ΕΜΦΥΤΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ (2014)
(INHERENT VICE)
- ΕΙΔΟΣ: Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πολ Τόμας Άντερσον
- ΚΑΣΤ: Χοακίν Φίνιξ, Τζος Μπρόλιν, Όουεν Γουίλσον, Ρις Γουίδερσπουν, Κάθριν Γουότερστον, Έρικ Ρόμπερτς, Τζοάνα Νιούσομ, Μάγια Ρούντολφ, Χονγκ Τσάου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 148’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Όταν μια παλιά ερωμένη του εξαφανίζεται, ύστερα από μια απρόσμενη, αινιγματική επίσκεψη, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ «Ντοκ» Σπορτέλο αναλαμβάνει να αποκαλύψει την αλήθεια, μπλέκοντας σε έναν ιστό παράνοιας, ψυχεδέλειας, διεφθαρμένων αστυνομικών, διαπλεκόμενων συμφερόντων και πολλών, πολλών… ναρκωτικών.
Το λογοτεχνικό «Έμφυτο Ελάττωμα» του Τόμας Πίντσον έρχεται με τη φήμη τού βιβλίου που φέρεται να είναι «αδύνατον» να διασκευαστεί στον κινηματογράφο, τόσο λόγω της ιδιαίτερης γραφής τού συγγραφέα αλλά και επειδή η δομή του είναι τόσο πολύπλοκη και δαιδαλώδης που απαιτεί συνεχώς την αμέριστη προσοχή του αναγνώστη. Ευτυχώς, βέβαια, ολόκληρη η αφήγηση περιστρέφεται ουσιαστικά γύρω από τον ψυχεδελικό κόσμο ενός και μόνο ανθρώπου, γεγονός που κάνει την επιλογή τού Πολ Τόμας Άντερσον για την κινηματογραφική μεταφορά τού βιβλίου να αποπνέει μια αίσθηση ασφάλειας, καθώς στο πρόσφατο παρελθόν η καριέρα τού σκηνοθέτη έχει με επιτυχία συνυφαστεί με την αποτύπωση σύνθετων ανδρικών χαρακτήρων μέσα σε ισχυρό κοινωνικό περιβάλλον, είτε η ιστορία αφορά τη σκοτεινή ιστορία της πετρελαϊκής ανάπτυξης της Αμερικής είτε το εσωτερικό μετα-τραυματικό ταξίδι μιας εξ ορισμού αποπροσανατολισμένης προσωπικότητας.
Και, όντως, ο Άντερσον βρίσκεται θεωρητικά σε γνώριμα μονοπάτια. Το κινηματογραφικό «Έμφυτο Ελάττωμα» μπορεί στην ουσία του να αφορά το χτίσιμο ενός ολόκληρου κόσμου που ζει, αναπνέει και αναπτύσσεται μέσα στα ναρκωτικά, τις μυστικές συμφωνίες και τη γενικώς αισθητή παράνοια, όμως η «βιτρίνα» του είναι ένας χαρισματικός αλλά γεμάτος προβλήματα χαρακτήρας, που, τελικά, γίνεται ο φορέας μιας ολόκληρης εποχής, ακριβώς όπως συνέβη και στο «Θα Χυθεί Αίμα» αλλά και στο – εξαιρετικά διχαστικό αλλά προσωπικά αγαπημένο – «The Master». Εξάλλου, η ήδη επιτυχημένη συνεργασία τού Άντερσον με τον Χοακίν Φίνιξ, αλλά και το εξαιρετικό ιστορικό τού σκηνοθέτη στην ανάδειξη εμβληματικών ερμηνειών από τους ηθοποιούς του (από τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις και τον Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν μέχρι τον Μαρκ Γουόλμπεργκ και τον… Τομ Κρουζ), σχεδόν επιβάλλει την προσμονή ενός αντίστοιχου ανδρικού παιξίματος, το οποίο αποτελεί και τον «κράχτη» του φιλμ.
Ταυτόχρονα, όμως, η φύση της αφήγησης δίνει τη δυνατότητα στον Άντερσον να παίξει με τα είδη, να ελιχθεί ανάμεσά τους και, τελικά, να τα ξεπεράσει, δημιουργώντας μια… αταξινόμητη ταινία που, όπως και ο χαρακτήρας της, πασχίζει να επιβιώσει σε έναν κόσμο όπου όταν κάτι ξεφεύγει από τη νόρμα, γίνεται πολύ δυσκολότερα αποδεκτό. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Άντερσον δεν κάνει προσπάθεια καν να συμβιβάσει το όραμα του ή, έστω, να το κάνει πιο προσβάσιμο. Από το πρώτο ήδη δεκάλεπτο, βομβαρδίζει τον θεατή με αμέτρητα ονόματα, συνεχώς αυξανόμενες παράλληλες αφηγήσεις, αλλαγές ύφους, στιγμές απόλυτης αποσβόλωσης και, σαν να μην ήταν αυτά αρκετά, μερικές γνήσια «what the fuck» στιγμές, που μπορεί να μην οδηγούν γραμμικά και παραδοσιακά στη λύση ενός τοπικού αστυνομικού μυστηρίου αλλά στοιχειοθετούν μια ολόκληρη πραγματικότητα, η οποία ισορροπεί ανάμεσα στο neon και το σκοτάδι, τη νηφαλιότητα και την παραίσθηση, τη φαινομενική ασφάλεια και τη μόνιμη αίσθηση μιας υποβόσκουσας απειλής.
