OLDBOY (2003)
(OLDEUBOI)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τσαν-Γουκ Παρκ
- ΚΑΣΤ: Μιν-Σικ Τσόι, Τζι-Τάε Γιου, Χίε-Τζέονγκ Κανγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Θύμα μυστηριώδους απαγωγής κρατείται σε συνθήκες φυλακής για δεκαπέντε χρόνια και, στα καλά καθούμενα, βρίσκεται ελεύθερος με μία διορία… εκδίκησης. Ποιος είναι ο πραγματικός ένοχος αυτής της ιστορίας;
Υπάρχει μία μακάβρια ειρωνεία στο σινεμά του Κορεάτη Τσαν-Γουκ Παρκ. Εκδικητική. Οριακά χιουμοριστική, σε βαθμό να σε κάνει να θέλεις να γελάσεις. Με τη διαφορά ότι τότε θυμάσαι πως κάποιος σου έχει σπάσει τα δόντια. Και φτύνεις αίμα. Και το αστείο έχει πια παγώσει. Αλλά θέλεις να χαμογελάσεις. Γιατί μονάχα έτσι θα έχεις πάρει το αίμα σου πίσω! Αυτή η ειρωνεία αγκαλιάζει τη ζωή του Ο Ντε-Σου, ενός ανθρωπάκου που απάγεται από αγνώστους και ζει σαν φυλακισμένος σ’ ένα δωματιάκι για δεκαπέντε χρόνια, για να αφεθεί μυστηριωδώς ελεύθερος με πέντε ημέρες διορία ώστε να βρει την αλήθεια. Και να σκοτώσει από εκδίκηση. Ή να πεθάνει για κάτι που πρέπει να καταλάβει πως έβλαψε συνανθρώπους του στο παρελθόν.
Είναι κρίμα που το ελληνικό κοινό δεν είχε την ευκαιρία να δει την προηγούμενη ταινία του Τσαν-Γουκ Παρκ, το «Sympathy for Mr. Vengeance» (2002), πρώτο μέρος μιας θεματικής τριλογίας που διδάσκει (όχι με τις πιο ανθρωπιστικές μεθόδους…) πως η εκδίκηση είναι η τέλεια θεραπεία για έναν πληγωμένο άνθρωπο – μέχρι να καταλάβεις πως όλο αυτό το κακό θα γυρίσει πάνω σου σαν boomerang για να σε μετατρέψει σε κτήνος, το ίδιο επικίνδυνο με τον αρχικό θύτη. Αυτό το μένος δεκαπέντε χρόνων εκτοξεύει προς κάθε κατεύθυνση ο κεντρικός χαρακτήρας του «Oldboy», χωρίς να απαιτεί ποτέ το δικαίωμα στη λύτρωση. Γιατί ξέρει πως δεν υπάρχει γυρισμός στον άνθρωπο που υπήρξε κάποτε…
Είναι αδύνατον να αφηγηθείς με λόγια ή να περιγράψεις την μαεστρία του Τσαν-Γουκ Παρκ, ο οποίος μετά από τρεις ταινίες μεγάλου μήκους ανακηρύσσεται με τσαμπουκά σε έναν από τους κορυφαίους σκηνοθέτες του παγκόσμιου σινεμά σήμερα. Θα μπορούσε κανείς να αναζητήσει επιρροές από Σκορσέζε μέχρι Φίντσερ, όμως, πιστέψτε με, θα ήταν λάθος. Για να μην πω ότι αυτοί οι κύριοι θα έπρεπε να… αντιγράφουν την οικονομία της τέχνης του, μία κινηματογραφική γλώσσα ολότελα πρωτότυπη, αιματηρά χιουμοριστική, αμοραλιστική και δεικτικά ηττημένη κοινωνικά.
Ακόμη και τα highlights του φιλμ είναι δύσκολο να απαριθμηθούν! Από που ν’ αρχίσεις; Από τον εύστοχο κατακερματισμό του ρόλου της τηλεόρασης (που λειτουργεί για τον ήρωα σαν ρολόι, ημερολόγιο, εκπαίδευση, σπιτικό, εκκλησία, φίλος και ερωμένη μαζί) μέσα από ένα flashback της τελευταίας δεκαπενταετίας; Από την διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ που δίνει ανάσες σε απανωτές σεκάνς σοκ; Από το τρίλεπτο, γραμμικό μονοπλάνο πάλης που σου αλλάζει τη μαγκιά γύρω από οτιδήποτε φιγουρατζίδικο έχεις δει μέχρι σήμερα σε ανάλογες σκηνές ανθολογίας; Από τις υπερρεαλιστικές πινελιές που καταπνίγουν τον πόνο με εκκεντρικότητα; Από το τελευταίο ημίωρο που κάνει τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες να ωχριούν και το ρίγος να φτάνει ως το μεδούλι με την ερμηνεία του Μιν-Σικ Τσόι; Ή από τα βαλσάκια του Γιέονγκ-Γουκ Τζο, που κάνουν την εικόνα να στροβιλίζει με οπερετική δύναμη;
Σίγουρα ξέρω πως να τελειώσω. Το «Oldboy» είναι η καλύτερη ταινία της χρονιάς! Και, ειλικρινά, δε μπορώ να φανταστώ ότι πρόκειται να ζήσετε κάτι πιο έντονο, πρωτότυπο και δημιουργικό μέσα σε κινηματογραφική αίθουσα μέχρι το τέλος της σεζόν. Εάν συνέλθετε μετά το φινάλε, προσπαθήστε να συγκρατήσετε το αγαπημένο motto του Ο Ντε-Σου: γέλα και ο κόσμος θα γελάσει μαζί σου, κλάψε και θα μείνεις να κλαις μονάχος…