσα γίνονται.
Το σουρεάλ γενικά κυριαρχεί στο μυαλό του τριαντάχρονου (τότε) Μπονγκ Τζουν-Χο, ο οποίος φροντίζει να το υπογραμμίσει είτε με γλαφυρές περιγραφές περί φαντασμάτων και άλλων μυστήριων εμφανίσεων που συμβαίνουν στο λεβητοστάσιο της πολυκατοικίας, είτε μέσω των αδιάκοπων «μαχών» του Γιουν-Τζου με τα ενοχλητικά σκυλάκια. Η Χιουν-Ναμ, η οποία εμφανίζεται σαν άτυπος ντετέκτιβ εκδικητής αναζητώντας τα χαμένα τετράποδα, μοιάζει συχνά σαν χαρακτήρας που έχει ξεπηδήσει μέσα από τις σελίδες ενός comic, συνεισφέροντας τα μάλα στην όλη παραξενιά της πλοκής. Το ίδιο ακριβώς πετυχαίνει και το αξιοπερίεργο free jazz score, το οποίο ο νεαρός Κορεάτης σκηνοθέτης έχει επιλέξει για να ντύσει την ταινία του. Το πρόβλημα είναι πως όλες οι έξυπνες και πρωτότυπες (συχνά) ιδέες που ο Τζουν-Χο επιδεικνύει στο ντεμπούτο του, δεν μετουσιώνονται σε μία συμπαγή αφήγηση, μοιάζοντας περισσότερο με αποσπάσματα draft σεναρίου, που ήθελε λίγη δουλειά ακόμα ή ίσως την απόκτηση πείρας ώστε να δείχνει πιο ολοκληρωμένο. Στην προκειμένη, τρία μόλις χρόνια ήταν αρκετά, αφού οι «Μνήμες Φόνων» που θα διαδέχονταν τούτο τον «Σκύλο που Γαβγίζει», θα αναδείκνυαν με τρόπο πειστικότατο το ταλέντο του (πολλαπλά, πια) βραβευμένου σκηνοθέτη.