Γιατί, ουσιαστικά, ο κόσμος τού «Έμφυτου Ελαττώματος» είναι ένας κόσμος χωρίς ξεκάθαρες γραμμές, χωρίς καθησυχαστικές εξελίξεις, χωρίς άκαμπτους χαρακτήρες. Κατά στιγμές, η ταινία είναι μια ξεκαρδιστική κωμωδία που καυτηριάζει τα ήθη μιας ξεπεσμένης άρχουσας τάξης ή μιας ανεύθυνης ιδεολογικής επανάστασης, κατά στιγμές είναι ένα καθαρόαιμο αστυνομικό θρίλερ που αποζητά λύση αγγίζοντας τα όρια του ψυχολογικού τρόμου, μέσα από ένα εκκεντρικό, χίπικο παραμορφωτικό βλέμμα και κάποιες άλλες στιγμές είναι, απλά, μια υποδειγματική σπουδή χαρακτήρα. Ο Άντερσον δεν επιθυμεί να δώσει μια τυποποιημένη μορφή στη δημιουργία του, δεν θέλει καν να της δώσει μια συγκεκριμένη υφολογική κατεύθυνση (εκτός αν το «hippie horror» μπορεί να καταχωριστεί ως δόκιμος κινηματογραφικός όρος), γιατί το φιλμ είναι κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα αυτών των στιγμών.
Αυτή η ποικιλομορφία, εξάλλου, είναι που κάνει την ταινία να λειτουργεί απόλυτα και της προσδίδει τη δική της μοναδική φωνή, ως αυτόνομο δείγμα ενός κινηματογραφικού «είδους» που εμπνέεται από το παρελθόν για να δημιουργήσει κάτι απόλυτα μοντέρνο, που εκθέτει καινούργιες ιδέες με ρυθμό πολυβόλου, χτίζει, ανατρέπει και επαναπροσδιορίζεται συνεχώς, για να καταλήξει στο φινάλε στον ίδιο της τον πρωταγωνιστή και τη ματιά του, διαφορετική πλέον, αλλά αναμφισβήτητα πιο ουσιαστική και συνειδητοποιημένη.
Και αν ο Άντερσον είναι ο βασικός ενορχηστρωτής όλης αυτής της εικαστικής, σεναριακής και συναισθηματικής extravaganza, ο κύριος φορέας της είναι ο ίδιος ο Χοακίν Φίνιξ, ο οποίος καταφέρνει να μεταδώσει όλον τον αποπροσανατολισμό τού χαρακτήρα του, τη σύγχυση, την απορία, τον τρόμο του. Όλες οι αντιδράσεις του «φιλτράρουν» ουσιαστικά τις εντυπώσεις των ίδιων των θεατών, ακόμη και όταν, ξαφνικά, η παγερή ψυχραιμία του δίνει τη θέση της ακαριαία σε μια υστερική κραυγή, όπως σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας. Επιπλέον, ειδικά από τη στιγμή που ο Άντερσον αρνείται να καθοδηγήσει από το χέρι τους θεατές στον αφηγηματικό του λαβύρινθο, ο Χοακίν Φίνιξ αναλαμβάνει εξολοκλήρου να είναι το στήριγμά τους, βγάζοντας, φυσικά, και τον ίδιο τον σκηνοθέτη αλλά και τη συγκεκριμένη προσέγγισή του ασπροπρόσωπους, με μία ακόμη ερμηνεία που θολώνει τα όρια ανάμεσα στην υποκριτική και την πραγματική του υπόσταση ως ηθοποιού (γεγονός που αποδεικνύει για άλλη μια φορά το πόσο εξαιρετικός ερμηνευτής είναι).
