ΠΙΤΣΑ ΓΛΥΚΟΡΙΖΑ (2021)
(LICORICE PIZZA)
- ΕΙΔΟΣ: Νεανική Αισθηματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Τόμας Άντερσον
- ΚΑΣΤ: Κούπερ Χόφμαν, Αλάνα Χάιμ, Σον Πεν, Τομ Γουέιτς, Μπράντλεϊ Κούπερ, Μπένι Σάφντι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 133'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP
Ο Γκάρι ερωτεύεται κεραυνοβόλα την Αλάνα, αλλά είναι λίγο μικρότερος από αυτήν για να τα «φτιάξουν». Η μοίρα μπορεί να τους κάνει τη χάρη και… να περιμένει να ωριμάσει η αγάπη τους;
Υπάρχουν στιγμές που ο Πολ Τόμας Άντερσον χρειάζεται μια… ερωτική ανάπαυλα. Το είχε ξανακάνει το 2002, με το «Χτυπημένος από Έρωτα». Με έναν πιο εγκεφαλικό τρόπο, σίγουρα. Ο οποίος δεν είχε επιτρέψει στο έργο να «επικοινωνήσει» με τους θεατές, εκτός από τους φανατικούς followers του σκηνοθέτη. Η «Πίτσα Γλυκόριζα» αποτελεί ακόμη μία «ερωτεύσιμη» φιλμική απόπειρα του Άντερσον, που σίγουρα δεν καταλαβαίνουμε τι εσωτερικές ανάγκες μπορεί να καλύπτει, όμως, εδώ καταφέρνει να χτυπήσει καλύτερα το στόχο του, στην καρδιά. Και με απλότητα, ευτυχώς!
Στην καλιφορνέζικη κοιλάδα του Σαν Φερνάντο, στα 1973, ένα αγόρι συναντά ένα κορίτσι. Ο Γκάρι είναι ο teenager μαθητής, η Αλάνα είναι η 25χρονη κοπελιά που μπορεί εύκολα να καυλώσει έναν τυπάκο της ηλικίας του. Εκείνος την έχει «δαγκώσει» ήδη, εκείνη τον ειρωνεύεται για την ηλικία του. Και η νομοθεσία ακόμη δεν επιτρέπει τέτοιου είδους… αποπλανήσεις, όσο νεαρές κι αν παραμένουν οι ηλικίες και των δυο τους! Θα τύχει να συναντηθούν ξανά και ξανά, ο Γκάρι θα βρει το τηλέφωνο του σπιτιού της, δεν θα σταματήσει να την φλερτάρει, εκλιπαρώντας για ένα rendezvous σε στέκι «μεγαλίστικο» και αθώο. Και θα την πείσει.
Ο Άντερσον παρακολουθεί τις ζωές τους χωριστά και μαζί (όταν καταφέρνουν να συνυπάρξουν), κυρίως γιατί στο πέρασμα του χρόνου (με πρόχειρους υπολογισμούς, θεωρώ πως η δράση του φιλμ εξελίσσεται στο διάστημα μιας τριετίας, τουλάχιστον) ο entrepreneur που κρύβει μέσα του ο Γκάρι προσφέρει επαγγελματικές ευκαιρίες και στην Αλάνα, μέσα σ’ ένα κλίμα «παιδικής χαράς» και αφέλειας, όμως, το οποίο λειτουργεί στην καθημερινότητά τους σαν ένα «μαξιλαράκι» ασφαλείας (κι) από το σκεπτικό (ακόμη) της ενηλικίωσης. Δεν τίθεται καν θέμα σεξ, δηλαδή. Αν και η Αλάνα μεγαλώνει όλο και περισσότερο, το σώμα της προκαλεί και οι ορμές της δεν κρύβονται, πια. Το flirt των μεγαλύτερων σε ηλικία αγοριών ή και ανδρών φέρνει τον Γκάρι σε δύσκολη θέση, αισθάνεται πως η ήττα δεν του αξίζει μονάχα επειδή είναι ο «μικρός» στην υπόθεση. Έχει πνεύμα, λέγειν, καλή ψυχή και… λειώνει κάθε φορά που βρίσκεται μπροστά της. Θέλει να της δώσει τα πάντα. Και τον πιστεύουμε.
