ΜΗΤΕΡΑ (2009)
(MADEO)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπονγκ Τζουν-Χο
- ΚΑΣΤ: Κιμ Χίε-Τζα, Μπιν Γουόν, Τζιν Γκου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 129'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Μια μητέρα θα προσπαθήσει ν’ ανακαλύψει τον δολοφόνο ενός κοριτσιού, σε μία απελπισμένη προσπάθεια να αθωωθεί ο γιος της, ο οποίος έχει συλληφθεί ως ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος του απεχθούς εγκλήματος.
Ήταν μόνο θέμα χρόνου μέχρι το ελληνικό κοινό να «γνωρίσει» και τις υπόλοιπες ταινίες του Νοτιοκορεάτη Μπονγκ Τζουν-Χο, μετά την σαρωτική επικράτηση των «Παράσιτών» του στα περασμένα βραβεία Όσκαρ, γεγονός το οποίο αναμενόμενα έφερε στην επιφάνεια την ετερόκλητη φιλμογραφία ενός δημιουργού που, κακά τα ψέματα, θα έπρεπε να είχες ανακαλύψει πολύ νωρίτερα, ιδιαίτερα αν θέλεις να λέγεσαι λάτρης του καλού, σύγχρονου ασιατικού σινεμά. Από ένα κοινό πρόγραμμα τριών ταινιών του σκηνοθέτη με έργα που δεν είχαν προβληθεί ποτέ στην Ελλάδα, τούτη η «Μητέρα» αποτελεί ένα βραδυφλεγές, οικογενειακό δράμα μελετημένων εξάρσεων και κοινωνικών προεκτάσεων που θυμίζουν σε περιεχόμενο το «Oldboy» (2003), το magnum opus του έτερου Νοτιοκορεάτη συναδέλφου του, Τσαν-Γουκ Παρκ.
Κάπου σε μία μικρή, επαρχιακή πόλη της Νοτίου Κορέας, μια μητέρα βρίσκεται χωμένη μέσα στο μικρό της μαγαζί γεμάτο από βότανα και μαντζούνια κάθε λογής. Είναι καθισμένη στο πάτωμα και κόβει προσεκτικά ένα αποξηραμένο ματσάκι από κάτι απροσδιόριστο. Ξαφνικά, η προσοχή της αποσπάται, όταν στον απέναντι δρόμο μία BMW παρασέρνει τον 28χρονο γιο της, ο οποίος πάσχει από διανοητικά προβλήματα κι εκείνη τη στιγμή έπαιζε με έναν σκύλο. Ο γιος δεν τραυματίζεται, αντιθέτως, η μάνα κόβει το δάχτυλό της μέσα στον στιγμιαίο πανικό. Λίγο μετά, έχει ήδη πεταχτεί έξω και εξετάζει με αγωνία τον Ντο-Τζουν, το μοναχοπαίδι της. Η έκδηλη αγάπη της μάνας θα μετουσιωθεί αργότερα σε μία εναγώνια προσπάθεια απόδειξης της αθωότητας του γιου της, όταν εκείνος φυλακιστεί για τη δολοφονία μιας κοπέλας, με την Αστυνομία φαινομενικά να τον χρησιμοποιεί ως αποδιοπομπαίο τράγο εξαιτίας της πνευματικής του κατάστασης. Η μικρή κοινωνία και τα στοιχεία έχουν ήδη ενοχοποιήσει τον Ντον-Τζουν, όχι όμως και η μητέρα του, η οποία είναι πεπεισμένη πως είναι αθώος, τουλάχιστον μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Ή ίσως ακόμη και τότε.
Η σεκάνς που ακολουθεί της εναρκτήριας σκηνής της ταινίας, είναι ενδεικτική των όσων έπονται σε τούτο το μεγάλο σε διάρκεια (ειλικρινά, θα μπορούσε και μικρότερο) φιλμ του Τζουν-Χο, ο οποίος εδώ χρησιμοποιεί το καθαρόαιμο crime στοιχείο του δικού του «Μνήμες Φόνων» (2003), βγαλμένο όμως από το αυστηρά οριοθετημένο πλαίσιο του είδους του και μπολιασμένο με στοιχεία μυστηρίου, δράματος και μαύρης κωμωδίας, που ουσιαστικά καθιστούν τη «Μητέρα» σε φιλμ χωρίς σαφή τοποθέτηση σε κινηματογραφικά κουτάκια. Σ’ αυτήν ακριβώς την αντισυμβατικότητά της εντοπίζεται και η ιδιοφυΐα του Τζουν-Χο, τόσο σε επίπεδο σκηνοθεσίας, όσο και σεναρίου (το οποίο συνυπογράφει μαζί με τον Παρκ Έουν-Κίο), αφού ποτέ δεν μπορείς να προβλέψεις με σιγουριά τις επόμενες κινήσεις των χαρακτήρων και ιδιαίτερα τα κίνητρα πίσω από τις εκάστοτε πράξεις τους. Υπάρχει μία ελευθερία που χαρακτηρίζει τους ήρωες εδώ, ένα παρασκήνιο που λείπει, ένα backstory που δεν αποκαλύπτεται ποτέ, αφενός προκειμένου οι ήρωες ν’ αποκτήσουν τη σινεματική τους οικουμενικότητα (το όνομα της μητέρας, για παράδειγμα, δεν αποκαλύπτεται ποτέ) και αφετέρου γιατί τούτη η ελευθερία φέρνει και μία συνακόλουθη ελευθεριότητα η οποία επιτρέπει στους χαρακτήρες να δρουν και να συμπεριφέρονται εκτός κοινωνικής νόρμας, ακριβώς γιατί τα «εργαλεία» που θα επέτρεπαν στον θεατή μία τέτοια αξιολόγησή τους (από που έρχονται, τι έχει συμβεί στη ζωή τους, γιατί είναι αυτοί που είναι;) είναι απόντα.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, αυτή η συμπεριφορική επιλογή αποδίδει, ενισχύοντας την αβεβαιότητα του whodunit, αν και ορισμένες φορές θα ήθελες ή και θα χρειαζόσουν λίγες πληροφορίες παραπάνω για να ερμηνεύσεις τις κινήσεις και ίσως να «ξεκλειδώσεις» τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις του εκάστοτε χαρακτήρα. Ακόμα και έτσι, βέβαια, το σενάριο λεπτοβελονιά των Τζουν-Χο / Παρκ αφήνει μπόλικο χώρο σε πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στον ρόλο της μητέρας, με την Κιμ Χίε-Τζα σε μία σαρωτική ερμηνεία που ακροβατεί μεταξύ μητρικής εμμονής και γονικής αγάπης, μιας γυναίκας ο κόσμος της οποίας ξεκινά και τελειώνει στο γιο της. Στον αντίποδα των ελλειπτικών χαρακτήρων της, η ταινία βρίθει στοιχείων και σκηνών – «σφήνα» που λειτουργούν ερμηνευτικά, βοηθώντας έτσι στην αποκρυπτογράφηση των εξελίξεων, διατηρώντας αδιάλειπτα την αίσθηση πως κάτω από το crime παραπέτασμα τούτου του φιλμ, κρύβεται κάτι μεγαλύτερο, ίσως ακόμη και από την αγάπη της μάνας: το αδιαφιλονίκητο δικαίωμα του καθενός από εμάς στην διατήρηση και την περιφρούρηση της μνήμης των ατομικών μας πράξεων, του πόνου και της αποδοχής αυτών, ενάντια στη λήθη, που παροδικά μόνο θα μας κάνει να «χορέψουμε».