Αναμφισβήτητα, το «Έμφυτο Ελάττωμα» είναι μια ταινία που απευθύνεται σε απαιτητικούς θεατές, οι οποίοι επιθυμούν να «παιδευτούν» στην κινηματογραφική τους έξοδο. Γι’ αυτό και η ταινία τούς ανταμείβει με τη δημιουργία ενός ολοκλήρου σινεφιλικού σύμπαντος που βρίθει ερωτισμού (η Κάθριν Γουότερστον αριστεύει κάθε – μα κάθε – φορά που εμφανίζεται στην οθόνη, στον σύντομο αλλά απαιτητικό και χαρακτηριστικό ρόλο της), παράνοια, χιούμορ και ατμόσφαιρα θρίλερ μετά από πολλά, πολλά… ναρκωτικά. Το μόνο πρόβλημα τού φιλμ είναι ότι αρνείται να δώσει στον θεατή μια αναμενόμενη, έντονη, θεαματική κορύφωση. Αλλά από την άλλη, σε καμία στιγμή της διάρκειάς του, δεν παίζει σύμφωνα με συμβατικούς κανόνες, άρα δεν επιχειρεί να το κάνει και στο φινάλε. Κι αυτό ίσως να είναι το πραγματικό, δικό του «έμφυτο ελάττωμα».
Ας μιλήσουμε με λόγια απλά. Τι είναι αυτό που σε κάνει να θέλεις να πας σινεμά και να επιλέξεις ταινία; Αρχικά, το είδος. Η διάθεσή σου ορίζεται από το φιλμικό είδος. Γιατί θέλεις να ξέρεις τι θα δεις. Ανάλογα με την κινηματογραφική σου «παιδεία», σειρά προτεραιότητας έχουν μετά ο σκηνοθέτης και οι πρωταγωνιστές ενός φιλμ. Εάν σου είναι γνώριμη η φιλμογραφία τού σκηνοθέτη, θα πει πως είσαι λίγο καλύτερα «διαβασμένος», άρα υποψιάζεσαι και το ύφος της ταινίας που πρόκειται να παρακολουθήσεις. Εάν πας για τους «κράχτες» τού καστ, ρισκάρεις περισσότερο, προφανώς. Αλλά σε ένα… αμερικάνικο έργο, συνηθίζεις να αισθάνεσαι κάπως πιο… ασφαλής. Το αμερικανικό σινεμά έχει τον πρώτο ρόλο στη διασκέδαση, άλλωστε. Και αυτό δεν υποτιμά το περιεχόμενό του!
Πάμε τώρα στην περίπτωση του «Έμφυτου Ελαττώματος» και, πριν το αντιμετωπίσουμε πιο αναλυτικά, ας το κρίνουμε υπό αυτές τις τρεις απλούστατες παραμέτρους. Αν πας να δεις την ταινία για το καστ και μόνο, θα εισπράξεις μια σκληρή ήττα. Αν πας για τον Πολ Τόμας Άντερσον, θα βιώσεις το τυπικό «what the fuck» αλλά με ένα φιλμ που μοιάζει περισσότερο με «ξενέρωμα» παρά με χαρμόσυνο ψυχεδελικό «τριπάκι» μέσα από τις αναθυμιάσεις τού «μπάφου». Και αυτά είναι τα καλύτερα πράγματα που είχα να πω για τούτο το… ελαττωματικό προϊόν! Διότι αν πηγαίνεις με προδιάθεση (ή αναζητήσεις) είδους, τότε μιλάμε για μια αρνητικότατη και επίπονη (σε διάρκεια) δοκιμασία, από την οποία ευκολότερα τρέπεσαι σε φυγή παρά υπομένεις μέχρι τέλους.
Για την ακρίβεια, το φιλμ του Άντερσον δεν είναι τόσο κακό (όσο το «The Master», ίσως). Απλά, δεν δηλώνει ποτέ ούτε τι ρόλο… βαράει ούτε και τι ακριβώς θέλει να σου πει το… στριφτό που ενδέχεται να κατανάλωνε σε υπερωρίες ο συγγραφέας του «Inherent Vice», Τόμας Πίντσον. Το βιβλίο, λέει, είχε τη φήμη του… αδύνατου να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη. Ε, άμα είχε τα αρχίδια ο σκηνοθέτης και υπεύθυνος της σεναριακής του διασκευής, ας έβρισκε τον τρόπο! Δυστυχώς, όμως, ο Άντερσον ουδόλως ενδιαφέρθηκε να βρει κάτι μέσα σε τούτο σενάριο, άρα… γιατί να το αναζητήσω εγώ και ο θεατής κατόπιν; Του Χάντερ Τόμσον την παράνοια της γραφής ούτε δίπλα από το… Λας Βέγκας δεν την πλησιάζει τούτος ο κουλός συρφετός από ντετεκτιβίστικο νουάρ και ψυχεδέλεια σεβεντίλας, που επί δυόμισι ώρες σου ξεπετάει χολιγουντιανούς αστέρες σε ρολάκια τα οποία αγωνίζονται να σου κρατήσουν την προσοχή. Να το πω πιο λιανά και αστεία; Φαντάσου να παρακολουθείς το «Chinatown» του Πολάνσκι και ξαφνικά να σταματάει ο Νίκολσον την πλοκή, να πετάει ατάκα τύπου «Φιλαράκι, θα καπνίσουμε τίποτα;» κι ύστερα… να πηγαίνουν όλα «στην ακρογιαλιά»!