Η «Πίτσα Γλυκόριζα» αφηγείται την απλή ιστορία ενός έρωτα «γραμμένου» από κάποια μοίρα, που πολλές φορές δεν ολοκληρώνεται για λόγους… timing. Αυτό το ζήτημα του «χρονισμού» εδώ επικεντρώνει συγκεκριμένα στον ασυνήθιστο (;) άξονα της ηλικίας και της διαφοράς που θέτει τα σχετικά εμπόδια, σε ένα σαφώς ρεαλιστικό πλαίσιο (δεν μιλάμε για ένα σύμπαν «παραμυθιού», τύπου «Το Πορτρέτο της Τζένι»), το οποίο δεν εγγυάται πως αυτό το φλερτάρισμα θα ευδοκιμήσει στα σοβαρά. Το σενάριο του Άντερσον ενδέχεται να κουβαλάει (ή να κρύβει) και προσωπικά στοιχεία μέσα, όμως, το… κουτσομπολιό δεν μας αφορά. Μας αφορά μονάχα η αγωνία του, πως η ιστορία που έχει στήσει εδώ μπορεί να μην είναι αρκετή (και) για τον ίδιο, πόσω μάλλον για το συνηθισμένο σε πιο… εγκεφαλικές δημιουργίες κοινό του, το οποίο ενδεχομένως περιμένει να δει κάτι παραπάνω από ένα slacker ρομάντζο. Κι εκεί παίρνει τις… λάθος στροφές, εμπλουτίζοντας τη δραματουργία με μικρές υποπλοκές… creative άγχους, που παρεκκλίνουν της ρομαντικής πορείας του νεαρού «ζευγαριού» και εκτροχιάζουν μερικώς την ταινία, ανοίγοντας ουσιαστικά «παρενθέσεις» στην πλοκή, τις οποίες αν σκεφτείς ν’ αποκόψεις από το υπόλοιπο έργο, δεν του αφαιρείς ίχνος από την μαγεία του!
Και ποια ακριβώς είναι αυτή η μαγεία; Αρχικά, η περίοδος της δεκαετίας του ‘70. Η ανασύσταση της εποχής. Εύκολα μπορεί κανείς να κατηγοριοποιήσει την «Πίτσα Γλυκόριζα» και να την εντάξει στο στερεότυπο του «νοσταλγικού» φιλμ. Θα είναι άδικο να ιδωθεί έτσι, όμως, γιατί υπάρχει τόση αγάπη στην ατμόσφαιρα τούτου του έργου και τόση αυθεντικότητα, που περισσότερο αισθάνεσαι ότι «προέρχεται» από εκείνη την εποχή, παρά ότι την αναπαριστά! Ο Άντερσον σε παίρνει από το χέρι και σε βάζει να περπατήσεις μαζί του στα ‘70s που έζησε, σε προσγειώνει μέσα σ’ αυτή την αύρα, σου προτείνει να αναπνεύσεις μαζί της, να «τριπάρεις» όχι με μια έννοια memorabilia, αλλά με μια διάθεση που σχεδόν σου επιτρέπει να την… διεκδικήσεις! Δεν είναι αληθινή, δεν είναι δική σου, «But You’re Mine» (όπως τραγουδά ο Σόνι και η Σερ) για όσο διαρκεί τούτη η ταινία.
Last but not least, ο Κούπερ Χόφμαν. Στην πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά (και οπουδήποτε αλλού). Είναι ο γιος του Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Εάν γνωρίζεις ποιος ήταν και τι μας είχε χαρίσει μέσα από τη μεγάλη οθόνη ο πατέρας του, αισθάνεσαι το τεράστιο βάρος της συγκίνησης, ένα μικρό πνίξιμο στο λαιμό από τη διαπίστωση του πόσο γονιδιακή υπόθεση μπορεί να είναι το ταλέντο. Ακόμα κι αν δεν τον ξέρεις (έγκλημα, αλλά πρέπει να τα λαμβάνουμε όλα υπόψη), όμως, θα σου είναι αδύνατον να τραβήξεις τη ματιά σου από πάνω του! Και μόνο για τον Κούπερ Χόφμαν, η «Πίτσα Γλυκόριζα» είναι μια πραγματική εμπειρία (αγαλλίασης από τον πόνο της απώλειας, θα τολμούσα να προσθέσω).
Όταν οι περιττές «παρενθέσεις» που ανοίγουν οι guest χαρακτήρες που υποδύονται οι Σον Πεν, Μπράντλεϊ Κούπερ και Μπένι Σάφντι αποχαιρετήσουν την πλοκή του φιλμ, και ο Άντερσον βρει ξανά το χαμένο μονοπάτι του έρωτα που πρέπει να ενώσει τις ζωές του Γκάρι και της Αλάνα παντοτινά, η ταινία κάνει ξανά τα μαγικά της και μας οδηγεί σε μια κατάληξη που η μοίρα ήθελε να «γράψει», ίσως περισσότερο κι από εμάς. Αλλιώς… δεν θα ήταν σινεμά!