Ένα από τα βασικά ελαττώματα που «καρφώνουν» εξαρχής τον Άντερσον είναι η «ανάγνωση» του βιβλίου με φωνή off, που όντως σε βγάζει… off ή σε κάνει να αισθάνεσαι πως το να διαβάσεις το «Inherent Vice» θα είναι σίγουρα πιο ξεκούραστο. Διότι μαζί με τη φωνή – αφηγήτρια, συνυπάρχουν στα ώτα σου ο ασταμάτητος διάλογος (για πρόσωπα και καταστάσεις που σταδιακά αυτο-ακυρώνονται και μετατρέπουν την εξέλιξη της πλοκής σε άθλο παρακολούθησης) αλλά και ένας out of tune αχταρμάς από τραγούδια της περιόδου και τις original συνθέσεις του Τζόνι Γκρίνγουντ (για τη λάθος ταινία), που θα σε κάνουν να θελήσεις να… σπουδάσεις sound mixing!
Μέσα σε όλο αυτό το μαστούρωμα του α λα Φίλιπ Μάρλοου ήρωα, διακρίνεις μια κριτική επάνω στο χάσιμο (με διπλή έννοια) της επαναστατικότητας των τελών του ’60 και την τρομακτική διακλάδωση του συστήματος και των μυστικών υπηρεσιών που καταπλάκωσαν την αμφισβήτηση ή, ακόμη χειρότερα, την παγίδευσαν προς τον mainstream συντηρητισμό με «μαγικό αυλό» κάθε μορφή ουσιών ή «θεραπειών». Πέραν του κεντρικού χαρακτήρα τού «Ντοκ» Σπορτέλο (ο Χοακίν Φίνιξ περιέργως προσγειωμένος σε ένα πιο φυσικό παίξιμο) όμως, όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα κινούνται (και εξαφανίζονται) ως δορυφόροι, αναμειγνύοντας το μεγάλο κεφάλαιο, την εμπορία ναρκωτικών, το FBI και τη CIA, τους Μαύρους Πάνθηρες, τον φασισμό, το σεξ και ό,τι άλλο θες σε σύμβολα, για να χαθούν σε… σύννεφα καπνού, λες και αποτελούσαν απλά cameos αναγνωρίσιμων αστέρων. Ξεχωρίζει μονάχα η Κάθριν Γουότερστον, η οποία εμφανίζεται σαν «φάντασμα» (ως ηρωίδα θα μπορούσε όντως να αποτελεί «στοιχειό» στη φαντασία του Σπορτέλο) από τα seventies, σχεδόν λες και ο Άντερσον έκανε ένα ταξίδι στον χρόνο και την έφερε μαζί του από τα τότε, κυριολεκτικά!
Σε αυτή την… επική διάρκεια, φυσικά και υπάρχουν στιγμές που σε κρατάνε, όμως αποτελούν μεμονωμένες σκηνές που όπως κι αν τις «μοντάρεις» στο μυαλό σου, δεν αρκούν για να μην θεωρήσεις… ελάττωμα ολόκληρο το φιλμ. Ειδικά κάποιες μακρόσυρτες σκηνές διαλόγου σε two-shot setups εξαντλούν πραγματικά, αφού η κουβέντα που γίνεται μεταξύ των δύο προσώπων αφορά μια πλοκή την οποία έχεις… ξεχάσει προ πολλού. Κρίμα για την εξαιρετική δουλειά που έχει γίνει στη σκηνογραφία και τα κοστούμια (που προτάθηκαν για Όσκαρ), από τις πιο πιστές που έχουμε δει σε χρώμα της συγκεκριμένης περιόδου εδώ και χρόνια. Για τον ίδιο τον Πολ Τόμας Άντερσον δεν θα έλεγα το ίδιο. Είναι σαφές ότι τα πάντα στο φιλμ έχουν γίνει σκόπιμα. Και φανερώνουν ένα «κουσούρι» που ωριμάζει μέσα του: την απόσταση που παίρνει μορφικά το σινεμά του από την πλευρά / θέση του θεατή. Αν το «Έμφυτο Ελάττωμα» αποτελούσε ένα επιτυχημένο δείγμα stoner σινεμά, θα του έδινα ένα μικρό δίκιο. Αλλά ούτε κι έτσι σου κάνει «κεφάλι»…